ΗΠΑ-Τουρκία: Πολιτικές εξελίξεις στο παρασκήνιο

Κάτι «σιγοψήνεται» στο παρασκήνιο μεταξύ ΗΠΑ και Τουρκίας…

Κάποιες ενδείξεις που έρχονται στην επιφάνεια σιγά-σιγά τις τελευταίες ημέρες, οφείλουν να προβληματίσουν σοβαρά την ελληνική πλευρά και να οδηγήσουν σε αναπροσαρμογή της στάσης και της τακτικής, καθώς οι επιπτώσεις στα ελληνικά εθνικά συμφέροντα θα είναι σημαντικές.

Οι ενδείξεις αυτές αφορούν μια σταδιακή στροφή της Ουάσιγκτον επί το… παραδοσιακότερο, δηλαδή την επιστροφή στη γνωστή «συμμαχία» με την Τουρκία στην αντιμετώπιση των περιφερειακών προβλημάτων και εντάσσεται στο συνολικότερο πλαίσιο της «επιστροφής» της αμερικανικής πολιτικής στα «ειωθότα».

Δηλαδή, μετά από τις προεκλογικές «περιπλανήσεις» του επιτελείου του Ντόναλντ Τραμπ, υπάρχουν ενδείξεις ότι η Ουάσιγκτον, όπως έδειξε και η επιστροφή στο ψυχροπολεμικό μοτίβο στις σχέσεις με τη Μόσχα, μελετά σοβαρά το ενδεχόμενο να επιχειρηθεί να «κλειδώσει» την επιστροφή της Άγκυρας στο δυτικό στρατόπεδο, αφήνοντας κατά μέρος σημαντικό μέρος της κριτικής που ασκείται απέναντι στο καθεστώς του προέδρου της, Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν.

Την ερχόμενη Πέμπτη στην Ουάσιγκτον και συγκεκριμένα στο Πεντάγωνο, θα βρεθεί ο υπουργός Άμυνας της Τουρκίας, Φικρί Ισίκ, ο οποίος θα έχει συνάντηση και συνομιλία επί όλων των θεμάτων με τον Αμερικανό ομόλογό του, στρατηγό των Πεζοναυτών εν αποστρατεία, Τζέιμς Μάτις, μια συνάντηση η οποία έχει ιδιαίτερη σημασία, σε αντίθεση από παρόμοιες συναντήσεις του παρελθόντος.

Κάποτε, η έλευση του Τούρκου υπουργού Άμυνας στην Ουάσιγκτον ήταν γεγονός ήσσονος σημασίας εάν μαζί του δεν βρισκόταν και ο αρχηγός του γενικού επιτελείου. Σήμερα, αν έχει πετύχει κάτι ο Ερντογάν, είναι το να θέσει το στράτευμα υπό πολιτικό έλεγχο, κάτι που τον βοηθά να «πουλήσει» την επιτυχία αυτή ως βήμα προς τον εκδημοκρατισμό της Τουρκίας!

Παράλληλα, σε συχνή επικοινωνία βρίσκεται και ο Μεβλούτ Τσαβούσογλου με τον Αμερικανό ομόλογό του, Ρεξ Τίλερσον, ενώ οι τόνοι στις δηλώσεις των Τούρκων για το θέμα της Συρίας έχουν πέσει, δίνοντας την αίσθηση ότι υπάρχει σε εξέλιξη παρασκηνιακή διαδικασία, η οποία «καθησυχάζει» τις τουρκικές ανησυχίες.

Εάν οι υποψίες που διατυπώνονται στο σημείωμα αυτό επαληθευθούν, θα πρέπει να αναμένεται διαφοροποίηση της στάσης των Αμερικανών απέναντι στους Κούρδους της Συρίας, έστω μια προσαρμογή, η οποία θα αλλάξει τα δεδομένα στο έδαφος…

Θα κινείται στην κατεύθυνση της αντιμετώπισης των χειροτέρων σεναρίων που έκαναν την τουρκική πλευρά να βγάζει προς τα έξω έναν τεράστιο «εκνευρισμό», με δηλώσεις απειλητικές κατά πάντων των εμπλεκομένων, προδίδοντας την ανασφάλεια της τουρκικής ηγεσίας, κάτι που σταδιακά δείχνει να «σβήνει».

Οι Αμερικανοί θα μπορούσαν να ποντάρουν στο ότι κάτι τέτοιο θα άλλαζε τα δεδομένα στο έδαφος, θα οριστικοποιούσε το «διαζύγιο» της τουρκικής πλευράς με τη Ρωσία και η όλη υπόθεση θα επέστρεφε στην πεπατημένη, σε σενάρια τα οποία έχει έτοιμα η αμερικανική πλευρά και μπορεί να τα διαχειριστεί χωρίς προβλήματα και εκπλήξεις η γραφειοκρατία του Πενταγώνου και του State Department.

