Καθοριστικός αυτός ο χρόνος για το μέλλον της Ευρώπης, σύμφωνα με την εταιρία αναλύσεων

Δύσκολο προμηνύεται και το 2017, με αναταράξεις σε πολιτικό και οικονομικό επίπεδο. Η άνοδος του εθνικισμού, η «κούραση» των ΗΠΑ και η «χρυσή ευκαιρία» της Ρωσίας. Οι εξελίξεις στη Μ. Ανατολή και ο ρόλος του πετρελαίου. Τι θα κάνουν οι κεντρικές τράπεζες 

Οι αναταραχές που θα έρθουν το 2017 είναι η πολιτική εκδήλωση πολύ βαθύτερων δυνάμεων που βρίσκονται σε δράση. Σε μεγάλο μέρος του αναπτυγμένου κόσμου, στην τάση της γήρανσης του πληθυσμού και της μείωσης της παραγωγικότητας, προστίθεται η τεχνολογική καινοτομία και η εργασιακή εκτόπιση που αυτή συνεπάγεται.

Η οικονομική επιβράδυνση της Κϊνας και η συνεχιζόμενη εξέλιξή της αυξάνουν αυτή τη δυναμική. Την ώρα που ο κόσμος προσπαθεί να αντιμετωπίσει την μειωμένη κινεζική ζήτηση μετά από δεκαετίες ανάπτυξης-ρεκόρ, η Κίνα με αργό αλλά σταθερό ρυθμό προσπαθεί να ανεβάσει την οικονομία της στην αλυσίδα της αξίας, προκειμένου να παράγει και να συναρμολογήσει η ίδια όσα μέχρι τώρα εισήγαγε, με πρόθεση να πουλά στην κινεζική αγορά. Όλες αυτές οι δυνάμεις συνδυασμένες θα έχουν μια δραματική επίπτωση, με διάρκεια, στην παγκόσμια οικονομία και εν τέλει στη μορφή που θα λάβει τις επόμενες δεκαετίες το διεθνές σύστημα.

Αυτές οι τάσεις τείνουν να δημιουργούνται σιωπηρά σε διάστημα δεκαετιών και τότε να έρχονται με θόρυβο στην επιφάνεια, λόγω πολιτικής. Όσο περισσότερο επιμένουν τα οικονομικά προβλήματα, τόσο ισχυρότερη είναι η πολιτική αντίδραση. Αυτό το δυνατό χτύπημα στην πόρτα είναι η δύναμη του εθνικισμού που «χαιρετά» τις παγκόσμιες δυνάμεις, ιδιαίτερα στην Ευρώπη και στις ΗΠΑ-που παραμένουν η μοναδική υπερδύναμη.

Μόνο που η παγκόσμια υπερδύναμη δεν… αισθάνεται και πολύ καλά. Για την ακρίβεια, έχει κουραστεί. Αφυπνίστηκε το 2001 μετά από μια καταστροφική επίθεση στο έδαφός της, επεκτάθηκε υπερβολικά σε πολέμους στον Ισλαμικό κόσμο, και τώρα θέλει να επιστρέψει και να διορθώσει την κατάσταση στο «σπίτι» της.

Πράγματι, το βασικό θέμα της προεκλογικής εκστρατείας του εκλεγμένου προέδρου Ντόναλντ Τραμπ ήταν η ιδέα ότι οι ΗΠΑ θα αποσυρθούν από τις υποχρεώσεις τους στο εξωτερικό, θα βάλει άλλους να επωμιστούν μεγαλύτερο βάρος για την άμυνά τους, και θα αφήσει τις ΗΠΑ να επικεντρωθούν στην ενίσχυση της οικονομικής ανταγωνιστικότητας.

Ο Μπαράκ Ομπάμα, βεβαίως, έχει ήδη ενεργοποιήσει αυτή την τάση. Υπό την προεδρία του, οι ΗΠΑ επέδειξαν εξαιρετική αυτοσυγκράτηση στη Μέση Ανατολή προσπαθώντας ταυτόχρονα να επικεντρωθούν στις πιο μακροπρόθεσμες προκλήσεις –μια στρατηγική που κατά καιρούς λειτούργησε σε βάρος του Ομπάμα, όπως φάνηκε από την άνοδο του Ισλαμικού Κράτους. Η βασική διαφορά μεταξύ του «δόγματος» του Ομπάμα και της απαρχής του «δόγματος» Τραμπ είναι πως ο Ομπάμα εξακολουθούσε να πιστεύει στη συλλογική ασφάλεια και στο εμπόριο ως μηχανισμούς για τη διατήρηση της παγκόσμιας τάξης. Ο Τραμπ πιστεύει πως οι θεσμοί που διέπουν τις διεθνείς σχέσεις είναι «ελαττωματικοί» στην καλύτερη περίπτωση, και περιοριστικοί για τα αμερικανικά συμφέροντα στην χειρότερη περίπτωση.

Όποια και αν είναι η προσέγγιση, το «μάζεμα» είναι εύκολο να γίνει στα λόγια, αλλά δύσκολο στην πράξη, για μια παγκόσμια υπερδύναμη. Όπως είχε πει ο Woodrow Wilson, «Οι Αμερικάνοι είναι συμμετέχοντες, είτε μας αρέσει είτε όχι, στη ζωή του κόσμου». Τα λόγια αυτά της Αμερικανικής εικόνας για τον ιδεαλισμό ισχύουν ακόμα και τώρα που ο ρεαλισμός «σφίγγει τον κλοιό» γύρω από τον κόσμο.

