και οι συνέπειες στην ισορροπία δυνάμεων στο εσωτερικό

Όσο η Ουάσιγκτον αυξάνει την πίεση στη ρωσική ελίτ, ένας από τους πιο πλούσιους ολιγάρχες της Ρωσίας παραιτείται από δύο από τις πιο σημαντικές θέσεις που κατέχει, σε μια προσπάθεια να σώσει την αυτοκρατορία του. Στις 23 Φεβρουαρίου, ο μεγιστάνας μετάλλων Oleg Deripaska άφησε και επίσημα τη θέση του ως πρόεδρος στη RUSAL, τη δεύτερη μεγαλύτερη εταιρεία παραγωγής αλουμινίου στον κόσμο, και την En+ Group, μια ιδιωτική ρωσική επιχείρηση ενέργειας. Οι εκπρόσωποι του Deripaska ανέφεραν στη ρωσική εφημερίδα Kommersantότι θα συνεχίσει να έχει το μεγαλύτερο ποσοστό συμμετοχής και στις δύο εταιρείες. Με την κίνηση να αποσυρθεί από δύο από τις σημαντικότερες θέσεις που κατέχει, ο Deripaskaπιθανότατα προσπαθεί να απομονώσει τις επιχειρήσεις του από τις επερχόμενες αμερικανικές κυρώσεις, μια κίνηση την οποία σύντομα θα ακολουθήσουν άλλοι ηγέτες επιχειρήσεων στη χώρα.

Ο γνωστός ολιγάρχης από καιρό βρίσκεται στα ραντάρ της Ουάσιγκτον και το όνομά του έχει αναφερθεί στη διάρκεια διαφόρων αμερικανικών ερευνών για τη Ρωσία. Τον Ιανουάριο, ο Deripaska εμφανίστηκε, όπως αναμενόταν, στον κατάλογο του αμερικανικού υπουργείο Οικονομικών με τη γνωστή ρωσική ελίτ και τους ολιγάρχες, στους οποίους οι Ηνωμένες Πολιτείες εξετάζουν το ενδεχόμενο επιβολής κυρώσεων. Και στις αρχές Φεβρουαρίου στοχοποιήθηκε έτι περαιτέρω, όταν ο ακτιβιστής Alexei Navalny που διάκειται εναντίον του Κρεμλίνου, έδωσε στη δημοσιότητα βίντεο και τα ηχητικά του Deripaska, ο οποίος συζητά με τον αναπληρωτή Πρωθυπουργό Sergei Prikhodko την ανάμειξη στις αμερικανικές εκλογές. Η συνάντηση φέρεται να έλαβε χώρα μετά την συνάντηση του Deripaska με τον Paul Manafort, τον πρώην διευθυντή της προεκλογικής εκστρατείας του Αμερικανού Προέδρου Donald Trump.

Εάν οι Ηνωμένες Πολιτείες αποφασίσουν να επεκτείνουν τις κυρώσεις κατά σημαντικών προσωπικοτήτων της Ρωσίας, δεν είναι σαφές πόσο σοβαροί θα είναι οι περιορισμοί. Αλλά ακόμη και οι περιορισμένες κυρώσεις σε πρόσωπα θα μπορούσαν να δημιουργήσουν πικρία σε επιχειρήσεις της Δύσης και σε επενδυτές, καταστρέφοντας την οικονομική υγεία της επιχειρηματικής τάξης της Ρωσίας, αλλά και της χώρας γενικότερα. Η En+ είναι μια εισηγμένη στο χρηματιστήριο εταιρεία, η οποία στους προσεχείς μήνες θα προσπαθήσει να συγκεντρώσει 1 δισεκατομμύριο δολάρια σε νέες μετοχές. Εν τω μεταξύ, η RUSALέχει πάνω από 7 δισεκατομμύρια δολάρια καθαρό χρέος και εξετάζει το ενδεχόμενο δανεισμού για να τακτοποιήσει οικονομικά τη μάχη του Deripaskaγια τον έλεγχο των μετοχών της Norilsk Nickel, της μεγαλύτερης εταιρείας νικελίου παγκοσμίως. Εάν επιβληθούν κυρώσεις στον Deripaska, οι δυτικές τράπεζες και οι επενδυτές ενδέχεται να είναι επιφυλακτικοί για τη συμμετοχή τους σε μελλοντικές συμφωνίες με τις επιχειρήσεις του, οπότε από πριν απομακρύνεται από αυτές. 