Μια τέτοια ενδεχόμενη στροφή, θα οδηγούσε σε σημαντικές αλλαγές τις οποίες η αμερικανική διπλωματία θα κληθεί να αντιμετωπίσει και δεν αναφερόμαστε σε όσα αφορούν την ελληνική πλευρά, στα οποία θα αναφερθούμε στο τέλος. Τι θα κάνουν άραγε οι Κούρδοι;

Θα στραφούν στη Μόσχα ή θα αναζητηθεί από αμερικανικής πλευράς μια οδός που ναι μεν δεν θα τους επιτρέψει να προχωρήσουν στην ίδρυση κάποιας κρατικής οντότητας, αλλά θα επιβάλει στην Άγκυρα την αποδοχή ενός ενισχυμένου βαθμού αυτοδιάθεσης με περιφερειακή συμφωνία, με τους Κούρδους να το επιλέγουν ως το λιγότερο κακό σενάριο;

Δεν θα πρέπει να λησμονάμε ότι το ζήτημα των Κούρδων και η προοπτική εδαφικού ακρωτηριασμού αφορά τη Συρία, την Τουρκία, το Ιράκ και το Ιράν, οπότε οι ΗΠΑ θα μπορούσαν να επιχειρήσουν να «παίξουν τα ρέστα τους» στην αναβίωση αυτού του σχήματος, θεωρώντας ότι μέσω αυτού θα μπορέσουν να διαχειριστούν καλύτερα την κατάσταση.

Θα πληρώσει μήπως «τη νύφη» το Ιράκ το οποίο θα διαιρεθεί ανάμεσα στην τουρκική και την ιρανική επιρροή, κάτι το οποίο υπό προϋποθέσεις ενδιαφέρει και άλλους «παίκτες» στην περιοχή, εάν αποκόπτει τον χερσαίο «σιιτικό» διάδρομο που επιτρέπει τη «σύνδεση» της σιιτικής ένοπλης οργάνωσης Χεζμπολάχ του Λιβάνου, με το καθεστώς των μουλάδων στην Τεχεράνη; Τραβηγμένο σενάριο που έχει αρκετές παραλλαγές, αλλά ας το κρατήσουμε καλού κακού στο πίσω μέρος» του μυαλού μας.

Επιστρέφοντας στην περίπτωση της Ελλάδας, η κατάσταση χρήζει πολύ προσεκτικής μελέτης και παρατήρησης των εξελίξεων και σε κάθε περίπτωση ετοιμότητα, καθώς οι επιπτώσεις στις επιθυμίες της ελληνικής πλευράς θα είναι δεδομένες και θα αφορούν και τον χώρο του Αιγαίου και της Ανατολικής Μεσογείου.

Οι Ηνωμένες Πολιτείες που σταδιακά δείχνουν να αναλαμβάνουν τον παραδοσιακό ηγετικό γεωπολιτικό ρόλο στην περιοχή είναι φυσιολογικό να αναζητούν πάντα μια «μέση γραμμή», ώστε να επιτυγχάνουν μια ισορροπία που θα εξυπηρετεί τα δικά τους συμφέροντα στην περιοχή και θα διαχειριστούν τις αντιδράσεις που θα υπάρξουν.

Το πρόβλημα για την Ελλάδα είναι, ότι όσο πιο πολύ «φωνακλάς» είναι κάποιος και απειλεί την ισορροπία, στο τέλος της ημέρας παίρνει και τα περισσότερα ως αντάλλαγμα για την απόσπαση της ανοχής και της συναίνεσής του. Κάτι τέτοιο δεν χρειάζεται να αναλύσουμε για ποιον λόγο βολεύει μια χαρά την παγίως φωνασκούσα και απειλούσα τους πάντες Τουρκία.

Η Ελλάδα χρειάζεται σαφές «Σχέδιο Β’», ώστε να είναι σε θέση να διαχειριστεί την κατάσταση εάν όσα προελέχθησαν τα βρούμε μπροστά μας, με στόχο την προάσπιση των εθνικών συμφερόντων και την αποφυγή δυσμενέστατων εξελίξεων.

 

Οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν θα εγκαταλείψουν την Ελλάδα, αλλά θα ήταν μοιραίο σφάλμα να θεωρήσουμε ότι σε περίπτωση αλλαγής – προσαρμογής της στρατηγικής, θα έχουμε περιθωριοποίηση της Τουρκίας και πραγματοποίησης των πιο «τρελών» ονείρων του Ελληνισμού.