Η αναθεώρηση εμπορικών σχέσεων με τον τρόπο που σκοπεύει να τις αναθεωρήσει η Ουάσινγκτον, για παράδειγμα, μπορεί να ήταν εφικτή πριν από μερικές δεκαετίες, όμως πλέον δεν είναι εφικτή στη σημερινή και εξελισσόμενη παγκόσμια τάξη, όπου τα τεχνολογικά επιτεύγματα στη μεταποίηση προχωρούν με ταχύ ρυθμό και οι οικονομίες –μεγάλες και μικρές- είναι αλληλοσυνδεόμενες στις παγκόσμιες αλυσίδες προμηθειών. Αυτό σημαίνει πως οι ΗΠΑ δεν θα μπορέσουν να κάνουν σαρωτικές και ξαφνικές αλλαγές στην Συμφωνία Ελεύθερου Εμπορίου της Βόρειας Αμερικής. Μάλιστα, ακόμα και αν υπάρξει επαναδιαπραγμάτευση της συμφωνίας, η Βόρεια Αμερική θα εξακολουθήσει να έχει στενότερους εμπορικούς δεσμούς μακροπρόθεσμα.

Ωστόσο, οι ΗΠΑ θα έχουν μεγαλύτερο περιθώριο να επιβάλουν επιλεκτικά εμπορικά εμπόδια στην Κίνα, ιδιαίτερα στον τομέα των μετάλλων. Και ο κίνδυνος κλιμάκωσης της εμπορικής έντασης με το Πεκίνο θα έχει μεγάλες επιπτώσεις. Η προθυμία της Ουάσινγκτον να αμφισβητήσει την πολιτική της «Μίας Κίνας» -κάτι που έκανε για να αποσπάσει εμπορικές παραχωρήσεις από την Κίνα- θα έχει κόστος: το Πεκίνο θα θέσει τους δικούς του μοχλούς στο εμπόριο και την ασφάλεια, που αναπόφευκτα θα παρασύρουν τις ΗΠΑ στο «θέατρο» του Ειρηνικού.

Όμως ο χρόνος δεν είναι σωστός για μια εμπορική διένεξη. Ο Τραμπ θα προτιμούσε να επικεντρωθεί σε ζητήματα στο εσωτερικό των ΗΠΑ και ο κινέζος πρόεδρος Xi Jinping θα προτιμούσε να επικεντρωθεί στην συγκέντρωση πολιτικής εξουσίας εν όψει του 19ου Συνεδρίου του Κόμματος. Άρα, η οικονομική σταθερότητα θα έχει προτεραιότητα έναντι της μεταρρύθμισης και της αναδιάρθρωσης. Αυτό σημαίνει πως το Πεκίνο θα αυξήσει τις επενδύσεις, ακόμα και αν αυτό αυξάνει το επίπεδο του εταιρικού χρέους της Κίνας σε επικίνδυνα ύψη.

Η εικόνα στην Ευρώπη

Αυτή θα είναι μια κρίσιμη χρονιά για την Ευρώπη. Οι εκλογές στους «πυλώνες» της Ευρωπαϊκής Ένωσης –στη Γαλλία και τη Γερμανία- και οι ενδεχόμενες εκλογές στην τρίτη μεγαλύτερη οικονομία της ευρωζώνης –την Ιταλία- θα επηρεάσουν η μια την άλλη και θα απειλήσουν την ίδια την ύπαρξη της ευρωζώνης. Όπως γράφουμε εδώ και χρόνια, η Ευρωπαϊκή Ένωση στο τέλος θα διαλυθεί. Το ερώτημα για το 2017 είναι σε ποιον βαθμό οι εκλογές αυτές θα επιταχύνουν αυτή τη διάλυση. Είτε νικήσουν οι μετριοπαθείς το 2017, είτε οι ακραίοι, η Ευρώπη θα συνεχίσει να οδεύει προς διάλυση  και δημιουργία περιφερειακών μπλοκ.

Ο διχασμός στην Ευρώπη θα αποτελέσει «χρυσή ευκαιρία» για τους Ρώσους. Η Ρωσία θα μπορέσει να «σπάσει» την Ευρωπαϊκή ενότητα σε ό,τι αφορά τις κυρώσεις το 2017 και θα έχει μεγαλύτερο περιθώριο να ενισχύσει την επιρροή της στις συνοριακές χώρες. Η κυβέρνηση Τραμπ, επίσης, ίσως είναι πιο «ανοικτή» σε χαλάρωση των κυρώσεων και σε κάποια συνεργασία στη Συρία, καθώς θα προσπαθήσει να αποκλιμακώσει την σύγκρουση με τη Μόσχα. Όμως, η συμφιλίωση θα έχει όρια. Η Ρωσία θα συνεχίσει να ενισχύει τις άμυνές της και να δημιουργεί «πατήματα» σε διάφορα θέατρα επιχειρήσεων, από τον κυβερνοχώρο μέχρι τη Μέση Ανατολή. Οι ΗΠΑ, από την πλευρά τους, θα συνεχίσουν να προσπαθούν να περιορίσουν τη Ρωσική επέκταση.

