Τα περισσότερα μέλη παραδέχονται ότι απαιτούνται μεταρρυθμίσεις στην Ένωση, ωστόσο διαφαίνεται η αδυναμία συμφωνίας για το τι πρέπει να γίνει

 Το 2017, οι φιλοευρωπαϊκές δυνάμεις αντιμετώπισαν τους αμφισβητίες τους για να κρατηθούν στην εξουσία. Το 2018, θα πρέπει να αποφασίσουν τι θα κάνουν στη συνέχεια. Οι μετριοπαθείς υποψήφιοι ανεδείχθησαν νικητές από τις γενικές εκλογές στην Ολλανδία και τη Γαλλία, και το ίδιο πιθανότατα θα ισχύσει και στη Γερμανία τον Σεπτέμβριο. Καθώς η άμεση απειλή για την ευρωπαϊκή ενότητα έχει πιθανότητα περάσει, είναι μια δεκαετία από τότε που για τελευταία φορά η Συνθήκη της Λισαβόνας αναδιαμόρφωσε το θεσμικό πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και γίνεται ολοένα και πιο εμφανές στα μέλη της Ένωσης ότι ήρθε ο καιρός να ξεκινήσουν να κάνουν σχέδια για το μέλλον. Ενώ οι περισσότερες κυβερνήσεις της ΕΕ δέχονται ότι απαιτούνται μεταρρυθμίσεις για την ενίσχυση της Ένωσης και την καλύτερη προετοιμασία της για την αντιμετώπιση μελλοντικών κρίσεων, δεν μπορούν να συμφωνήσουν για το τι ακριβώς πρέπει να γίνει.

Μία από τις πιο εμπεριστατωμένες προτάσεις για την μεταρρύθμιση της ΕΕ διανεμήθηκε το 2015 από τους προέδρους της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Eurogroup. Το έγγραφο, γνωστό ως “Έκθεση των πέντε Προέδρων”, καλεί την Ευρωπαϊκή Ένωση να ενισχύσει την οικονομική σύγκλιση των κρατών-μελών της, προκειμένου να εξασφαλίσει παρόμοιο βιοτικό επίπεδο μεταξύ των χωρών αλλά και εντός αυτών. Για την επίτευξη του στόχου αυτού, η έκθεση αναφέρει ότι τα κράτη μέλη πρέπει να συντονίζουν καλύτερα τις οικονομικές τους πολιτικές, ακολουθώντας τις κατευθυντήριες γραμμές των ευρωπαϊκών θεσμών. Η έκθεση ζητά επίσης τον ενισχυμένο συντονισμό των δημοσιονομικών πολιτικών και την αποτελεσματικότερη εφαρμογή των κοινών στόχων για το χρέος και τα ελλείμματα στην ευρωζώνη. Τέλος, η έκθεση προτείνει την εισαγωγή ενός κοινού σχήματος για την εγγύηση των καταθέσεων για τις ευρωπαϊκές τράπεζες.

Οι προτάσεις της έκθεσης χρησιμοποιούν έννοιες όπως «συντονισμός» και «συνεργασία»,  και κάνουν μόνο έμμεσες αναφορές στις 19 χώρες της ευρωζώνης που εγκαταλείπουν την εθνική κυριαρχία προκειμένου να εξασφαλίσουν βαθύτερη ευρωπαϊκή ενσωμάτωση.  Αλλά και άλλες πρόσφατες ιδέες οδηγούν καθαρά προς αυτή την κατεύθυνση. Ο Γάλλος πρόεδρος EmanuelMacronδήλωσε ότι η ευρωζώνη θα πρέπει να έχει έναν κοινό υπουργό οικονομικών, ο οποίος να διαχειρίζεται έναν κοινό προϋπολογισμό. Λίγο μετά τις γαλλικές εκλογές, η ισπανική κυβέρνηση έστειλε έγγραφο στην Κομισιόν, το οποίο αντανακλούσε τις προτάσεις του Macronγια την ευρωζώνη, προσθέτοντας και κάποιες δικές της, όπως η δημιουργία μιας κοινής ασφάλισης για την ανεργία και η εισαγωγή χρέους που θα εκδίδουν από κοινού τα μέλη της ευρωζώνης. (κοινώς γνωστά ως “ευρωομόλογα”).