Ο Deripaska ήταν κάποτε ο πλουσιότερος άνθρωπος της Ρωσίας, με αξία ύψους 28 δισεκατομμυρίων δολαρίων πριν από τη χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 και περίπου 5,2 δις. δολάρια τώρα. Ο μεγιστάνας είναι επίσης ένας από την παραδοσιακή και μετα-σοβιετική ελίτ, ο οποίος τις τελευταίες δεκαετίες έχει παίξει με επιτυχία τα παιχνίδια του Ρώσου Προέδρου Βλαντιμίρ Πούτιν, επιτρέποντας στο Κρεμλίνο να οικειοποιηθεί τις ξένες επιχειρηματικές του διασυνδέσεις και ανοίγοντας το πορτοφόλι του όταν η Ρωσία αντιμετώπισε οικονομικές δυσκολίες. Η ξεκάθαρη του κίνηση να προστατεύσει τις επιχειρήσεις του από τις κυρώσεις, αποχωρώντας από ηγετικές θέσεις εγείρει το ερώτημα πόσες άλλες μεγάλες ρωσικές ελίτ – ακόμα και εκείνοι που μπορεί να φαίνονταν ατάραχοι – θα ακολουθήσουν το παράδειγμα.

Ήδη, οι Ρώσοι ολιγάρχες φαίνεται να προετοιμάζονται για τα οικονομικά εμπόδια που θα προκύψουν από τις αμερικανικές κυρώσεις. Οι πιο πλούσιοι της χώρας διατηρούν παραδοσιακά τις περιουσίες τους στο εξωτερικό, επιδεικνύοντας επιφυλακτικότητα για τις τράπεζες, τις οποίες το Κρεμλίνο και οι ρωσικές υπηρεσίες ασφαλείας παρακολουθούν στενά. Ωστόσο, αρκετές ρωσικές ελίτ άρχισαν να μεταφέρουν δισεκατομμύρια δολάρια πίσω στη Ρωσία, ώστε να ελέγχουν αυστηρότερα τον πλούτο τους. Το Κρεμλίνο βοήθησε επίσης σε αυτή την προσπάθεια, ελπίζοντας να προστατεύσει τους ισχυρότερους επιχειρηματίες της χώρας, και αποτρέποντας παράλληλα οποιαδήποτε μαζική διαφυγή των περιουσιών τους. Από τον Μάρτιο, το Κρεμλίνο θα εφαρμόσει ακόμη και προσωρινές φορολογικές απαλλαγές προκειμένου να ενθαρρύνει την επιστροφή ρωσικών μετρητών. Όμως, η εισροή δισεκατομμυρίων δολαρίων θα μπορούσε είτε να δώσει ώθηση στη ρωσική οικονομία που βρίσκεται σε στασιμότητα είτε, αντίθετα, να πλήξει το οικονομικό σύστημα της χώρας, συμβάλλοντας στον πληθωρισμό. Επιπλέον, η επιστροφή των περιουσιών ενός τόσο μεγάλου μέρους της ελίτ στη χώρα θα μπορούσε να δώσει στο Κρεμλίνο την ευκαιρία να πέσει με τα μούτρα σε έναν νέο γύρο έρευνών εναντίον της διαφθοράς, αλλά και λήψης δραστικών μέτρων.

Επιπλέον, εάν πολλοί από τους πιο πλούσιους παράγοντες της Ρωσίας ξεκινήσουν να εγκαταλείπουν τους ηγετικούς ρόλους στις επιχειρήσεις τους, μπορεί να αλλάξει η ισορροπία εξουσίας μεταξύ των ελίτ, δοκιμάζοντας τις προτεραιότητες και την πίστη τους στο Κρεμλίνο, ανεξάρτητα από την εξωτερική πίεση.