Ως μέρος αυτής της στρατηγικής, η Ρωσία θα συνεχίσει να κάνει την «χαλάστρα» και τον «ειρηνοποιό» στη Μέση Ανατολή προκειμένου να διαπραγματευτεί με τη Δύση. Αν και μια ειρηνευτική συμφωνία στη Συρία παραμένει «άπιαστη», η Ρωσία θα μείνει κοντά στην Τεχεράνη καθώς οι σχέσεις ΗΠΑ-Ιράν θα επιδεινώνονται.

Η πυρηνική συμφωνία του Ιράν θα αμφισβητηθεί από αρκετές πλευρές καθώς το Ιράν θα εισέρχεται σε εκλογική χρονιά και η εισερχόμενη αμερικανική κυβέρνηση θα τηρεί μια πιο σκληρή γραμμή έναντι του Ιράν. Ωστόσο, τα αμοιβαία συμφέροντα θα διατηρήσουν στη θέση τους το πλαίσιο της συμφωνίας και θα αποθαρρύνουν αμφότερες τις πλευρές να συγκρουστούν σε περιοχές όπως τα Στενά του Ορμούζ.

Εν τω μεταξύ, ο ανταγωνισμός μεταξύ Ιράν και Τουρκίας θα κλιμακωθεί στη νότια Συρία και στο βόρειο Ιράκ. Η Τουρκία θα επικεντρώσει την προσοχή της στην εδραίωση της δικής της σφαίρας επιρροής και στον περιορισμό της Κουρδικής αυτονομιστικής προσπάθειας, ενώ το Ιράν θα προσπαθήσει να υπερασπιστεί τη δική του σφαίρα επιρροής. Καθώς οι στρατιωτικές επιχειρήσεις θα υποβαθμίζουν το Ισλαμικό Κράτος το 2017, η μάχη για εδάφη, πόρους και επιρροή που θα ακολουθήσει, θα ενταθεί μεταξύ των τοπικών και περιφερειακών «παικτών». Όμως καθώς το Ισλαμικό Κράτος θα αποδυναμώνεται στρατιωτικά, θα καταφύγει σε τακτικές τρομοκρατίας και θα ενθαρρύνει τις επιθέσεις στο εξωτερικό.

Το Ισλαμικό Κράτος δεν είναι η μόνη τζιχαντιστική ομάδα για την οποία θα πρέπει να ανησυχούμε. Καθώς οι «προβολείς» είναι στραμμένοι στο Ισλαμικό Κράτος, η αλ Κάιντα ανοικοδομείται σιωπηρά σε μέρη όπως η Βόρεια Αφρική και η Αραβική Χερσόνησος, και η οργάνωση πιθανότατα θα είναι πιο ενεργή το 2017.

Το πετρέλαιο

Οι τιμές του πετρελαίου θα ανακάμψουν κάπως το 2017, εν μέρει λόγω της συμφωνίας που έκλεισαν οι περισσότερες πετρελαιοπαραγωγικές χώρες (θα πρέπει να σημειωθεί όμως πως καμία χώρα δεν θα τηρήσει πλήρως τις απαιτήσεις για μείωση της παραγωγής).

Ο ρυθμός της ανάκαμψης για την παραγωγή σχιστολιθικού πετρελαίου της Βόρειας Αμερικής θα είναι ο πρωταρχικός παράγοντας που θα επηρεάσει την πολιτική της Σαουδικής Αραβίας σε ότι αφορά την επέκταση και αύξηση των μειώσεων παραγωγής το επόμενο έτος. Και, αν και θα χρειαστεί χρόνος ώστε οι παραγωγοί της Βόρειας Αμερικής να «απαντήσουν» στην ανάκαμψη των τιμών και να αυξήσουν την παραγωγή τους, η Σαουδική Αραβία γνωρίζει πως μια σημαντική αύξηση των τιμών του πετρελαίου είναι απίθανη. Αυτό σημαίνει πως η Σαουδική Αραβία θα παρέμβει ενεργά στις αγορές το 2017 προκειμένου να διατηρήσει την οικονομία σε πορεία εξισορρόπισης στην προμήθεια πετρελαίου, ιδιαίτερα λόγω του σχεδίου της χώρας να πουλήσει μερίδιο 5% της Saudi Aramco το 2018.

Οι υψηλότερες τιμές του πετρελαίου θα ανακουφίσουν τους παραγωγούς του κόσμους, όμως μπορεί να μην βοηθήσουν χώρες με προβλήματα όπως η Βενεζουέλα. Η απειλή χρεοκοπίας της χώρας αιωρείται και οι σοβαρές περικοπές στις εισαγωγές βασικών αγαθών προκειμένου να αποπληρωθούν χρέη θα οδηγήσουν σε κοινωνικές αναταραχές και θα εκθέσουν τα ήδη βαθιά ρήγματα μεταξύ του κυβερνώντος κόμματος και των ενόπλων δυνάμεων.

Οι κεντρικές τράπεζες

Οι αναπτυγμένες αγορές θα δουν επίσης μια σημαντική στροφή το 2017, μια χρονιά κατά την οποία θα επιστρέψει ο πληθωρισμός. Αυτό θα οδηγήσει τις κεντρικές τράπεζες να εγκαταλείψουν τις ανορθόδοξες πολιτικές τους και να εφαρμόσουν μέτρα νομισματικής σύσφιξης. Οι μέρες που οι κεντρικές τράπεζες πλημμύριζαν τις αγορές με ρευστό, τελειώνουν. Το βάρος τώρα θα πέσει στους αξιωματούχους που καταρτίζουν τη δημοσιονομική πολιτική, και οι κρατικές δαπάνες θα αντικαταστήσουν το τύπωμα χρήματος ως πρωταρχική «μηχανή» οικονομικής ανάπτυξης.

