Η αμερικανική εταιρία αναλύσεων προσπαθεί να δώσει απάντηση στο αν “Υπάρχει θεραπεία στα οικονομικά προβλήματα της Γαλλίας”

Όπως συνέβη στο μεγαλύτερο μέρος της Μεσογειακής Ευρώπης, η Γαλλία υπέφερε από την οικονομική και χρηματοπιστωτική κρίση του 2008. Η χώρα έπρεπε να απορροφήσει τα υψηλά επίπεδα του ιδιωτικού χρέους που έγινε μη βιώσιμο μετά την κρίση, αυξάνοντας τις δημόσιες δαπάνες και το δημόσιο χρέος από 68% του ΑΕΠ το 2008 σε 97,5% που είναι σήμερα. Τα επίπεδα χρέους της Γαλλίας είναι υψηλότερα από εκείνα των χωρών της Βόρειας Ευρώπης (της Γερμανίας ανέρχεται στο 69,4%, με την Ολλανδία στο 61,4%), αλλά χαμηλότερο από ορισμένες χώρες στο νότο (132,7% στην Ιταλία, 133,4% στην Πορτογαλία).

Με το Σύμφωνο Ανάπτυξης και Σταθερότητας, η ΕΕ θέτει ως στόχο χρέους για τα κράτη μέλη το 60% του ΑΕΠ. Αν και το νούμερο αυτό είναι κάπως αυθαίρετο και ο στόχος αγνοείται γενικώς, η συγκεκριμένη αρχή έχει λογική βάση: Το υψηλό χρέος περιορίζει την ικανότητα της κυβέρνησης να κάνει δημοσιονομικούς ελιγμούς, αυξάνοντας παράλληλα τον κίνδυνο. Η Γαλλία δεν πρόκειται να φτάσει το όριο αυτό σύντομα, αν λάβει κανείς υπόψη ότι από το 2008 κάθε χρόνο το ετήσιο έλλειμμα του προϋπολογισμού της ξεπερνά το επίπεδο του 3% που τίθεται από την Ένωση, με το 2009 να έχει το υψηλότερο ποσοστό 7,2%.  Ωστόσο, τα τελευταία χρόνια, το έλλειμμα έχει μειωθεί, και, αν ο Μακρόν καταφέρει να επιτύχει τους στόχους που περιγράφει στην προεκλογική πλατφόρμα του, το έλλειμα για φέτος θα μπορούσε να πέσει κάτω από το 3%.  Δεδομένου ότι η LePenεξακολουθεί να απαξιώνει τις ευρωπαϊκές απαιτήσεις και ως εκ τούτου τάσσεται υπέρ των δαπανών, δεν πρόκειται καν να επιχειρήσει μια τέτοια μείωση.

Επιπλέον, η γαλλική οικονομία εξέρχεται με αργούς ρυθμούς από την πρόσφατη περίοδο αρκετά χαμηλής ανάπτυξης. Από το 2011 έως το 2014, η Γαλλία δεν ξεπέρασε το 1% στην ανάπτυξη, μια τριετή στασιμότητα, η οποία είχε να παρατηρηθεί από το 1950. Το 2015 και 2016 υπήρξε μικρή ανάπτυξη, αγγίζοντας το 1,2%, μια εντυπωσιακή αντίθεση σε σχέση με τις προηγούμενες ανακάμψεις. (για παράδειγμα, η οικονομία σημείωσε ύφεση 0,6% το 1993 και ανάπτυξη 2,3% το 1994).

Διαρκή προβλήματα

Τα τελευταία πέντε χρόνια της θητείας του αποχωρούντος προέδρου Ολάντ, το πιο πολιτικά πιεστικό οικονομικό ζήτημα είναι η επίμονα υψηλή ανεργία. Παρά τις προσπάθειες για τη μείωση της ανεργίας, αυξήθηκε από 9,7% που ήταν όταν ο Ολάντ ανέλαβε τον Μάιο του 2012 σε 10,5% τον Ιούνιο του 2015. Από τότε είναι πάνω από 10%. Η φύση της γαλλικής αγοράς εργασίας με την ισχυρή προστασία των εργαζομένων, τα γενναιόδωρα επιδόματα ανεργίας και την έλλειψη εξειδικευμένων εργαζομένων που ζητούν οι εργοδότες έχουν συμβάλει στο φαινόμενο αυτό.

