Η στρατηγική ψυχραιμίας στο Αιγαίο και η «βραδυφλεγής βόμβα» Καμμένου.

Γράφει ο Άγγελος Αθανασόπουλος

Η γέφυρα επικοινωνίας Γιλντιρίμ – Τσίπρα, το περίεργο περιστατικό της Ρω, η πτώση του Mirage και τα προσωπικά παιχνίδια του υπουργού Αμυνας
 
Το μεγάλο στοίχημα για την Αθήνα αυτή την περίοδο σε ό,τι αφορά τις ελληνοτουρκικές σχέσεις έχει να κάνει με την επίδειξη σύνεσης και ψυχραιμίας. Αυτό δεν είναι δυστυχώς δεδομένο. 
 
Το περιστατικό με το τουρκικό ελικόπτερο στη Ρω το βράδυ της περασμένης Δευτέρας 9 Απριλίου απέδειξε ότι η απόσταση μεταξύ τού να σημειωθεί ή να αποφευχθεί ένα «θερμό επεισόδιο» είναι πολύ μικρή.

Οι δίαυλοι επικοινωνίας με την Αγκυρα

Μετά τα τελευταία περιστατικά στο Αιγαίο Πέλαγος και στον Εβρο, με σπουδαιότερο εξ αυτών εκείνο της 12ης Φεβρουαρίου στα Ιμια, οι ελληνικές Ενοπλες Δυνάμεις βρίσκονται, κατά κάποιον τρόπο, «με το δάχτυλο στη σκανδάλη». Υπάρχουν όμως ορισμένοι, ακόμη και σε υψηλές κυβερνητικές θέσεις, που δεν κατανοούν, ως φαίνεται, την ευαισθησία των στιγμών και θεωρούν ότι μπορούν να παίζουν επικοινωνιακά παιχνίδια για προσωπικό πολιτικό όφελος. Σε αυτή την κατηγορία ανήκει ο υπουργός Εθνικής Αμυνας Πάνος Καμμένος.
Παράλληλα, καταβάλλεται κάθε δυνατή προσπάθεια να διατηρηθούν ανοικτοί όποιοι δίαυλοι επικοινωνίας υπάρχουν με την Αγκυρα, ώστε να μπορέσουν να μπουν οι βάσεις κάποιας συνεννόησης σε θέματα αμοιβαίου ενδιαφέροντος. Σε αυτό το πλαίσιο, η τηλεφωνική επικοινωνία που είχε ο Αλέξης Τσίπρας με τον τούρκο ομόλογό του Μπιναλί Γιλντιρίμ το βράδυ της περασμένης Πέμπτης – με πρωτοβουλία του τελευταίου – ίσως να έχει περισσότερη σημασία από εκείνη που εκ πρώτης όψεως της δόθηκε. Σύμφωνα με την επίσημη ανακοίνωση του Μεγάρου Μαξίμου, ο κ. Γιλντιρίμ μετέφερε στον έλληνα πρωθυπουργό τα συλλυπητήρια του προέδρου της Τουρκίας Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν για τον θάνατο του αξιωματικού της Πολεμικής Αεροπορίας σμηναγού Γεωργίου Μπαλταδώρου το μεσημέρι της περασμένης Πέμπτης κατά τη διάρκεια επιχειρησιακής αποστολής αναχαίτισης τουρκικών μαχητικών. 

Παράλληλα, αναφέρεται ότι οι δύο πλευρές συμφώνησαν «να ενισχύσουν τον διάλογο των δύο χωρών στο μέλλον».