Θα πρέπει να επιχειρήσουμε να «διαβάσουμε» την κατάσταση φορώντας «αμερικανικά γυαλιά» και να αντιληφθούμε ότι μια κυβέρνηση που δεν στέκεται και πολύ καλά στα πόδια της ακόμα, όπως αυτή του Ντόναλντ Τραμπ, επιχειρεί τη φυγή – από τα προβλήματα – προς τα εμπρός, κατευνάζοντας το «σύστημα» της Ουάσιγκτον με την επιστροφή στην πεπατημένη…

Σε μια τέτοια κατάσταση, θα πρέπει να περιμένουμε ακόμα και αύξηση της τουρκικής προκλητικότητας, με στόχο να τεθούν τα ζητήματα ενδιαφέροντος της Άγκυρας στο τραπέζι και να δοθούν και από εκεί ανταλλάγματα, στο πλαίσιο του αέναου ανατολίτικου παζαριού που διεξάγει η τουρκική διπλωματία.

Η κατάσταση θα επηρεάσει σαφέστατα το Κυπριακό, με τον Ερντογάν να προβαίνει σε υποτιθέμενες κινήσεις «καλής θέλησης», με αποτέλεσμα η ελληνική – κυπριακή πλευρά να καλείται να κάνει τη δική της κίνηση ανταπόδοσης, αλλιώς θα της καταλογιστεί αδιαλλαξία. Κάπου εκεί θα αντιληφθεί και ο Νίκος Αναστασιάδης τη σημασία του να κάνεις τις όποιες παραχωρήσεις – υποχωρήσεις έχεις αποφασίσεις να αποδεχθείς, στην κατάλληλη συγκυρία και να οχυρώνεσαι πίσω από τη νομιμότητα και τις συμμαχίες.

Διότι εφόσον το μεγάλο στοίχημα στην περιοχή είναι η σταθεροποίηση για την έναρξη αξιοποίησης των υδρογονανθράκων της περιοχής και η προώθησή του στις δυτικές αγορές, ακόμα και χώρες που θεωρούνται σύμμαχοι της ελληνική (ελλαδικής και κυπριακής) πλευράς, ναι μεν δεν θα εγκαταλείψουν την Αθήνα και τη Λευκωσία, δεν θα κινούνται όμως με «παράλληλο βηματισμό», εάν οι όποιες διευθετήσεις θα κατοχυρώνουν τα δικά τους συμφέροντα. Αυτό ας το θυμόμαστε…

Από την άλλη πλευρά, η Ελλάδα θα ανακαλύψει πιθανότατα ότι έστω με την αμερικανική επιδιαιτητική παρουσία, θα πιεστεί ασφυκτικά για να «τακτοποιήσει» και τα τουρκικά συμφέροντα, τα οποία αφορούν τη νομή του πλούτου της περιοχής. Εάν η τουρκική πλευρά είχε περιορισμένους στόχους και δεν έπασχε από το «σύνδρομο του φαταούλα», ενδεχομένως θα μπορούσε να υπάρξει περιθώριο εξεύρεσης μιας χρυσής τομής.

Όταν όμως έχεις απέναντι έναν γείτονα ο οποίος λόγω ισχύος, μεγέθους και γεωστρατηγικής σημασίας, το μόνο που κάνει είναι να θέτει διεκδικήσεις απαιτώντας στη καλύτερη των περιπτώσεων διαμοιρασμό 50-50, εκεί παύει να υπάρχει περιθώριο συνεννόησης.

Κατά συνέπεια, μια ελληνική πολιτική που θα στόχευε στην εξεύρεση λύσεων, καθώς απλός τορπιλισμός των όποιων πρωτοβουλιών να έφερνε την Αθήνα σε επικίνδυνη σύγκρουση με την Ουάσιγκτον, θα βρεθεί εκ των πραγμάτων στο τραπέζι των συζητήσεων και τα υπουργεία Εξωτερικών και Εθνικής Άμυνας θα πρέπει να είναι έτοιμα.

Στόχος δεν θα πρέπει να είναι άλλος από το να χρησιμοποιηθεί η Ουάσιγκτον ως ανάχωμα στους συνήθεις τουρκικούς παραλογισμούς. Όπως οι ΗΠΑ θα διαχειριστούν την κατάσταση στη βόρεια Συρία με τρόπο που κάτι θα δίνει στον καθένα, αλλά όλοι πάλι θα «γκρινιάζουν», κάτι παρόμοιο θα επιχειρηθεί και στην περιοχή μας.

Διαπραγματευτική ισχύ έχουμε και θα πρέπει να αξιοποιηθεί. Την ίδια στιγμή έμφαση θα πρέπει να δοθεί στην πολιτική συμμαχιών με την Αθήνα να κινείται πολυδιάστατα και πολυεπίπεδα, επιχειρώντας να βρει «πατήματα» στην πολιτική που θέλει να ασκήσει για να φέρει αποτέλεσμα, εξυπηρετώντας τις στρατηγικές της επιδιώξεις. Ο χρόνος θα δείξει εάν οι υποψίες που διατυπώθηκαν, θα αποτελέσουν τους δικούς μας «πονοκεφάλους» της επόμενης ημέρας.

Πηγή