Τι λέει η αμερικανική εταιρεία γεωπολιτικών αναλύσεων για τα τεκταινόμενα στην Ισπανία

Στο ερώτημα για την πιθανή αντίδραση της Μαδρίτης στη διαδικασία ανεξαρτησίας της Καταλονίας, πολλοί Καταλανοί έλεγαν, «μόλις στείλουν τα τανκς, θα έχουν χάσει τη μάχη». Την 1η Οκτωβρίου, η ισπανική κυβέρνηση δεν έστειλε στρατό να εμποδίσει το δημοψήφισμα ανεξαρτησίας. Αλλά έστειλε την αστυνομία, με αποτέλεσμα τις συγκρούσεις που,  σύμφωνα με τις καταλανικές αρχές, άφησαν περισσότερους από 800 τραυματίες. Και οι εικόνες των αστυνομικών να επιτίθενται σε σχολεία, να κατάσχουν κάλπες, και να χρησιμοποιούν βία εναντίον των ψηφοφόρων, για τα επόμενα χρόνια θα έχουν απήχηση και στο εσωτερικό αλλά και στο εξωτερικό. Τα γεγονότα της περασμένης Κυριακής όχι μόνο επιδείνωσαν τη χειρότερη πολιτική κρίση της Ισπανίας από τότε που αποκαταστάθηκε η δημοκρατία πριν από τέσσερις δεκαετίες, αλλά έδωσαν στο κίνημα ανεξαρτησίας μια σοβαρή δυναμική, την οποία η Μαδρίτη θα προσπαθήσει σκληρά να σταματήσει.

Τις εβδομάδες που προηγήθηκαν του δημοψηφίσματος, η στρατηγική της ισπανικής κυβέρνησης ήταν να το απονομιμοποιήσει, διακόπτοντας την διοργάνωσή του. Από καθαρά υλικοτεχνική άποψη, το πέτυχαν σε κάποιο βαθμό. Αρκετά εκλογικά κέντρα ήταν κλειστά και κατασχέθηκαν οι κάλπες, αναγκάζοντας τους πολίτες να ψηφίσουν υπό ασυνήθιστες συνθήκες, χωρίς έγκυρους εκλογικούς καταλόγους και χωρίς κανέναν έλεγχο που να τους εμποδίζει να ψηφίσουν πολλές φορές. Κατά συνέπεια, το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος – στα οποία το 90% των ψηφοφόρων ήταν υπέρ της ανεξαρτησίας, με ποσοστό συμμετοχής περίπου στο 40% σύμφωνα με την καταλανική κυβέρνηση – δεν μπορεί να θεωρηθεί αξιόπιστο.

Αλλά έστω και αν το ισπανικό κράτος πέτυχε μια μερική νίκη στον τομέα της υλικοτεχνικής υποδομής, αυτό είχε υψηλό πολιτικό κόστος. Ακόμα και αν το γεγονός ότι δικαστής εξουσιοδότησε την αστυνομική καταστολή των ψηφοφόρων (το Συνταγματικό Δικαστήριο είχε απαγορεύσει το δημοψήφισμα), προκάλεσε σοκ στους Καταλανούς και τη διεθνή κοινή γνώμη. Η επακόλουθη ειρηνική ανυπακοή εκατοντάδων χιλιάδων Καταλανών έδωσε στη διαδικασία ανεξαρτησίας την εικόνα νομιμότητας που δεν είχε πριν. Έτσι, παρόλο που πολλά από τα επιχειρήματα της κυβέρνησης της Καταλονίας περί ανεξαρτησίας είναι αμφίβολα, οι ενέργειες της Μαδρίτης έχουν δώσει στη Βαρκελώνη επιπλέον δικαιολογία για μονομερή κήρυξη ανεξαρτησίας.

Από την αρχή, η στρατηγική του Ισπανού Πρωθυπουργού MarianoRajoyγια την αντιμετώπιση της καταλανικής κατάστασης ήταν αμφιλεγόμενη. Πολλά κόμματα της αντιπολίτευσης αμφισβήτησαν ότι η Μαδρίτη είχε σχεδόν αποκλειστικά εστιάσει στο γεγονός ότι το δημοψήφισμα είναι παράνομο, και ζήτησαν από την κυβέρνηση να χαμηλώσει την ένταση και να αποδυναμώσει το αυτονομιστικό κίνημα, κάνοντας πολιτικές κινήσεις, όπως θετικές δημοσιονομικές και θεσμικές μεταρρυθμίσεις. Αλλά ενώ η ισπανική κυβέρνηση θα μπορούσε να επιλέξει μια διαφορετική στρατηγική για την αντιμετώπιση της καταλανικής κρίσης, εξακολουθούν να υπάρχουν σαφείς περιορισμοί που περιορίζουν το περιθώριο ελιγμών της.