Αυτές οι μεταρρυθμιστικές προτάσεις αναγνωρίζουν δύο σημαντικά δεδομένα. Πρώτον, η ευρωζώνη είναι νομισματική ένωση χωρίς (να υπάρχει) δημοσιονομική ένωση. Τα μέλη της μοιράζονται μια νομισματική πολιτική που έχει θέσει η ΕΚΤ, αλλά έχουν δικιές δημοσιονομικές πολιτικές. Δεύτερον, η δημιουργία της ευρωζώνης δεν μείωσε τις οικονομικές ανισότητες μεταξύ των κρατών μελών της. Σε ορισμένες περιπτώσεις, τις διεύρυνε. Για να μεταρρυθμιστεί η ευρωζώνη, οι διαπραγματευτές θα πρέπει να απαντήσουν σε ορισμένα θεμελιώδη ερωτήματα: Ποιανού χρήματα θα δαπανηθούν, πώς και πού;

Σε κάποιο βαθμό η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι ήδη μια ένωση μεταφοράς. Προγράμματα όπως η Κοινή Γεωργική Πολιτική και η Πολιτική Συνοχής έχουν καθαρούς χορηγούς και καθαρούς αποδέκτες: με άλλα λόγια, τα χρήματα που εισπράττονται στη Βόρεια Ευρώπη έχουν ήδη δαπανηθεί στη Νότια και Ανατολική Ευρώπη. Ορισμένες κυβερνήσεις και θεσμικά όργανα της ΕΕ όμως οραματίζονται ένα μέλλον όπου οι μεταφορές αυτές πραγματοποιούνται σε ευρύτερη και βαθύτερη κλίμακα.

Τα περισσότερα σχέδια που επιδιώκουν να αυξήσουν τις δαπάνες σε ολόκληρη την Ένωση, εισάγοντας  μέτρα καταμερισμού των κινδύνων προέρχονται από τη Νότια Ευρώπη. Είναι φυσικό λοιπόν οι πλουσιότερες οικονομίες της Ένωσης να είναι επιφυλακτικές στα σχέδια να ξοδεύουν τα χρήματά τους αλλού. Οι χώρες της Νότιας Ευρώπης συχνά παίζουν το χαρτί της αλληλεγγύης, υποστηρίζοντας ότι για να είναι η Ευρωπαϊκή Ένωση μια πραγματική «ένωση», ο κίνδυνος και οι πόροι πρέπει να μοιράζονται μεταξύ των κρατών μελών της. Οι χώρες της Βόρειας Ευρώπης συχνά απαντούν παίζοντας το χαρτί του ηθικού κινδύνου υποστηρίζοντας ότι θα συμφωνήσουν να θέσουν σε κίνδυνο τον πλούτο τους, μόνο εάν οι Νότιοι δεσμευτούν να έχουν δημοσιονομική υπευθυνότητα. Ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών Wolfgang Schaeuble συμφωνεί με τη Γαλλία ότι η ευρωζώνη χρειάζεται ένα υπουργείο Οικονομικών. Αλλά ενώ η Γαλλία βλέπει ένα υπουργείο που ξοδεύει έναν κοινό προϋπολογισμό για μεγάλα έργα σε ολόκληρο το μπλοκ, η Γερμανία βλέπει ένα υπουργείο που παρακολουθεί στενά τις δαπάνες των κρατών μελών.