Η σύσφιξη της νομισματικής πολιτικής στις ΗΠΑ και η ενίσχυση του δολαρίου θα «ταρακουνήσουν» την παγκόσμια οικονομία στις αρχές του 2017. Οι χώρες που θα επηρεαστούν περισσότερο θα είναι αυτές των αναδυόμενων αγορών με έκθεση χρέους σε δολάρια. Στη λίστα περιλαμβάνονται η Βενεζουέλα, η Τουρκία, η Νότια Αφρική, η Νιγηρία, η Αίγυπτος, η Χιλή, η Βραζιλία, η Κολομβία και η Ινδονησία. Οι πτωτικές πιέσεις στο γουάν και τα σταθερά μειούμενα αποθέματα ξένου συναλλάγματος θα αναγκάσουν την Κίνα να αυξήσει τους ελέγχους στις εκροές κεφαλαίων.

Όσο ήρεμες και αν ήταν οι αγορές τελευταία, όσο και αν σταθεροποιήθηκαν λόγω της επαρκούς ρευστότητας και των περιορισμένων αντιδράσεων στις πολιτικές αναταράξεις, θα είναι πιο ευμετάβλητες το 2017. Με όλες τις εξελίξεις του 2017, από τις απειλές για την ευρωζώνη μέχρι την κλιμάκωση των εμπορικών διαφωνιών, οι επενδυτές θα μπορούσαν να αντιδράσουν με δραματικό τρόπο. Οι τιμές των assets εμφάνισαν αξιοσημείωτες και γρήγορες διακυμάνσεις το πρώτο δίμηνο του 2016. Το 2017 θα μπορούσαμε να δούμε πολλά τέτοια επεισόδια.

Οι ΗΠΑ απομακρύνονται από τις παγκόσμιες εμπορικές πρωτοβουλίες ενώ το Ηνωμένο Βασίλειο, μεγάλος υπέρμαχος του ελεύθερου εμπορίου, χάνει την επιρροή του καθώς αυξάνεται ο προστατευτισμός στην Ευρώπη. Η ανάπτυξη του παγκόσμιου εμπορίου πιθανότατα θα παραμείνει περιορισμένη γενικότερα, όμως οι χώρες που εξαρτώνται από τις εξαγωγές, όπως η Κίνα και το Μεξικό, θα έχουν περισσότερα κίνητρα να προστατεύσουν τις σχέσεις τους με προμηθευτές και να αναζητήσουν επιπλέον αγορές. Οι μεγαλύτερες εμπορικές συμφωνίες θα συνεχίσουν να αντικαθίστανται από μικρότερες και λιγότερο φιλόδοξες συμφωνίες, που θα αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης μεταξύ χωρών και μπλοκ. Άλλωστε, η συμφωνία TTIP και η TPP ήταν και αυτές κομμάτια που προέκυψαν από την κατάρρευση του Γύρου της Ντόχα (ΠΟΕ).

Οι οικονομικές εντάσεις μπορούν να εκδηλωθούν με διάφορους τρόπους, και δεν είναι όλοι δυσοίωνοι. Στην Ιαπωνία, η κυβέρνηση θα είναι ισχυρή θέση το 2017 να προσπαθήσει να εφαρμόσει κρίσιμης σημασίας μεταρρυθμίσεις και να προσαρμόσει τον γηράσκοντα πληθυσμό της στις μεταβαλλόμενες παγκόσμιες συνθήκες. Στη Βραζιλία και την Ινδία, οι προσπάθειες να εκτεθεί και να καταπολεμηθεί η διαφθορά θα διατηρήσουν τη δυναμική τους. Η Ινδία, μάλιστα, έχει κάνει φιλόδοξα βήματα για να φέρει την οικονομία της στον δρόμο της απονομισματοποίησης.

Ο δρόμος αυτός θα μπορούσε να είναι ανώμαλος το 2017, όμως η Ινδία θα αποτελεί μια κρίσιμη περιπτωσιολογική μελέτη για άλλες χώρες, αναπτυγμένες και αναπτυσσόμενες, που θα δελεαστούν από την αποδοτικότητα και τα αποποινικοποιημένα οφέλη μιας οικονομίας χωρίς μετρητά, και οι οποίες έχουν στη διάθεσή τους όλο και περισσότερη τεχνολογία για να εξετάσουν αυτό το ενδεχόμενο.

Καθοριστικό το 2017 για το μέλλον της Ευρώπης

Η χρονιά που έρχεται θα είναι καθοριστική για το μέλλον της Ευρώπης, γράφει το Stratfor. Οι πολλαπλές εκλογικές αναμετρήσεις στα κράτη-μέλη της ΕΕ απειλούν την ένωση ακόμα και με κατάρρευση. Η Ρωσία, αναφέρει το γνωστό think tank, θα παίξει καθοριστικό ρόλο. Υποστηρίζει τους λαϊκιστές της Ευρώπης με στόχο τη διαίρεση, γράφει το Stratfor, και παίζει το ρόλο διαμεσολαβητή στη Μέση Ανατολή έτσι ώστε να μπορεί να διαπραγματεύεται με μεγαλύτερη ευκολία στη Δύση. Όσον αφορά στην Ελλάδα, θεωρεί ότι δεν θα γίνουν εκλογές, καθώς η κυβέρνηση φοβάται το αποτέλεσμα.