Η ορεινή γεωγραφία της Ισπανίας έχει οδηγήσει στην εμφάνιση ισχυρών περιφερειακών ταυτοτήτων που δεν εμπιστεύονται την κεντρική κυβέρνηση. Για τους προηγούμενους πέντε αιώνες, οι διαδοχικές ισπανικές κυβερνήσεις επέλεξαν μια προσέγγιση τύπου «μαστίγιο και καρότο» για να αποτρέψουν τη διάλυση της χώρας. Ο 20ος αιώνας προσφέρει σαφή παραδείγματα και των δύο: Ενώ η δικτατορία του FranciscoFrancoαπό το 1939 έως το 1975 προσπάθησε να καταπνίξει τις περιφερειακές ταυτότητες της Ισπανίας, αρνούμενος τα πολιτικά και πολιτιστικά δικαιώματα τους, το σύνταγμα του 1978 δημιούργησε ένα από τα πιο αποκεντρωμένα πολιτικά συστήματα στην Ευρώπη, δίνοντας σε ισπανικές περιοχές μεγάλο βαθμό αυτονομίας.

Το σύστημα αυτό είχε ως στόχο να μειώσει τη φυσική τάση της Ισπανίας προς κατακερματισμό, χωρίς όμως να την εξαλείψει τελείως, και η Ισπανία σήμερα εξακολουθεί να είναι διαιρεμένη. Η σημερινή συντηρητική κυβέρνηση στη Μαδρίτη είναι απίθανο να εγκρίνει ένα νόμιμο δημοψήφισμα στην Καταλονία, καθώς θα ανοίξει την πόρτα και σε άλλες περιοχές – κυρίως στη χώρα των Βάσκων και, σε μικρότερο βαθμό, τη Γαλικία – για να ζητήσουν το ίδιο. Ακόμα και μια προοδευτική διοίκηση θα αντιμετώπιζε με σκεπτικισμό τυχόν αποφάσεις που θα μπορούσαν να οδηγήσουν στη διάλυση της χώρας.

Έπειτα, υπάρχει και το θέμα της συναισθηματικής σχέσης μεταξύ Καταλονίας και Ισπανίας, η οποία έχει επιδεινωθεί την τελευταία δεκαετία. Μία οικονομική κρίση, το αυξανόμενο αντισυστημικό αίσθημα, τα επαναλαμβανόμενα σκάνδαλα διαφθοράς και τα αμφιλεγόμενα πολιτικά γεγονότα, όπως η απόφαση του ισπανικού Συνταγματικού Δικαστηρίου να εμποδίσει το 2010 τμήματα του καθεστώτος αυτονομίας της Καταλονίας, κατέστρεψαν την εικόνα του ισπανικού κράτους στα μάτια πολλών Καταλανών. Η κυβέρνηση της Καταλονίας, με τη σειρά της, έχει καταβάλει προσπάθειες για την εμβάθυνση του εθνικιστικού και αντι-ισπανικού συναισθήματος στην περιοχή. Στην περιοχή κυριαρχήσει ένα ισχυρό αφήγημα, παρουσιάζοντας το ισπανικό κράτος ως κάτι ξένο, μακρινό και εχθρικό προς την Καταλονία. Ως αποτέλεσμα, μεταξύ του 2007 και του 2017, η στήριξη για την ανεξαρτησία της Καταλονίας αυξήθηκε από το 20% περίπου στο περίπου 50%.