Πριν από πάνω από μια δεκαετία, η Γερμανία αντιμετώπισε παρόμοιο πρόβλημα ανεργίας, εφαρμόζοντας σειρά μεταρρυθμίσεων μεταξύ του 2003 και 2005. Οι αποκαλούμενες μεταρρυθμίσεις Hartzάλλαξαν τις σχέσεις μεταξύ αυτών που αναζητούσαν εργασία και των κέντρων απασχόλησης, στοχεύοντας στην ταχύτερη επιστροφή των ανέργων στο εργατικό δυναμικό. Σήμερα, το ποσοστό ανεργίας της Γερμανίας ανέρχεται στο 3,9%. Η Γαλλία προσπάθησε να εφαρμόσει μεταρρυθμίσεις στα εργασιακά, συμπεριλαμβανομένων ορισμένων που οδήγησαν στις ταραχές του 2016, οι προσπάθειές της ωστόσο για την αναδιοργάνωση της αγοράς εργασίας εξακολουθούν να μην ανταποκρίνονται στις συστάσεις του ΔΝΤ.

Στο μεταξύ, το Παρίσι ξοδεύει περισσότερα χρήματα στο εξωτερικό από ό, τι εισπράττει. Αυτό το έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών αποτελεί σύμπτωμα έλλειψης ανταγωνιστικότητας της γαλλικής οικονομίας, υποδεικνύοντας μια αυξανόμενη οικονομική ευπάθεια. Στα συγκεκριμένα γαλλικά προβλήματα συμβάλλουν επίσης τα υψηλά επίπεδα κανονιστικών ρυθμίσεων – στην κατάταξη της Παγκόσμιας Τράπεζας για τη διευκόλυνση των επιχειρήσεων, η Γαλλία είναι 29η, η Γερμανία 17η, και το Ηνωμένο Βασίλειο και οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι στην έβδομη και όγδοη θέση αντίστοιχα. Τα υψηλά επίπεδα δημόσιων δαπανών παρεμποδίζουν περαιτέρω την γαλλική ανταγωνιστικότητα. Το 2015, η κυβέρνηση έκανε δαπάνες ισοδύναμες με το 57% του ΑΕΠ, το υψηλότερο ποσοστό στην Ευρώπη. Οι τράπεζες του Λονδίνου, διερευνώντας τόπους για τη μετακίνηση προσωπικού και δραστηριοτήτων εν αναμονή του Brexitεπικαλούνται τη γαλλική γραφειοκρατία και την υψηλή φορολογία ως λόγους που το Παρίσι δεν είναι τόσο ελκυστικό όσο άλλες οικονομικές πρωτεύουσες, πχ το Δουβλίνο ή η Φρανκφούρτη.

Μιαπιοαισιόδοξηπροοπτική

Παρά το γεγονός ότι η βραδεία ανάπτυξη, η επίμονα υψηλή ανεργία και το αυξανόμενο χρέος αποτελούν ζητήματα που απασχόλησαν την τελευταία προεδρία, πρόσφατα υπήρξαν κάποια σημάδια βελτίωσης. Τον Απρίλιο, στις εκτιμήσεις του για τις παγκόσμιες οικονομικές προοπτικές, το ΔΝΤ προέβλεψε ότι η οικονομική ανάπτυξη της Γαλλίας το 2017 θα ανέλθει στο 1,4%, με αύξηση 1,6% το 2018, υποδηλώνοντας μια αργή και σταθερή ανάκαμψη. Στο μεταξύ, τα βραχυπρόθεσμα δεδομένα ήταν αισιόδοξα, με τον βιομηχανικό δείκτη – μέτρο επιχειρηματικής εμπιστοσύνης – έφτασε τον Μάρτιο στο ανώτατο επίπεδο των τελευταίων 6 χρόνων.