Ιδού οι προβλέψεις του Stratfor αναλυτικότερα:

Η κρίση στην Ευρωζώνη μπορεί να μπει σε μια νέα, πιο επικίνδυνη φάση το 2017, σημειώνει, καθώς οι κίνδυνοι αγγίζουν τους μεγαλύτερους οικονομικούς και πολικούς παίκτες της. Κάτι τέτοιο “θα αποτελέσει απειλή για το μέλλον των θεσμών που κυβερνούν την ΕΕ με τρόπο πιο βαθύ απ’ ό,τι πριν”. Οι επερχόμενοι κίνδυνοι θα είναι μεγαλύτεροι για την Ιταλία, τη Γαλλία και τη Γερμανία. “Οι εθνικιστικές δυνάμεις που έχτιζαν όλα αυτά τα χρόνια θα δείξουν τις δυνάμεις τους σε Γερμανία και Γαλλία, πιθανότατα και στην Ιταλία, αν η χώρα πάει σε εκλογές νωρίτερα. Ακόμη κι αν οι δυνάμεις αυτές αποτύχουν να αναδειχθούν νικήτριες, η δημοτικότητά τους θα καταφέρει να επηρεάσει τις αποφάσεις των ηγετών των χωρών αυτών, εντείνοντας τον πολιτικό κατακερματισμό της ΕΕ, αυξάνοντας τις απαιτήσεις για την επιστροφή κυριαρχίας στις εθνικές κυβερνήσεις και οδηγώντας τα κράτη σε ανάληψη περισσότερων μονομερών ενεργειών. Η πολιτική αβεβαιότητα σε αυτές τις χώρες του σκληρού πυρήνα της ΕΕ θα αυξήσει επίσης τους οικονομικούς κινδύνους, ιδίως στον τραπεζικό τομέα”.

Όπως σημειώνει, η ΕΕ, εκτός από αυτές τις προκλήσεις, θα πρέπει να ασχοληθεί και με άλλες, όπως ο Ντόναλντ Τραμπ, ενώ τα εγχώρια πολιτικά προβλήματα θα αποτρέψουν τα κράτη της ΕΕ από την εφαρμογή των οικονομικών και δημοσιονομικών μεταρρυθμίσεων. Δεν αποκλείεται οι χώρες της ανατολικής Ευρώπης να επιδιώξουν περιφερειακές και διμερείς συνεργασίες για να προσπαθήσουν να δείξουν στη Ρωσία ότι λειτουργούν ως ένα ενιαίο μέτωπο.

Οι εξελίξεις στη Γαλλία, τη Γερμανία και την Ιταλία, στις τρεις μεγαλύτερες οικονομίες της Ευρωζώνης, θα επηρεάσουν ολόκληρη την ευρωζώνη. Οι εκλογές στη Γαλλία και τη Γερμανία θα δοκιμάσουν τη γαλλο-γερμανική συμμαχία, πάνω στην οποία ιδρύθηκε η ΕΕ, και η οικονομική απειλή της Ιταλίας θα επηρεάσει τη σταθερότητα της Ευρωζώνης. Θα δημιουργηθεί και πάλι πολιτική ένταση μεταξύ βόρειας και νότιας Ευρώπης, καθώς οι δύο πλευρές έχουν διαφορετικές απόψεις για το μέλλον της Ευρωζώνης, σημειώνει.

Όσον αφορά στη Γαλλία, το Stratfor τονίζει ότι οι μεταρρυθμίσεις θα καθυστερήσουν λόγω εκλογών, ενώ οι προεδρικοί υποψήφιοι έχουν εντελώς διαφορετικές θέσεις όσον αφορά την οικονομία. Το αποτέλεσμα των εκλογών και τα ποσοστά της Μαρίν Λεπέν, ακόμη και αν κερδίσουν οι πιο μετριοπαθείς, θα επηρεάσουν τις κινήσεις της νέας γαλλικής κυβέρνησης. Μεταξύ άλλων, ενδέχεται να είναι πιο επιφυλακτική με το ελεύθερο εμπόριο, να εισαγάγει μέτρα κατά της μετανάστευσης, να πιέσει τις Βρυξέλλες να επανασχεδιάσουν τη συμφωνία για τη ζώνη Σένγκεν και για τη βελτίωση των ελέγχων στα σύνορα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Επίσης, είναι πιθανό να επικρίνει την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, ακόμη και να φτάσει στο σημείο να απαιτήσει τον περιορισμό των ευθυνών της.

Αν οι μετριοπαθείς κερδίσουν, θα ζητήσουν από την Ευρωζώνη επιστροφή εξουσιών στα κράτη-μέλη, ενώ είναι πιθανό να πιέσουν για καλύτερες σχέσεις με τη Ρωσία. Αν κερδίσει η ακροδεξιά Μαρίν Λεπέν, η γαλλική κυβέρνηση θα εισαγάγει μέτρα για τον περιορισμό της ελεύθερης κυκλοφορίας εμπορευμάτων, προσώπων, υπηρεσιών και κεφαλαίων σε ολόκληρη την ΕΕ. Είναι πιθανό επίσης να σχεδιάσει δημοψήφισμα για την αποχώρηση της Γαλλίας από την ΕΕ. Αυτό θα είναι ένα μεγάλο πρόβλημα για την ΕΕ. Χωρίς τη Γαλλία, ένα ιδρυτικό μέλος του οποίου η συμμαχία με τη Γερμανία αποτέλεσε τη βάση για τον σχηματισμό της Ένωσης, η διάλυσή της θα είναι πιθανόν μη αναστρέψιμη. Στην επόμενη κρίση η ΕΕ θα κατακερματιστεί σε μικρότερες περιφερειακές ομάδες. Οι αμφιβολίες για το μέλλον του ευρώ θα προκαλέσουν τριγμούς στις τράπεζες του Νότου και την κατάρρευση της νομισματικής ένωσης.