Οι δημοσκοπήσεις πριν από την 1η Οκτωβρίου έδειχναν ότι ένα σημαντικό μέρος της καταλανικής κοινωνίας θα καλωσόριζε θεσμικές μεταρρυθμίσεις που θα έδιναν στην Καταλονία να έχει μεγαλύτερο έλεγχο των φόρων της, διατηρώντας την περιοχή εντός της Ισπανίας. Η Καταλονία αντιπροσωπεύει περίπου το 20% του ισπανικού ΑΕΠ και η Μαδρίτη θα ήταν απρόθυμη να παρατήσει σημαντικά χρηματικά ποσά που χρησιμοποιεί για να διοικηθεί το κράτος, δαπανώντας τα σε άλλες περιοχές. Ωστόσο αυτές οι μεταρρυθμίσεις μπορεί να εμποδίσουν τη διάλυση της χώρας, έστω και αν δεν βρίσκονται επί του παρόντος σε συζήτηση. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι η Μαδρίτη και η Βαρκελώνη παρουσίασαν τη διαφωνία τους ως παιχνίδι μηδενικού αποτελέσματος, στο οποίο ένα από τα δύο μέρη πρέπει να ηττηθεί.

Τα γεγονότα της Κυριακής μόνο επιδείνωσαν την κατάσταση, επειδή η κυβέρνηση της Καταλανίας είναι πλέον ένα βήμα πιο κοντά στη διακήρυξη της ανεξαρτησίας, γεγονός που θα μπορούσε να αναγκάσει τη Μαδρίτη να αντιδράσει, αναστέλλοντας την αυτονομία της Καταλονίας ή ζητώντας πρόωρες περιφερειακές εκλογές. Την στιγμή που και οι δύο αυτές επιλογές θα απομάκρυναν από την εξίσωση την τρέχουσα καταλανική ηγεσία – την οποία η Μαδρίτη δεν θεωρεί έγκυρη-, θα οδηγούσαν μόνο σε πρόσθετες κοινωνικές αναταραχές και ενδεχομένως σε νέα επεισόδια βίας. Επιπλέον, η αναστολή της αυτονομίας ή η διεξαγωγή πρόωρων περιφερειακών εκλογών, χωρίς πρώτα την προηγούμενη εισαγωγή πραγματικών θεσμικών μεταρρυθμίσεων σε εθνικό επίπεδο, δεν θα επέτρεπαν την επίλυση της κρίσης. Το συναίσθημα υπέρ της ανεξαρτησίας είναι απίθανο να φύγει στο άμεσο μέλλον.

Σε αυτό το πλαίσιο,  η μειοψηφική κυβέρνηση του Rajoyθα μπορούσε να γίνει εύθραυστη στο εσωτερικό και σε διεθνές επίπεδο. Μέχρι στιγμής, δύο από τα τρία μεγαλύτερα κόμματα της αντιπολίτευσης στην Ισπανία υποστήριξαν την απόφαση της Μαδρίτης να μπλοκάρει το καταλανικό δημοψήφισμα. Όμως, οι εικόνες της αστυνομίας να καταστείλουν τους ψηφοφόρους, δυσκολεύοντας τα κόμματα να είναι με το μέρος της κυβέρνησης του Rajoy. Το ίδιο ισχύει και για την Ευρωπαϊκή Ένωση, η οποία στήριξε τον Rajoyπριν το δημοψήφισμα, αλλά επέλεξε να παραμείνει σιωπηλή, όπως εξελίχθηκαν τα γεγονότα της 1ης Οκτωβρίου. Σε περίπτωση που αυξηθούν οι κοινωνικές αναταραχές στην Καταλονία, η Ένωση θα αλλάξει πιθανώς την άποψή της για την κρίση΄, ότι δηλαδή αποτελεί εσωτερικό ζήτημα, πιέζοντας τη Μαδρίτη να διαπραγματευτεί κάποιον συμβιβασμό. Άλλωστε, οι Βρυξέλλες και πολλές κυβερνήσεις της Ένωσης, είναι απίθανο να ανεχθούν μια παρατεταμένη αστάθεια στην τέταρτη μεγαλύτερη οικονομία της ευρωζώνης. Πράγματι, στις 2 Οκτωβρίου, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή κάλεσε “όλες τις σχετικές πλευρές” στο δημοψήφισμα να «περάσουν σύντομα από την αντιπαράθεση στο διάλογο».

Τα πράγματα στην Καταλονία είναι πιθανό να επιδεινωθούν πριν βελτιωθούν. Ακόμη και αν η ισπανική κυβέρνηση κατορθώσει να κρατήσει τη χώρα ενωμένη, η κρίση θα αφήσει σημάδια –μεγάλης διάρκειας-, τα οποία θα διαμορφώσουν την ισπανική πολιτική για τα επόμενα χρόνια.