 
Ωστόσο, η άτυπη ενημέρωση πηγών του Μεγάρου Μαξίμου για την τηλεφωνική συνομιλία παρουσιάζει πολύ μεγαλύτερο ενδιαφέρον. Σύμφωνα με αυτήν, ο κ. Τσίπρας έθεσε στον κ. Γιλντιρίμ το ζήτημα των δύο ελλήνων στρατιωτικών που εξακολουθούν να κρατούνται στις φυλακές υψίστης ασφαλείας της Αδριανούπολης, με τον τούρκο πρωθυπουργό να ενημερώνει τον έλληνα ομόλογό του για την εξέλιξη της δικαστικής έρευνας και να δεσμεύεται να τον κρατά ενήμερο. Εφόσον αυτό όντως ισχύει, τότε είναι η πρώτη φορά από τις 2 Μαρτίου, όταν οι δύο Ελληνες συνελήφθησαν στην ελληνοτουρκική μεθόριο στον Εβρο, που η Αγκυρα προβαίνει σε μια τέτοια κίνηση. Επιπλέον, οι δύο πρωθυπουργοί φέρονται να συζήτησαν για τη συνεργασία με σκοπό την εξάρθρωση του δικτύου του Φετουλάχ Γκιουλέν.
Με δεδομένη τη σημασία που αποδίδει η τουρκική κυβέρνηση στο ζήτημα αυτό, ίσως να ανοίγει ένα παράθυρο συνεννόησης που θα μπορούσε να προλειάνει το έδαφος για μια ευνοϊκή εξέλιξη στην υπόθεση των «2». Αλλωστε, γκιουλενιστές δεν μπορούν να θεωρηθούν μόνο οι 8 τούρκοι αξιωματικοί που διέφυγαν στην Ελλάδα μετά την απόπειρα πραξικοπήματος του Ιουλίου 2016 ζητώντας άσυλο και οι οποίοι δεν δύνανται να εκδοθούν στην Τουρκία μετά την αμετάκλητη απόφαση του Αρείου Πάγου. Λόγω κυρίως γεωγραφίας, η χώρα μας αποτελεί δίοδο των γκιουλενιστών σε τρίτες χώρες, στην Ευρώπη ή και αλλού. Υπενθυμίζεται επίσης ότι πολύ πρόσφατα οι ελληνικές αρχές ασφαλείας είχαν αποτρέψει την εγκατάσταση στην Ελλάδα τούρκων γκιουλενιστών, καθώς είχαν εντοπιστεί αμερικανοί υπήκοοι με σχέση με το δίκτυο του γνωστού ιμάμη που ήθελαν να δημιουργήσουν σχετική υποδομή στο έδαφος της χώρας.

Τι συνέβη στη Ρω και οι διαρροές

Οταν οι άνδρες της μικρής στρατιωτικής φρουράς στη Ρω άκουσαν τον ήχο ελικοπτέρου στις 22.30 της περασμένης Δευτέρας δεν μπορούσαν να γνωρίζουν αν αυτό ανήκε στις τουρκικές Ενοπλες Δυνάμεις ή στην Ακτοφυλακή, όπως αργότερα αποδείχθηκε. Ενημέρωσαν άμεσα τον διοικητή των στρατιωτικών δυνάμεων στη Μεγίστη, όπου υπάγονται, και έλαβαν την εντολή για ρίψη «προειδοποιητικών πυρών σε ασφαλή περιοχή», δηλαδή προς την αντίθετη κατεύθυνση από την πορεία του ελικοπτέρου. Αρκούσε όμως η εντολή του τοπικού διοικητή για τη ρίψη πυρών; Ενδεχομένως όχι. Ασφαλείς πληροφορίες αναφέρουν δε ότι οι χειριστές του τουρκικού ελικοπτέρου δεν είδαν καν τα πυρά!
Το ελικόπτερο πετούσε, σύμφωνα με στρατιωτικές πηγές, σε πολύ χαμηλό ύψος. Αυτός ήταν και ο λόγος που δεν κατεγράφη κάποια κίνηση από τα συστήματα της Πολεμικής Αεροπορίας, παρά μόνο αργότερα όταν αποχώρησε από την περιοχή και πέταξε ψηλότερα. Από την άποψη αυτή, όσα είδαν το φως της δημοσιότητας το πρωί της περασμένης Τρίτης περί υπέρπτησης ή και παραβίασης του εθνικού εναερίου χώρου δεν είχαν καμία σχέση με την πραγματικότητα – όπως και άλλες πληροφορίες αργότερα περί πρόθεσης της ελληνικής πλευράς να προβεί σε διάβημα προς την Αγκυρα για το περιστατικό.
Η πληροφορία, η οποία διακινήθηκε πολλές ώρες αργότερα από το Μέγαρο Μαξίμου μέσω διαρροών (είναι χαρακτηριστικό ότι ουδείς από τους εμπλεκόμενους φορείς εξέδωσε επίσημη ανακοίνωση για το συμβάν) ήταν ότι το ελικόπτερο πετούσε με σβηστά φώτα. «Νυχτερινή πτήση με σβηστά φώτα πλησίον νήσων εντάσσεται στο πλαίσιο μιας τακτικής εκ του ασφαλούς προκλητικότητας από την πλευρά της Τουρκίας, η οποία εγκυμονεί όμως κινδύνους ατυχήματος» σημείωνε η σχετική κυβερνητική διαρροή.
Το Μέγαρο Μαξίμου θεώρησε λήξαν το περιστατικό, αλλά δεν παύουν να υπάρχουν αναπάντητα ερωτήματα. Οπως «Το Βήμα» πληροφορείται, εξακολουθούν να υπάρχουν αμφιβολίες για το αν τα φώτα του τουρκικού ελικοπτέρου ήταν σβηστά, αλλά και για την ακριβή θέση στην οποία πετούσε το ελικόπτερο, αν δηλαδή βρισκόταν σε περιοχή ελληνικής ή τουρκικής δικαιοδοσίας.
 