Η Γερμανία θα προσπαθήσει να κρατήσει την ΕΕ ενωμένη. Αλλά το Βερολίνο “θα δυσκολευτεί”, κατά το Stratfor. Πριν από τις εκλογές στη Γερμανία, δεν θα ληφθεί καμία σημαντική απόφαση για την ΕΕ. Τα αντικρουόμενα εθνικά συμφέροντα μεταξύ των μελών της ΕΕ θα καταστήσουν δύσκολη τη συναίνεση για τη μεταρρύθμιση της Ένωσης. Όπως τονίζει η ανάλυση, δεν θα πρέπει να αναμένονται σημαντικές μεταρρυθμίσεις στην ΕΕ για την οικονομία. “Η Γερμανία και οι βόρειοι γείτονές της, ως συνήθως, θα είναι σε αντίθεση με τη διαχείριση των οικονομιών του νότου. Η κυβέρνηση του Βερολίνου θα παραμείνει επιφυλακτική με θέματα όπως η ελάφρυνση του ελληνικού χρέους ή το περιθώριο χαλάρωσης των στόχων για το έλλειμμα. Η Γερμανία είναι πιθανό να έρθει σε σύγκρουση με την ΕΚΤ, για το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης, με το Βερολίνο και τους βόρειους γείτονές του να υποστηρίζουν τη λήξη του προγράμματος, με την ΕΚΤ να αντιστέκεται.

Η ασφάλεια και η μετανάστευση θα παίξουν ρόλο στις προεκλογικές εκστρατείες στη Γερμανία, ένα πιο διαιρεμένο κοινοβούλιο με μικρότερα κόμματα από την αριστερά και τη δεξιά είναι πιθανό, ωστόσο, κάτι τέτοιο θα δυσκόλευε τις συνομιλίες για τη δημιουργία κυβέρνησης συνασπισμού. Αυτό που θα μπορούσε κατά το Stratfor να αναγκάσει τη Γερμανία να αναλάβει πιο αποφασιστικό ρόλο στην ΕΕ, θα ήταν μια νίκη των ευρωσκεπτικιστικών δυνάμεων στη Γαλλία ή την Ιταλία. Αν κάτι τέτοιο συμβεί, το Βερολίνο θα προσπαθήσει να διατηρήσει την Ένωση και να έρθουν σε συμφωνία με τις νέες αντιευρωπαϊκές κυβερνήσεις για εσωτερικές μεταρρυθμίσεις. Θα κάνει όμως σχέδια και με τους περιφερειακούς συμμάχους της για το ενδεχόμενο η ΕΕ και η Ευρωζώνη να αποσυντεθούν.

Όσο για την Ιταλία, η πολιτική αβεβαιότητα, η χαμηλή οικονομική ανάπτυξη και τα υψηλά επίπεδα χρέους θα εγείρουν και πάλι ερωτήματα για το μέλλον της τρίτης μεγαλύτερης χώρας της ευρωζώνης -και για τη νομισματική ένωση ως σύνολο. Η υπηρεσιακή κυβέρνηση της Ιταλίας θα είναι αδύναμη και οι πρόωρες εκλογές πιθανές. Ανεξαρτήτως από το ποιος θα είναι ο νέος ηγέτης της χώρας, η ιταλική κυβέρνηση θα πιέσει για ευελιξία στους δημοσιονομικούς στόχους της ΕΕ και θα ζητήσει την αλληλεγγύη από τους εταίρους της ΕΕ για την αντιμετώπιση της μεταναστευτικής κρίσης. Η κυβέρνηση της Ρώμης θα είναι επίσης έτοιμη να δράσει μονομερώς και να επικρίνει την Ευρωπαϊκή Ένωση για την επιτυχία των στόχων της.

Αν η Ιταλία πάει σε πρόωρες εκλογές, ο κίνδυνος νίκης των αντιευρωπαϊκών δυνάμεων θα έβλαπτε τις ιταλικές τράπεζες, αυξάνοντας το κόστος δανεισμού και δημιουργώντας πίεση στο ευρώ. Μια νίκη των ευρωσκεπτικιστών θα έθετε την Ιταλία σε πορεία σύγκρουσης με την Ευρωπαϊκή Ένωση. Η πρώτη αντίδραση από τη Γερμανία και τα όργανα της ΕΕ θα ήταν να πείσουν την νέα κυβέρνηση της Ρώμης να μην προχωρήσει σε δημοψήφισμα για την αποχώρηση από το ευρώ. Μακροπρόθεσμα, ωστόσο, ένα τέτοιο δημοψήφισμα θα ήταν δύσκολο να αποφευχθεί. Το 2017, ως εκ τούτου, η Ιταλία θα είναι μία από τις μεγαλύτερες απειλές για το ευρώ.

