To διασπασμένο εκλογικό σώμα & οι προοπτικές σχηματισμού κυβερνητικού συνασπισμού

Ο ρόλος της Γερμανίας ως φάρος πολιτικής σταθερότητας και προβλεψιμότητας στην Ευρώπη τίθεται πλέον εν αμφιβόλω. Στις 19 Νοεμβρίου κατέρρευσαν οι διαπραγματεύσεις για το σχηματισμό κυβέρνησης, μετά την αποχώρηση του Ελεύθερου Δημοκρατικού Κόμματος (FDP), ανοίγοντας μια περίοδο παρατεταμένης πολιτικής αβεβαιότητας. Προσπαθώντας να αποφευχθεί αυτό το ενδεχόμενο, για εβδομάδες, διαπραγματεύονταν πάνω σε αμφιλεγόμενα ζητήματα,  όπως η μετανάστευση, το περιβάλλον και οι φόροι, η συντηρητική Χριστιανοδημοκρατική Ένωση της καγκελαρίου Μέρκελ (CDU), το αδελφό κόμμα της Βαυαρίας, η Χριστιανική Κοινωνική Ένωση (CSU) και το κόμμα των Πρασίνων. Τώρα, τα γερμανικά κόμματα και ο Γερμανός πρόεδρος Frank-Walter Steinmeier πρέπει να αποφασίσουν τι θα κάνουν στη συνέχεια. Η υπόλοιπη Ευρώπη θα παρακολουθεί επίσης, περιμένοντας τον διορισμό της νέας κυβέρνησης στο Βερολίνο, προτού μπορέσει να συνεχίσει τις συνομιλίες για το μέλλον της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Η Γερμανία είναι διασπασμένη

Η πολιτική μάχη στη Γερμανία αποτελεί συνέπεια του αποτελέσματος των γενικών εκλογών της 24ης Σεπτεμβρίου, δημιουργώντας ένα κατακερματισμένο κοινοβούλιο. Τα μεγαλύτερα κόμματα της Γερμανίας, το CDUκαι το κεντροαριστερό Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα (SDP), έχασαν στήριξη που πήγε σε μικρότερα κόμματα, όπως το FDP, τους Πράσινους, το κόμμα Εναλλακτική για την Γερμανία –AfD- (που αντιτίθεται στην μετανάστευση), και το ακροαριστερό Η Αριστερά. Η μικρότερη στήριξη προς το CDUκαι το SPD, που για πολλά χρόνια κυβερνούσαν τη Γερμανία ως μεγάλος συνασπισμός, μπορεί να αποδοθεί εν μέρει στην κούραση των ψηφοφόρων, αλλά και στην προσφυγική κρίση. Η απόφαση της Μέρκελ το 2015 να ανοίξει τα σύνορα της Γερμανίας σε εκατοντάδες χιλιάδες Σύριους, που αιτούνταν άσυλο ανησύχησε μέρος του εκλογικού σώματος, γεγονός που βοήθησε το AfDνα έχει δυνατές επιδόσεις στις εκλογές και ήταν ένας από τους λόγους για τους οποίους οι συνομιλίες για τον συνασπισμό κατέρρευσαν: Τα κόμματα απλώς δεν μπορούσαν να συμφωνήσουν στη μελλοντική γερμανική πολιτική για τους πρόσφυγες. Το CSUκαι το FDPήθελαν να θέσουν ετήσιο ανώτατο όριο για τους αιτούντες άσυλο, καθιστώντας δυσκολότερη για τους πρόσφυγες την επανένωση των οικογενειών τους, ώστε να αποτραπεί η είσοδος επιπλέον μεταναστών στη χώρα. Οι Πράσινοι και κάποιοι από το CDUαντιτάχθηκαν στην πρόταση. Παρά το γεγονός ότι ο αριθμός των προσφύγων που εισέρχονται στην Ευρώπη από τότε έχει μειωθεί, το θέμα συνεχίζει να διαμορφώνει τη γερμανική πολιτική.