Η εθνική ταυτότητα και η κυριαρχία συμβάλλουν στο να εξηγηθούν αυτές οι διαφορές. Πολλοί Ολλανδοί και Φιλανδοί ψηφοφόροι δεν θέλουν οι φόροι τους να δαπανώνται στην Πορτογαλία ή την Ελλάδα. Στο μεταξύ, πολλοί πολιτικοί στην Ιταλία ή την Ισπανία δεν θέλουν να παραδώσουν στους τεχνοκράτες των Βρυξελλών τον έλεγχο των δημοσιονομικών τους πολιτικών (ένα σημαντικό πολιτικό εργαλείο για αυτούς). Η κοινή λογική μεταξύ των θεσμικών οργάνων της ΕΕ είναι ότι, με την πάροδο του χρόνου, οι εθνικές ταυτότητες θα εξασθενούν σε μια υψηλότερη ευρωπαϊκή ταυτότητα. Αλλά ακόμα κι αν συνέβαινε κάτι τέτοιο (το «αν» μεγάλο,  αν λάβει κανείς υπόψη του την ιστορία της Ευρώπης), η αλληλεγγύη σε ολόκληρη την Ένωση παρόλα αυτά μπορεί  να μην είναι εγγυημένη. Εντός της Γερμανίας, μια ομοσπονδιακή δημοκρατία που μεταφέρει χρήματα από πλούσιες περιφέρειες σε φτωχότερες εξακολουθεί να δημιουργεί αντιπαραθέσεις. Τα πλούσια γερμανικά κρατίδια, όπως η Βαυαρία συχνά υποστηρίζουν ότι το σύστημα εμποδίζει τις φτωχότερες περιφέρειες να εισάγουν τις απαραίτητες οικονομικές μεταρρυθμίσεις, επιτρέποντάς τους να παραμένουν αναποτελεσματικές. Αυτό είναι το ίδιο επιχείρημα που χρησιμοποιούν ορισμένοι Γερμανοί πολιτικοί για τα ελληνικά προγράμματα διάσωσης. Οι Βαυαροί  φορολογούμενοι μπορεί να αισθάνονται τη γερμανική ταυτότητα, αλλά είναι φυσικό να απαιτούν ότι οι φόροι που συλλέγονται στη Βαυαρία , δαπανώνται εκεί.

Οι συζητήσεις αυτές ήταν συχνές στη διάρκεια της οικονομικής κρίσης στην Ευρώπη. Τη τελευταία δεκαετία η μεταρρύθμιση της Συνθήκης είχε τεθεί εκτός συζήτησης, και διότι η Ευρωπαϊκή Ένωση αντιμετώπιζε πιο άμεσα προβλήματα και επειδή οι κυβερνήσεις δεν ήθελαν να διαπραγματευτούν μια νέα συνθήκη σε μια εποχή βαθύτατου πολιτικού κατακερματισμού. Όταν τελειώσει η εκλογική περίοδος στη Γερμανία, και με την ανάπτυξη των οικονομιών, όπως π.χ. της Ισπανίας, οι συζητήσεις περί μεταρρύθμισης πιθανόν να επιστρέψουν. Ως η μεγαλύτερη οικονομική και πολιτική δύναμη στην Ευρωπαϊκή Ένωση, η Γερμανία θα αντιμετωπίσει ένα παλιό δίλημμα: πώς να διατηρήσει τη συμμαχία της με τη Γαλλία προστατεύοντας παράλληλα τον εθνικό της πλούτο. Είναι απίθανο η Γερμανία να δεχτεί μέτρα επιμερισμού του κινδύνου στην ευρωζώνη, χωρίς πρώτα να ζητήσει εγγυήσεις. Και ακόμα και αν η Γερμανία έκανε παραχωρήσεις για χάρη της γαλλο-γερμανικής συμμαχίας, το Βερολίνο θα πρέπει να πείσει τους συμμάχους του στη Βόρεια Ευρώπη να ακολουθήσουν το ίδιο παράδειγμα.

Στις 20 Ιουνίου, η Γερμανίδα καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ κατέστησε φανερό αυτό το δίλημμα, όταν είπε ότι το Βερολίνο είναι έτοιμο να συζητήσει τις προτάσεις του Παρισιού για μεταρρύθμιση της ευρωζώνης, αλλά μόνο εάν πληρούνται ορισμένες προϋποθέσεις. Η Μέρκελ απέκλεισε τη συγκέντρωση χρέους στην ευρωζώνη και προειδοποίησε ότι «δεν θα δημιουργήσει κίνδυνο σε λάθος μέρη». Τα επόμενα χρόνια, η Γερμανία θα θελήσει να διατηρήσει τους στενότερους δυνατούς δεσμούς με τη Γαλλία και οι δύο κυβερνήσεις θα καταβάλουν έντιμες προσπάθειες να προχωρήσουν τη διαδικασία της ολοκλήρωσης της ηπειρωτικής ενσωμάτωσης. Τα προβλήματα, ωστόσο, που θα βρουν μπορεί να αποδειχθούν μεγαλύτερα από τις ειλικρινείς τους προθέσεις.

*Δημοσιεύθηκε στον Τύπο της Κυριακής