Στο σημείο αυτό όμως πρέπει να γίνει μια σοβαρή επισήμανση. Τα όρια στον αέρα και στη θάλασσα στη συγκεκριμένη περιοχή είναι σαφή και καθορίζονται από τη διμερή ιταλοτουρκική συμφωνία της 4ης Ιανουαρίου 1932 που αφορούσε την κυριότητα των νήσων, νησίδων και βράχων που βρίσκονται μεταξύ της νήσου Καστελλορίζου και των ακτών της Ανατολίας, καθώς και επί της νήσου Καρά – Αντά. Η Ελλάδα ουσιαστικά «αντικατέστησε» την Ιταλία στη συμφωνία αυτή μετά τη Συνθήκη των Παρισίων του 1947. Η δε Τουρκία, όπως σημειώνουν καλά πληροφορημένες διπλωματικές πηγές, δεν αμφισβητεί αυτή τη συμφωνία, αλλά το ιταλοτουρκικό πρωτόκολλο της 28ης Δεκεμβρίου 1932 για τον καθορισμό του υπολοίπου τμήματος των τότε θαλασσίων ιταλοτουρκικών συνόρων (η αιτία που προβάλλεται είναι ότι δεν είχε επικυρωθεί από την Τουρκική Εθνοσυνέλευση και δεν είχε κατατεθεί στη Γραμματεία της Κοινωνίας των Εθνών).

Υψηλή πίεση στις Ενόπλες Δυνάμεις

Δεν πρέπει να παραγνωρίζεται ότι η πίεση που καθημερινά ασκείται στα στελέχη των Ενόπλων Δυνάμεων, ιδιαίτερα στις ακριτικές περιοχές, είναι πολύ υψηλή. Εξίσου ανησυχητική είναι η καταπόνηση συγκεκριμένων μονάδων και στελεχών, όπως των ιπταμένων της Πολεμικής Αεροπορίας. Το τραγικό συμβάν της περασμένης Πέμπτης 12 Απριλίου με το αεροσκάφος Mirage 2000-5Mk2 που στοίχισε τη ζωή του σμηναγού Γεωργίου Μπαλταδώρου είναι ενδεικτικό.
Ο άτυχος πιλότος είχε σηκωθεί από το αεροδρόμιο της Σκύρου για να αναχαιτίσει μαζί με έναν συνάδελφό του δύο τουρκικά μαχητικά F-16 που είχαν εισέλθει στον εθνικό εναέριο χώρο μεταξύ Χίου και Λέσβου. Ωστόσο, και παρά τα όσα ανεδαφικά εγράφησαν και ειπώθησαν σε μερίδα του ελληνικού Τύπου, τόσο το Mirage του αδικοχαμένου πιλότου (που ήταν το νούμερο «1» του σχηματισμού) όσο και το έτερο του συναδέλφου του δεν ενεπλάκησαν σε αναχαίτιση ή εμπλοκή, διότι όταν έφθασαν στο σημείο της εισόδου των τουρκικών μαχητικών εκείνα επέστρεφαν ήδη προς την Τουρκία.