Τις επόμενες ημέρες, τρία σενάρια είναι πιθανά. Πρώτον, το CDUθα μπορούσε να αναζητήσει μια ακόμα συμμαχία με το SPD, το οποίο απέρριψε αυτό το ενδεχόμενο στις 20 Νοεμβρίου, επειδή θέλει να μείνει για λίγο χρόνο στην αντιπολίτευση, ώστε να γίνει πιο ελκυστικό για τους ψηφοφόρους μελλοντικά. Ωστόσο, η προοπτική μιας παρατεταμένης πολιτικής αβεβαιότητας θα μπορούσε να κάνει το κόμμα να αλλάξει γνώμη, αν και φαίνεται απίθανο.

Το δεύτερο σενάριο περιλαμβάνει το σχηματισμό κυβέρνησης μειοψηφίας. Η κυβέρνηση της Μέρκελ θα χρειαζόταν στήριξη από τα κόμματα της αντιπολίτευσης για την κατά περίπτωση ψήφιση νομοσχεδίων. Η Γερμανία, ωστόσο, δεν είχε ποτέ μια κυβέρνηση μειοψηφίας, με την Μέρκελ να δηλώνει στις 20 Νοεμβρίου ότι αυτή δεν είναι η επιλογή που προτιμά. Ειδικότερα, (κάτι τέτοιο) θα άνοιγε την πόρτα στην ενδεχόμενη κοινοβουλευτική συνεργασία με ακροδεξιούς βουλευτές του AfDγια την ψήφιση νομοσχεδίων.

Το τρίτο σενάριο περιλαμβάνει τη διάλυση της Bundestagαπό τον Γερμανό πρόεδρο και την προκήρυξη νέων εκλογών. Ωστόσο, πριν να διαλυθεί η Βουλή, οι βουλευτές θα πρέπει να προσπαθήσουν να διορίσουν νέο καγκελάριο, μια διαδικασία που θα διαρκέσει έως και τρεις εβδομάδες. Στη συνέχεια, ο Steinmeierθα προκηρύξει νέες εκλογές εντός 60 ημερών, γεγονός που σημαίνει ότι οι εκλογές δεν μπορούν να γίνουν πριν τις αρχές Μαρτίου. Το πρόβλημα είναι ότι οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι οι νέες εκλογές θα οδηγήσουν σε μια παρόμοια κατακερματισμένη Bundestag, οδηγώντας και πάλι σε πολυμερείς συνομιλίες για τον σχηματισμό συνασπισμού. Στις 20 Νοεμβρίου, ο Steinmeierτάχθηκε εναντίον νέων εκλογών, επισημαίνοντας ότι τις επόμενες ημέρες θα διεξάγει συνομιλίες με όλα τα κόμματα στο γερμανικό κοινοβούλιο για να βρεθεί πιθανή κυβέρνηση.

Η Ευρώπη παρακολουθεί

Η υπόλοιπη Ευρώπη περιμένει τον σχηματισμό της νέας γερμανικής κυβέρνησης, πριν την λήψη σημαντικών αποφάσεων. Η κατάρρευση των συνομιλιών θα παρατείνει αυτή την αναμονή. Στη Σύνοδο κορυφής της 14ης-15ης Δεκεμβρίου, τα κράτη-μέλη της ΕΕ επρόκειτο να συζητήσουν θέματα, όπως οι μεταρρυθμίσεις στην ευρωζώνης και η μετανάστευση, αλλά με τη Γερμανία υπό προσωρινή κυβέρνηση, η Σύνοδος δεν μπορεί να λάβει τόσο σημαντικές αποφάσεις, όπως αρχικά θεωρούσαν.