Η Ολλανδία, μία από τις πλουσιότερες χώρες της ευρωζώνης και ένας σημαντικός παίκτης στη Βόρεια Ευρώπη, θα πραγματοποιήσει γενικές εκλογές το Μάρτιο. Όπως και σε άλλες χώρες της ευρωζώνης, οι ευρωσκεπτικιστικές και αντι-μεταναστευτικές δυνάμεις θα παίξουν και εκεί το ρόλο τους και θα δείξουν το κατά πόσο η δυσαρέσκεια με το status quo είναι μεγάλη. Ακόμη και στην περίπτωση που οι ευρωσκεπτικιστές δεν μπουν στη βουλή, η επιρροή τους θα αναγκάσει την ολλανδική κυβέρνηση να γίνεται όλο και επικριτική με την Ευρωπαϊκή Ένωση, θα αντισταθεί στα σχέδια για την εμβάθυνση της ολοκλήρωσης της ΕΕ και να θα μπει στο λόμπι των χωρών του Βορρά που κριτικάρουν το Νότο.

Η κυβέρνηση μειοψηφίας της Ισπανίας, από την άλλη, θα αναγκαστεί να διαπραγματευτεί με την αντιπολίτευση για να μπορέσει να περάσει διάφορα νομοσχέδια. Αυτό θα οδηγήσει σε μια πολύπλοκη διαδικασία λήψης αποφάσεων και θα αυξήσει την πίεση για κατάργηση κάποιων από τις μεταρρυθμίσεις που εισήχθησαν κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης. Η Καταλονία θα συνεχίσει να πιέζει για την ανεξαρτησία της και θα αμφισβητεί την κυβέρνηση της Μαδρίτης. Σε ορισμένες περιπτώσεις θα την αγνοεί εξ ολοκλήρου σε άλλες θα διαπραγματεύεται μαζί της. Σε κάθε περίπτωση η κυβέρνηση της Μαδρίτης δεν θα επιτρέψει δημοψήφισμα για την ανεξαρτησία της Καταλονίας, ωστόσο, η τελευταία δεν θα εγκαταλείψει τα σχέδιά της. Το Stratfor πάντως εκτιμά, ότι παρά τις πιέσεις, το 2017 η Καταλονία δεν θα κηρύξει μονομερώς την ανεξαρτησία της.

Απίθανο το σενάριο των εκλογών στην Ελλάδα -Η κυβέρνηση φοβάται το αποτέλεσμα

Στην Ελλάδα, η κυβέρνηση θα συνεχίσει να πιέζει τους πιστωτές της για πρόσθετα μέτρα ελάφρυνσης του χρέους, αλλά λόγω των γερμανικών εκλογών η πρόοδος που θα γίνει θα είναι μικρή. Με την ελάφρυνση του χρέους να βρίσκεται προσωρινά εκτός τραπεζιού, η Αθήνα θα απαιτήσει χαμηλότερους στόχους για το δημοσιονομικό πλεόνασμα και θα απορρίψει τις πρόσθετες περικοπές δαπανών. Οι σχέσεις μεταξύ της Αθήνας και των πιστωτών της θα είναι τεταμένες, αλλά θα υπάρχει περιθώριο συμβιβασμού. Το ενδεχόμενο παραίτησης της ελληνικής κυβέρνησης είναι υπαρκτό, αν και φαντάζει απίθανο, καθώς το αποτέλεσμα των εκλογών είναι εξαιρετικά αβέβαιο και η κυβέρνηση δεν έχει καμία εγγύηση ότι θα παραμείνει στην εξουσία.

Ρήγματα στην ΕΕ

Οι χώρες της κεντρικής και ανατολικής Ευρώπης θα προσπαθήσουν να προστατέψουν τους εαυτούς τους από αυτό που λέγεται ρωσική επιθετικότητα -και από την αβεβαιότητα που περιβάλλει την εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ. Αυτή που θα επιβαρυνθεί θα είναι η Πολωνία η οποία θα προσπαθήσει να ενισχύσει την πολιτική, οικονομική και στρατιωτική συνεργασία με τους γείτονές της. Θα υποστηρίξει, επίσης, την κυβέρνηση της Ουκρανίας, πολιτικά και οικονομικά και πιέσει τη Δύση (τα μέλη της ΕΕ πέραν των ανατολικών) να σκληρύνουν τη στάση τους έναντι στη Μόσχα υποστηρίζοντας τη συνέχιση των κυρώσεων, την αύξηση των στρατιωτικών δαπανώ, την υποστήριξη της Ουκρανίας και άλλα (κάτι το οποίο είναι πιθανό να κάνουν τα κράτη της Βαλτικής και η Σουηδία). Αβέβαιοι αν το σύμφωνο της Βαρσοβίας θα στηριχθεί από την κυβέρνηση Τραμπ, η Πολωνία θα εξακολουθήσει τις καλές σχέσεις με το Λευκό Οίκο, καθώς υπερασπίζεται μια μόνιμη παρουσία του ΝΑΤΟ στην περιοχή. Οι χώρες της ευρύτερης περιοχής μπορεί ακόμη να δεσμευτούν στη δαπάνη περισσότερων χρημάτων για την άμυνα.

