Οι προτάσεις Μακρόν & η άρνηση της Μέρκελ
Του Άγγελου Αθανασόπουλου
Η δραματική απουσία της Ελλάδας
Ο γαλλογερμανικός άξονας και οι άλλοι
Η «σκιά» Σόιμπλε παραμένει βαριά
Ο νέος υπουργός Οικονομικών Ολαφ Σολτς δήλωσε λίγο μετά την ανάληψη των καθηκόντων του ότι θα παραμείνει ένας… γερμανός υπουργός Οικονομικών – όπερ σημαίνει σκεπτικός σε οποιαδήποτε ιδέα υπερβολικών δαπανών σε κοινοτικό επίπεδο. Η «σκιά» Σόιμπλε εξακολουθεί να πέφτει βαριά στο παγωμένο κτίριο της Βίλχελμστράσε. Ουσιαστικά και στα τρία σημεία στα οποία ο κ. Μακρόν επιδιώκει σημαντικές αλλαγές, δηλαδή στην τραπεζική ένωση, στη μεταρρύθμιση του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας και στη δημιουργία ενός μηχανισμού δημοσιονομικής σταθεροποίησης για την απορρόφηση ασύμμετρων σοκ, το Βερολίνο εμφανίζεται απρόθυμο για ουσιαστικά βήματα.
Οι Γερμανοί δεν θέλουν ο ESM να συνδράμει στο Ενιαίο Ταμείο Αναδιάρθρωσης (SRF) των τραπεζών, ενώ παράλληλα φέρονται να έχουν βάλει στο τραπέζι το θέμα της ένταξης μιας ημιαυτόματης αναδιάρθρωσης χρέους στη Συνθήκη του ESM. Η δε άρνηση να προχωρήσει το EDIS παραμένει, καθώς συνδέεται με την αντιμετώπιση των «κόκκινων» δανείων. Παράλληλα, το Βερολίνο ισχυρίζεται ότι θέλει ο ESM να αντικαταστήσει την Κομισιόν στην επίβλεψη των δημοσιονομικών πολιτικών – αν και κάτι τέτοιο δεν είναι καθόλου εύκολο από νομικής και πολιτικής απόψεως, καθώς ο ESM είναι διακυβερνητικός οργανισμός. Οσο για την πρόταση Μακρόν περί ενός προϋπολογισμού της ευρωζώνης, με σκοπό να τονωθούν οι επενδύσεις ή και να απορροφηθούν τα ασύμμετρα σοκ των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, αντιμετωπίζει και αυτή δυσκολίες. Ωστόσο, η Επιτροπή έσπευσε να διατυπώσει ορισμένες σχετικές ιδέες στο πλαίσιο του Σχεδίου Προϋπολογισμού για την περίοδο 2021-2027.
Δεν είναι όμως μόνο ο γαλλογερμανικός άξονας που έχει ιδέες για την ευρωζώνη. Ιδιαίτερα ενισχυμένος εμφανίζεται, μετά και την αναμενόμενη αποχώρηση της Βρετανίας, ο ρόλος της Ολλανδίας. Ο Μαρκ Ρούτε έχει θέσει σαφείς «κόκκινες γραμμές» απέναντι στις φιλόδοξες ιδέες Μακρόν, ενώ εμφανίζεται αρκετά σκληρός απέναντι στις φεντεραλιστικές προτάσεις της Επιτροπής. «Η ΕΕ δεν είναι ένα ασταμάτητο τρένο που κινείται με ταχύτητα προς τον φεντεραλισμό» δήλωσε χαρακτηριστικά σε πρόσφατη ομιλία του στο Βερολίνο. Μάλιστα, η Χάγη έχει ηγηθεί μιας ομάδας χωρών στην οποία συμπεριλαμβάνονται οι Δανία, Εσθονία, Φινλανδία, Ιρλανδία, Λετονία, Λιθουανία και Σουηδία, οι οποίες σε non paper που διένειμαν ξεκαθάρισαν ότι οι συζητήσεις για το μέλλον της ευρωζώνης θα πρέπει να λάβουν υπόψη τις θέσεις όλων των μελών της και όχι μόνο της Γαλλίας και της Γερμανίας. Επίσης, ζητούν κάθε χώρα να λάβει μέτρα τήρησης της δημοσιονομικής πειθαρχίας σε εθνικό επίπεδο, να μην αναληφθούν από την ΕΕ πρωτοβουλίες που δεν έχουν την έγκριση της κοινής γνώμης στα κράτη-μέλη, να περιοριστούν οι κίνδυνοι που εγκυμονούν τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια προτού προχωρήσει το EDIS και να ενισχυθούν οι αρμοδιότητες του ESM σε θέματα αναδιάρθρωσης χρεών.
Η θεσμική διελκυστίνδα και οι πολλαπλές ταχύτητες
Στις 23 Φεβρουαρίου πραγματοποιήθηκε άτυπη Σύνοδος των «27» (χωρίς τη Βρετανία) στις Βρυξέλλες, στην οποία συζητήθηκαν όλα τα θεσμικά ζητήματα. Επί τάπητος βρέθηκε η μέθοδος εκλογής του προέδρου της Επιτροπής, οι αλλαγές στα κορυφαία ευρωπαϊκά αξιώματα που θα πρέπει να πραγματοποιηθούν κατά το δεύτερο εξάμηνο του 2019 (θα επιλεγούν νέοι πρόεδροι για Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, ΕΚΤ και ύπατος εκπρόσωπος για την εξωτερική πολιτική), οι ευρωεκλογές, η πιθανή μείωση του αριθμού των επιτρόπων, η πρόταση για συγχώνευση των θέσεων του προέδρου του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου και του προέδρου της Κομισιόν και, τέλος, ο προϋπολογισμός.