Η κατάσταση είναι ιδιαίτερα απογοητευτική για τη Γαλλία. Τις τελευταίες εβδομάδες, η γαλλική κυβέρνηση υπέβαλε αρκετές προτάσεις για τη μεταρρύθμιση της ευρωζώνης, συμπεριλαμβανομένης της δημιουργίας ξεχωριστού προϋπολογισμού για τη ζώνη του κοινού νομίσματος και την ολοκλήρωση της τραπεζικής ένωσης. Μια γερμανική κυβέρνηση μειοψηφίας θα βλάψει την ατζέντα του Παρισιού, επειδή το Βερολίνο θα πρέπει να διαπραγματεύεται κάθε γαλλική πρόταση με την αντιπολίτευση. Σε ορισμένες περιπτώσεις, το Βερολίνο θα μπορούσε ακόμη και να χρησιμοποιήσει την κατάσταση ως δικαιολογία για να αντιταχθεί εντελώς στις γαλλικές ιδέες. Στην περίπτωση προκήρυξης πρόωρων εκλογών, η Γερμανία θα αρνηθεί να δεσμευτεί για την όποια σημαντική μεταρρύθμιση στην ευρωζώνη μέχρι τις εκλογές. Και ακόμη και τότε, οι εκτενείς συνομιλίες για το σχηματισμό συνασπισμού θα καθυστερούσαν την έναρξη των διαπραγματεύσεων με τη Γαλλία τουλάχιστον μέχρι τα μέσα του 2018. Η επόμενη κυβέρνηση στο Βερολίνο θα μπορούσε να περιλαμβάνει το CDU, το SPDή τους Πράσινους, που θα υποστήριζαν την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση. Αλλά μια νέα κυβέρνηση, που θα περιελάμβανε το FDPθα ήταν πιο ευρωσκεπτικιστική. Επιπλέον, εάν η Μέρκελ δεν είναι υποψήφια για την καγκελαρία στις εκλογές, το CDUθα μπορούσε να κινηθεί προς πιο ευρωσκεπτικιστικές θέσεις, περιπλέκοντας περαιτέρω τα σχέδια της Γαλλίας. Ένας άλλος κίνδυνος που αντιμετωπίζει το Παρίσι είναι ότι, καθώς θα καθυστερούν οι συνομιλίες για τον γερμανικό συνασπισμό, η δυναμική των μεταρρυθμίσεων σε επίπεδο ΕΕ, θα μπορούσε να χαθεί.

Αλλά η Γαλλία έχει και μια ευκαιρία. Με το Βερολίνο να εστιάζει την προσοχή του σε εσωτερικά ζητήματα, η γαλλική κυβέρνηση θα μπορούσε να εντείνει τις προσπάθειές της για άσκηση παρασκηνιακής πίεσης στην Ευρώπη, προκειμένου να κερδίσει στήριξη για τις προτάσεις της αναφορικά με τις μεταρρυθμίσεις. Αν και το Παρίσι θα προσπαθήσει να γεμίσει το κενό εξουσίας στην Ευρώπη που άφησε η Γερμανία, η γαλλική διπλωματική προσπάθεια πιθανότατα δεν θα είναι αρκετή για να καθησυχάσει τη Βόρεια Ευρώπη για τις μεταρρυθμίσεις της ευρωζώνης.

Σε μικρότερο βαθμό, τα εσωτερικά προβλήματα της Γερμανίας θα μπορούσαν να επηρεάσουν και τη διαδικασία του Brexit. Μια ειδική ομάδα, τοποθετημένη από ΕΈ, διεξάγει πολλές από τις συνομιλίες του Brexit. Οι διαπραγματεύσεις αυτές θα συνεχιστούν ανεξάρτητα από το τι συμβαίνει στο Βερολίνο. Αλλά όταν έρθει η ώρα των αποφάσεων, η αβέβαιη πολιτική κατάσταση της Γερμανίας θα μπορούσε να καθυστερήσει μια ευρωπαϊκή απόφαση, όπως για το αν θα ξεκινήσουν διαπραγματεύσεις για τους μελλοντικούς δεσμούς του Ηνωμένου Βασιλείου με την ένωση. Άλλωστε, θα είναι μήνες πριν τοποθετηθεί η νέα γερμανική κυβέρνηση και το Ηνωμένο Βασίλειο πρέπει να αποχωρήσει από την ΕΕ τον Μάρτιο του 2019. Το timingθα είναι καθοριστικό.

Οι γενικές εκλογές στη Γερμανία τον περασμένο Σεπτέμβριο αποκάλυψαν ένα ολοένα και πιο διασπασμένο εκλογικό σώμα. Τα μεγαλύτερα κόμματα της χώρας έδωσαν έδαφος στις αναδυόμενες δυνάμεις από την αριστερά και την δεξιά. Η Γερμανία θα μπορούσε να ακολουθήσει το Ηνωμένο Βασίλειο ως προς την ηγεσία μιας εύθραυστης κυβέρνησης μειοψηφίας ή να μιμηθεί την Ισπανία, διεξάγοντας δυο φορές σε ένα χρόνο γενικές εκλογές. Είτε έτσι, είτε αλλιώς, ένας από τους πυλώνες της ευρωπαϊκής σταθερότητας δεν φαίνεται πλέον τόσο σταθερός.