Οι βελτιώσεις αυτές, ωστόσο, συνδέονται περισσότερο με τη γενική βελτίωση των εξωτερικών συνθηκών παρά με τις συγκεκριμένες εξελίξεις στη Γαλλία. Από τα μέσα του 2016 ο πληθωρισμός αυξήθηκε στην παγκόσμια οικονομία, λόγω των υψηλότερων τιμών παραγωγής στην Κίνα, οι οποίες βελτίωσαν τις γενικές οικονομικές προοπτικές. Έτσι, όπως οι προοπτικές της Γαλλίας βελτιώθηκαν, το ίδιο συνέβη και σε ολόκληρη την ευρωζώνη. Σε σύγκριση με άλλες οικονομίες που επλήγησαν από την κρίση, όπως η Ισπανία ή η Ιρλανδία, οι προοπτικές ανάπτυξης της Γαλλίας παραμένουν υποτονικές.  Η ισπανική ανάπτυξη, η οποία έφθασε το 3,2% το 2016, αναμένεται να είναι 2,1% το 2017. Στην Ιρλανδία, όπου η οικονομία αναπτύχθηκε κατά 5,2% το 2016, προβλέπεται ανάπτυξη 3,5% για το 2017. Από τους υπόλοιπους της ευρωζώνης, η γαλλική οικονομία φαίνεται πιο υγιής από την ιταλική, χωρίς αυτό να εκλαμβάνεται ως σημαντικό επίτευγμα, αν λάβει κανείς υπόψη του ότι η Ιταλία παλεύει με ένα από τα υψηλότερα επίπεδα χρέους στην Ευρώπη, έχει έναν τραπεζικό τομέα που παραπαίει και δεν είχε θετική ανάπτυξη μετά την ένταξή της στη νομισματική ένωση.

Επίσης, δεν υπάρχει εγγύηση ότι θα διατηρηθεί η ευρύτερη βελτίωση της παγκόσμιας οικονομίας. Οι κινεζικές τιμές παραγωγής φάνηκαν να φτάνουν στο υψηλότερο σημείο τον Φεβρουάριο, και αν συνεχίσουν έτσι, ενδέχεται να υποχωρήσει η πληθωριστική πίεση στις δυτικές αγορές. Η παγκόσμια οικονομική αισιοδοξία επίσης μεγάλωσε από την προοπτική αύξησης των δαπανών για υποδομές και της φορολογικής μεταρρύθμισης στις Ηνωμένες Πολιτείες. Όμως, καθώς οι προοπτικές αυτές φαίνονται όλο και λιγότερο πιθανές, η Γαλλία και ο νέος της πρόεδρος δεν μπορούν να βασιστούν ότι θα συνεχιστεί η πρόσφατη αυξανόμενη παγκόσμια τάση οικονομικής θετικότητας.

Είτε εκλεγεί ο Macron, είτε η LePen, καθένας τους έχει οπλιστεί με διαφορετική φόρμουλα για το πώς θα αντιμετωπίσει την κατάσταση. Οι πολιτικές που διατύπωσε η LePen, αν επρόκειτο να εφαρμοστούν, θα οδηγούσαν σε ταχεία επιδείνωση ορισμένων από τους οικονομικούς δείκτες της Γαλλίας. Θα επιδιώξει αύξηση του προϋπολογισμού στους τομείς της άμυνας και της αστυνόμευσης, γεγονός που θα οδηγούσε πιθανότατα σε περισσότερες κρατικές δαπάνες, ιδίως επειδή θεωρεί ιερές τις θέσεις εργασίας των δημοσίων υπαλλήλων. Κάθε προσπάθεια της κυβέρνησης για εφαρμογή πολιτικών προστατευτισμού, θα οδηγούσε σε εμπλοκή με την ΕΕ, η οποία ελέγχει τις εμπορικές πολιτικές των μελών της. Ακόμη και αν επικρατούσε (στις εκλογές), οι προστατευτικές πολιτικές θα είχαν πιθανώς αρνητικό αντίκτυπο στην αύξηση του ΑΕΠ. Πιο δραματικά, η πρόταση της για ενδεχόμενη αποχώρηση από το ευρώ, μια παλιά θέση στην προεκλογική της καμπάνιας, θα οδηγούσε τους επενδυτές να πωλούν γρήγορα τα γαλλικά κρατικά ομόλογα και τις τραπεζικές μετοχές, με αποτέλεσμα την αύξηση των αποπληρωμών χρέους και την εξασθένιση του τραπεζικού τομέα.