Τα δύο ελληνικά μαχητικά πήραν άδεια επιστροφής στη Σκύρο, αλλά δυστυχώς το Mirage του Μπαλταδώρου κατέπεσε σε απόσταση 9 ναυτικών μιλίων βορειοανατολικά του νησιού. Το πλέον πιθανό ενδεχόμενο είναι ότι το τραγικό συμβάν έλαβε χώρα λόγω των «περίεργων» καιρικών συνθηκών και συγκεκριμένα του συνδυασμού άπνοιας, χαμηλής νέφωσης και υψηλής υγρασίας λόγω της σκόνης στην ατμόσφαιρα, ο οποίος περιορίζει την ορατότητα.

Ο ανεξέλεγκτος υπουργός Αμυνας και η γραμμή της Αθήνας

Είναι κοινό μυστικό πλέον ότι η τακτική και η πρακτική του Πάνου Καμμένου ανησυχούν σφόδρα τόσο κυβερνητικούς παράγοντες όσο και στρατιωτικούς επιτελείς.

Ο υπουργός Εθνικής Αμυνας συνιστά πια «βραδυφλεγή βόμβα» στα θεμέλια της κυβερνητικής συνοχής και η αύξηση της θερμοκρασίας στα ζητήματα εθνικής ασφαλείας επιτείνει τους κινδύνους. Ο κ. Καμμένος επιδιώκει να επιβεβαιώσει την εικόνα του «σκληρού και άτεγκτου» στα εθνικά θέματα, εγκλωβίζοντας το Μέγαρο Μαξίμου και προσωπικά τον Αλέξη Τσίπρα. Αυτή η τακτική όμως τροφοδοτεί ενίοτε ανεξέλεγκτες αντιδράσεις σε μέσα ενημέρωσης με συνέπεια να δημιουργείται φαύλος κύκλος ρητορικής έντασης και αντιπαράθεσης, καθώς και αχρείαστη διόγκωση γεγονότων, όπως παρ’ ολίγον να συμβεί με πρόσφατο περιστατικό διάσωσης μεταναστών κοντά στη Χίο. Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό, όπως σημειώνει προς «Το Βήμα» ανώτερη κυβερνητική πηγή, ότι «ο κ. Καμμένος προχώρησε σε αμφιλεγόμενες εισηγήσεις για τον χειρισμό τόσο του περιστατικού στα Ιμια τον περασμένο Φεβρουάριο όσο και της σύλληψης των δύο ελλήνων στρατιωτικών στον Εβρο μερικές ημέρες αργότερα, στις 2 Μαρτίου. Και στις δύο περιπτώσεις όμως οι ψυχραιμότεροι επικράτησαν και ο υπουργός Εθνικής Αμυνας απομονώθηκε».

Ο Πρωθυπουργός και το επιτελείο του, καθώς και κορυφαίοι στρατιωτικοί επιτελείς με πρώτον από όλους τον Α/ΓΕΕΘΑ ναύαρχο Ευάγγελο Αποστολάκη, καθοδηγούνται από το δόγμα της «στρατηγικής ψυχραιμίας». Αυτός είναι, σύμφωνα με πληροφορίες, ένας από τους λόγους που ο δεύτερος επικοινώνησε και με τον επικεφαλής της αξιωματικής αντιπολίτευσης Κυριάκο Μητσοτάκη, ώστε να τον ενημερώσει αναλυτικά για το συμβάν στη Ρω. Η κίνηση αυτή είχε, όπως προκύπτει εκ του αποτελέσματος, ευεργετικά αποτελέσματα. 

Σε Μέγαρο Μαξίμου και ΓΕΕΘΑ θεωρούν ότι παράλληλα με την εγρήγορση, που είναι απαραίτητη για να μην επαναληφθεί η τραγωδία των Ιμίων του 1996, απαιτείται σύνεση ώστε να μη δίνονται αδικαιολόγητες αφορμές σε μια Τουρκία που βιώνει σήμερα μια εθνικιστική έξαρση με άγνωστη ημερομηνία λήξεως. Αλλωστε, όσοι παρακολουθούν στενά τις βαθιές διεργασίες στην τουρκική κοινωνία επισημαίνουν ότι εκείνοι που πιστεύουν ότι η σημερινή συμπεριφορά του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν θα μεταβληθεί άρδην την επομένη μιας νίκης του στις προεδρικές εκλογές «πλανώνται πλάνην οικτράν!».