Η συζήτηση δεν ήταν εξαρχής εύκολη. Εγινε δε δυσκολότερη εξαιτίας της απόφασης του Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ να πραγματοποιήσει μια παθιασμένη και «επιθετική» ομιλία επί όλων των θεμάτων – σε πλήρη αντιδιαστολή με την απόπειρα του Ντόναλντ Τουσκ να κρατήσει χαμηλά τους τόνους. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να προκαλέσει πολλές αντιδράσεις, με κορυφαία εκείνη του ολλανδού πρωθυπουργού Μαρκ Ρούτε ο οποίος, σύμφωνα με άριστα ενημερωμένη κοινοτική πηγή, είπε κάποια στιγμή προς τον λουξεμβούργιο πολιτικό: «Η δουλειά σου είναι να κάνεις όσα εμείς αποφασίζουμε ότι πρέπει να γίνουν και να δρας ως φύλακας των Συνθηκών!».
Αυτή τη στιγμή υπάρχει μια σοβαρή διαμάχη μεταξύ όσων θέλουν ενίσχυση της κοινοτικής μεθόδου λήψης αποφάσεων και όσων θεωρούν ότι η διακυβερνητική μέθοδος είναι πιο ευέλικτη. Παράλληλα, η άποψη ότι τα κράτη-μέλη έχουν «το πάνω χέρι» στη λήψη αποφάσεων έχει κυριαρχήσει. Τι σημαίνουν αυτά; Κατ’ αρχήν, σε ό,τι αφορά το θέμα της επιλογής του νέου προέδρου της Κομισιόν με βάση τον επικεφαλής υποψήφιο των πολιτικών κομμάτων, οι «27» αποδέχονται ότι η διαδικασία αυτή είναι μεν πια γεγονός, αλλά δεν δέχονται αυτοματισμό στον ορισμό του νέου προέδρου. Αυτό προκαλεί σύγκρουση με το Κοινοβούλιο. Ο Μακρόν δεν κατάφερε να περάσει την ιδέα του για πανευρωπαϊκές λίστες υποψηφίων, καθώς οι πολιτικές ομάδες της Ευρωβουλής και ιδιαίτερα το Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα τού έφραξαν τον δρόμο, ενώ δεν φαίνεται και ο ίδιος να μπορεί να διαμορφώσει, προς το παρόν, δική του ομάδα. Η ιδέα Γιούνκερ περί κοινού προέδρου Κομισιόν και Ευρωπαϊκού Συμβουλίου δεν έχει καμία ελπίδα, όπως επίσης και αυτή για μείωση του αριθμού των επιτρόπων.
Η μάχη για τα κονδύλια
Η Κομισιόν παρουσίασε στις 2 Μαΐου την πρότασή της για το Πολυετές Δημοσιονομικό Πλαίσιο της περιόδου 2021-2027. Δύο είναι ουσιαστικά οι βασικές διαφορές του από εκείνο της επταετίας 2014-2020. Πρώτον, ότι λόγω του Brexit θα υπάρξει κενό χρηματοδότησης (αν και θα διευκολυνθεί ίσως η μείωση των περίφημων «επιστροφών»/rebates), δεύτερον, ότι καινούργιες προτεραιότητες, ιδιαίτερα η άμυνα/ασφάλεια και η μετανάστευση, απαιτούν ενισχυμένα κονδύλια. Από άποψη συνολικών ποσών, πάντως, δεν αλλάζουν πολλά πράγματα. Η Κομισιόν προτείνει έναν μακροπρόθεσμο προϋπολογισμό ύψους 1.135 δισεκατομμυρίων ευρώ που ισοδυναμεί με το 1,11% του Ακαθάριστου Εθνικού Εισοδήματος των «27» .
Οι Πολιτικές Συνοχής και Κοινής Αγροτικής Πολιτικής θα υποστούν μείωση περίπου 5%, ενώ η μεγαλύτερη αύξηση (εννιαπλασιασμός) θα υπάρξει στον τομέα της ψηφιακής οικονομίας. Τριπλασιάζονται επίσης τα κονδύλια για τη μετανάστευση και την ασφάλεια των εξωτερικών συνόρων.
Υπάρχουν, τέλος, τρία σημεία που σίγουρα θα προκαλέσουν αντιδράσεις. Το πρώτο είναι η πρόταση διασύνδεσης μεταξύ της χρηματοδότησης και του κράτους δικαίου, ένας μηχανισμός που εισάγεται με το βλέμμα στις περιπτώσεις χωρών όπως η Ουγγαρία και η Πολωνία, που ήδη έχουν εκφράσει έντονες διαφωνίες. Η ΕΕ θα μπορεί θεωρητικά να αναστέλλει, να μειώνει ή να περιορίζει την πρόσβαση σε χρηματοδότηση αν δεν γίνεται σεβαστό το κράτος δικαίου. Τα άλλα δύο σημεία σχετίζονται με την ευρωζώνη. Αφορούν ένα Πρόγραμμα Στήριξης Μεταρρυθμίσεων με προϋπολογισμό ύψους 25 δισεκατομμυρίων ευρώ και μια Ευρωπαϊκή Λειτουργία Σταθεροποίησης Επενδύσεων με τη μορφή δανείων εγγυημένων από τον κοινοτικό προϋπολογισμό ύψους 30 δισεκατομμυρίων ευρώ. Το μεν πρώτο θα αρέσει σίγουρα στο Βερολίνο, το δε δεύτερο στο Παρίσι.