Φυσικά, όλες οι χώρες δεν θα αντιδράσουν με τον ίδιο τρόπο σε αυτό το νέο γεωπολιτικό περιβάλλον. Η Ουγγαρία ή η Σλοβακία, για παράδειγμα, θα προτιμήσουν να είναι πιο χαλαρές απέναντι στη Ρωσία και θα είναι πιο συγκρατημένες στη λήψη προληπτικών μέτρων. Εντωμεταξύ, οι προσπάθειες της Μόσχας για εκμετάλλευση της διαίρεσης εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης θα στοιχειώσει τις γερμανο-ρωσικές σχέσεις. Η Γερμανία θα προσπαθήσει να διατηρήσει τις κυρώσεις κατά της Ρωσίας, αλλά θα αντιμετωπίσει αντίσταση από κάποια μέλη της ΕΕ, τα οποία μάλλον θα άρουν τις κυρώσεις για να βελτιώσουν τις σχέσεις τους με τη Μόσχα. Η Γερμανία θα υπερασπιστεί επίσης τη συνεργασία στον τομέα της άμυνας και της ασφάλειας ως έναν τρόπο για να ασχοληθεί με την αβεβαιότητα σχετικά με το ΝΑΤΟ και η Ρωσία. Η γερμανική κυβέρνηση θα συνεχίσει να υποστηρίζει την Ουκρανία πολιτικά και οικονομικά, αλλά όχι στρατιωτικά.

Εν τω μεταξύ, η Ρωσία θα εκμεταλλευτεί τη διαίρεση στο εσωτερικό της Ευρωπαϊκής Ένωσης, υποστηρίζοντας τα ευρωσκεπτικιστικά πολιτικά κόμματα σε όλη την ήπειρο και επιδιώκοντας τη συνεργασία με τις φιλικότερες κυβερνήσεις στην ΕΕ. Ορισμένες χώρες, όπως η Ιταλία, η Γαλλία και η Αυστρία, θα υποστηρίξουν τη βελτίωση των σχέσεων με τη Ρωσία, δίνοντας τη Μόσχα μια καλύτερη ευκαιρία για να σπάσει το μπλοκ των κυρώσεων. Έτσι, η χαλάρωση την κυρώσεων της ΕΕ έναντι της Ρωσίας είναι πιθανές.

Σταματώντας τη μετανάστευση στην πηγή της

Για να ανακοπούν οι μεταναστευτικές ροές θα πρέπει μια σειρά από κράτη της ΕΕ να κάνουν ορισμένα πράγματα. Στη δίοδο της Κεντρικής Μεσογείου, οι Βρυξέλλες θα προσπαθήσουν να αποτρέψουν τους μετανάστες να φεύγουν από την Αφρική, μέσω της συνεργασίας τους με τις χώρες καταγωγής τους και σε συνεργασία με τα πρωτογενή κράτη διέλευσης. Αλλά η δυσκολία στην πραγματικότητα στη διακοπή των δρομολογίων από την Αφρική και η απουσία βιώσιμης κυβέρνησης στη Λιβύη θα περιορίσει τις ικανότητες της ΕΕ να σταματήσουν τις μεταναστευτικές ροές μέσω της Μεσογείου.

Στην οδό Κεντρικής Μεσογείου, οι Βρυξέλλες θα προσπαθήσουν να σταματήσουν οι μετανάστες να φύγουν από την Αφρική μέσω της συνεργασίας με τις χώρες καταγωγής τους και σε συνεργασία με τις πρωτογενείς κράτη διέλευσης. Αλλά η δυσκολία στην πραγματικότητα διακοπή δρομολογίων αφρικανική μετανάστευση και η απουσία οποιασδήποτε βιώσιμης κυβέρνησης στη Λιβύη θα περιορίσει την ικανότητα της Ευρωπαϊκής Ένωσης να σταματήσει τη ροή των λαών μέσω της Μεσογείου.

Στην ανατολική Μεσόγειο η ΕΕ θα διατηρήσει ανοιχτή τη γραμμή επικοινωνίας με την Τουρκία, παρά τις πολιτικές διαφορές της με την Άγκυρα. Οι εκλογές στην ΕΕ και οι εσωτερικές διαιρέσεις, ωστόσο, θα αποτρέψουν την ΕΕ από το να ενδώσει σε πολλές από τις απαιτήσεις της Τουρκίας, ιδίως σε εκείνη για την ελεύθερη βίζα. Ένα μικρό παράθυρο για το θέμα θα ανοίξει στους πρώτους μήνες του έτους, αλλά αν δεν σημειωθεί πρόοδος πριν την έναρξη των εκλογικών αναμετρήσεων σε χώρες της ΕΕ (το Μάρτιο στην Ολλανδία), το θέμα θα πάει στην παράταση. Οι συμφωνίες για λιγότερο αμφιλεγόμενα θέματα, όπως το εμπόριο και τα χρήματα θα εγκριθούν ευκολότερα.

Έχοντας επίγνωση του πόσο αναξιόπιστοι είναι οι εξωτερικοί εταίροι τους, τα μέλη της ΕΕ θα προσπαθήσουν να προστατέψουν τους εαυτούς τους όσο το δυνατόν περισσότερο. Θα συνεχίσουν να σκληραίνουν τους εθνικούς μεταναστευτικούς νόμους και να αυξάνουν τις απελάσεις, για να αποθαρρύνουν τους μετανάστες να πηγαίνουν σε αυτές. Σε αντίθετη περίπτωση, η Ευρωπαϊκή Ένωση μπορεί να ενισχύσει τους ελέγχους στα σύνορα, αλλά πάντα θα υπάρχει μια συζήτηση για την αποτυχία των Βρυξελλών να αναπτύξει μια συνεκτική μεταναστευτική πολιτική.

stratfor.com/ euro2day