Ο Macron, αντιθέτως, παρουσίασε ένα πιο ρεφορμιστικό πρόγραμμα. Διατηρώντας το ετήσιο έλλειμμα του προϋπολογισμού κάτω από 3% του ΑΕΠ, θα επιδιώξει να μειώσει τον εταιρικό φόρο, βάζοντας 50 δισεκατομμύρια ευρώ στην οικονομία στα επόμενα πέντε χρόνια, τονώνοντας την ανάπτυξη. Στη διάρκεια της προεδρίας του, θα επιδιώξει επίσης να περιορίσει τις δημόσιες δαπάνες, συμπεριλαμβανομένης της κατάργησης 120.000 κρατικών θέσεων. Το 2015, όταν ήταν υπουργός οικονομικών, δεσμεύθηκε να καταστήσει πιο ευέλικτη την αγορά εργασίας, με μια δέσμη μεταρρυθμίσεων, ονόματι νόμος Macron.

Πολιτικοί περιορισμοί για τον επόμενο πρόεδρο

Οι προεκλογικές δεσμεύσεις συνήθως ξεδιπλώνονται όταν ένας υποψήφιος έρχεται στην εξουσία, και στη Γαλλία, η νίκη στην προεδρία αποτελεί το πρώτο βήμα. Οι βουλευτικές εκλογές σε δύο γύρους στις 11 και 18 Ιουνίου θα αποτελέσουν σημαντική πρόκληση για τον κάθε υποψήφιο. Στο γαλλικό κοινοβούλιο κυριαρχούν επί του παρόντος τα Σοσιαλιστικά και Ρεπουμπλικανικά κόμματα, εκ των οποίων κανένας υποψήφιος δεν είναι μέλος.

Το γαλλικό ημιπροεδρικό σύστημα σχεδιάστηκε για να λειτουργεί αποτελεσματικά μόνο εάν συνεργαστούν ο πρόεδρος και η Εθνοσυνέλευση. Αν κερδίσει η LePen, θα χρειαστεί επίσης να δει καλές επιδόσεις από το Εθνικό Μέτωπο, το οποίο σήμερα έχει μόνο δύο μέλη στη συνέλευση των 577 εδρών. Για τον Mακρόν, εκτός από την είσοδο ενός μεγάλου αριθμού νέων υποψηφίων του κόμματός του «EnMarche!»,  θα χρειαστεί να κάνει συμφωνίες με τα πιο κεντρώα μέλη των υπαρχόντων κομμάτων.

Και οι δύο στρατηγικές είναι πρωτόγνωρες στη δεκαετή ιστορία της Πέμπτης Δημοκρατίας. Ως αποτέλεσμα, φαίνεται πιθανό σε αυτό το σημείο ότι ο επερχόμενος πρόεδρος και η Εθνοσυνέλευση θα είναι σε κόντρα, αναγκάζοντας το σχηματισμό μιας κυβέρνησης “συγκατοίκησης”. Σε περίπτωση που η κυβέρνηση είναι αδύναμη, η πλατφόρμα πολιτικής των υποψηφίων δεν θα τεθεί εύκολα σε εφαρμογή και οι υπάρχοντες περιορισμοί θα παραμείνουν, κατευθύνοντας το μέλλον της γαλλικής οικονομίας.

*Δημοσιεύθηκε στον Τύπο της Κυριακής