Οι εταίροι πρέπει να το αποδεχθούν & να μην παρέμβουν

του Daniel Gros, Thinking Ahead for Europe

Η ΕΕ φαίνεται να έχει χάσει την Ιταλία. Η πλειονότητα του πληθυσμού σήμερα έχει αρνητική άποψη για την ΕΕ, σε μια πλήρη αντιστροφή από ό,τι ίσχυε από την έναρξη του ευρώ, όταν η χώρα θεωρούσε πως το νέο νόμισμα είναι μια ευπρόσδεκτη διορθωτική κίνηση στα δικά της οικονομικά προβλήματα του υψηλού πληθωρισμού και των υψηλών επιτοκίων. Αυτή η έντονη μετατόπιση της κοινής γνώμης συνιστά τη βασική αιτία της τρέχουσας αναταραχής στις αγορές. Από οικονομικής άποψης, δεν θα υπήρχε λόγος ανησυχίας. Έχουν γίνει πολλές συζητήσεις για την ανάγκη περαιτέρω διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων στην Ιταλία. Στην πραγματικότητα ωστόσο, ακόμη και μια κυβέρνηση που δεν έκανε τίποτα, δεν θα οδηγούσε αναγκαστικά στην καταστροφή, αλλά απλώς στη συνέχιση της τρέχουσας τάσης της μέτριας ανάπτυξης και των ελλειμμάτων που οδηγούν σε μια βραδεία μείωση του φορτίου του δημοσίου χρέους.

Η σημερινή κρίση είναι επομένως εντελώς πολιτική. Προκλήθηκε από την κυκλοφορία ορισμένων ασαφών ιδεών και στα δύο μεγάλα λαϊκιστικά κόμματα αναφορικά με την έξοδο από το ευρώ. Η υιοθέτηση ενός νέου νομίσματος δεν είναι στο επίσημο πρόγραμμα κανενός μεγάλου κόμματος, αλλά αρκετοί από τους ηγέτες τους έχουν αφήσει να εννοηθεί ότι ίσως εξετάσουν το ενδεχόμενο να κάνουν αυτό το βήμα, ακόμη και σαν Plan B, για να το συμπεριλάβουν οι αγορές στους υπολογισμούς τους με βάση τους οποίους η ιταλική κυβέρνηση μπορεί να αποκτήσει πίστωση. Είναι φυσικό ο καθένας που δανείζει κεφάλαια σε ευρώ, σε μια ιταλική επιχείρηση, παίρνει και ένα ασφάλιστρο κινδύνου για την πιθανότητα μια νέα ιταλική κυβέρνηση να διακηρύξει μια ημέρα ότι μετατρέπει το χρέος της σε ένα νέο, και πιθανώς πολύ ασθενέστερο νόμισμα. Δεδομ΄νου ότι η έξοδος από το ευρώ θα επηρέαζε όλους τους Ιταλούς, είναι φυσιολογικό το ασφάλιστρο κινδύνου να ισχύει και για τις ιταλικές τράπεζες και τις επιχειρήσεις που επιδιώκουν να αναχρηματοδοτήσουν τις δραστηριότητές τους στο εξωτερικό. Επομένως, αυτό δεν είναι μόνο κρίση δημοσίου χρέους.

Πώς προέκυψε η ευρώ-φοβία;
Οι λαϊκιστές πολιτικοί υποστηρίζουν πως οι κανόνες του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης δεν τους επιτρέπουν να τονώσουν τη ζήτηση και την απασχόληση. Και πολλοί οικονομολόγοι θα συμφωνούσαν ότι η “λιτότητα” που επιβλήθηκε στις χώρες που υπέστησαν κρίση στο παρελθόν, επέτεινε αυτή την ύφεση. Αλλά αυτό δεν ισοδυναμεί με ένα πειστικό επιχείρημα ότι η συμμετοχή στην ευρωζώνη ήταν κατά κάποιον τρόπο υπεύθυνη για την οικονομική υποαπόδοση της Ιταλίας.

Η Ισπανία, η Πορτογαλία και η Ιρλανδία, οι οποίες επίσης έπρεπε να μειώσουν τα ελλείμματά τους, ανακάμπτουν πολύ πιο γρήγορα από ό,τι η Ιταλία. Επιπλέον, τα τελευταία χρόνια, στην Ιταλία έχουν χορηγηθεί αρκετές εξαιρέσεις από τους δημοσιονομικούς κανόνες, οδηγώντας στην πραγματικότητα σε μικρή αύξηση του ελλείμματος, εάν θέλει κάποιος να υπολογίσει την επίδραση στον οικονομικό κύκλο. Σε σχεδόν κάθε ένα από τα τελευταία 20 χρόνια, η Ιταλία έχει αναπτυχθεί λιγότερο σε σχέση με την ευρωζώνη, ενώ της επιτρεπόταν να έχει δημοσιονομικό έλλειμμα που σχεδόν κάθε χρόνο ήταν υψηλότερο από ό,τι σε άλλα κράτη-μέλη (βλ. σχήματα 1 και 2 παρακάτω). Ως εκ τούτου, δεν μπορεί κανείς να ισχυριστεί ότι η Ιταλία αναπτύσσεται ακόμη πολύ λιγότερο από την υπόλοιπη Ευρώπη, επειδή δεν της επιτρέπεται τώρα να έχει ακόμη μεγαλύτερα ελλείμματα.

Σε ποιο φαινόμενο μπορούμε τότε να αποδώσουμε την βραδεία ανάπτυξη της Ιταλίας από την αρχή του αιώνα; Εάν κοιτάξει κανείς προσεκτικά στους κύριους παράγοντες ανάπτυξης όπως επενδύσεις, εκπαίδευση και δείκτες απελευθέρωσης της αγοράς, μπορεί να διαπιστώσει πως τα τελευταία 20 χρόνια η Ιταλία έχει στην πραγματικότητα κλείσει το κενό σε σχέση με τους Ευρωπαίους ομολόγους της σε όλα αυτά τα πεδία. Ως εκ τούτου, δεν μπορεί κανείς να εξηγήσει την υποαπόδοση με αυτές τις μεταβλητές. Υπάρχει μόνο ένας τομέας στον οποίο η σχετική επίδοση της Ιταλίας έχει επιδεινωθεί από το 1999-2000, και είναι η ποιότητα της διακυβέρνησης της χώρας. Όπως φαίνεται ήδη σε προηγούμενη ανάρτηση (2011), τα προβλήματα διαφθοράς και διακυβέρνησης της χώρας είναι μακροχρόνια, αλλά έχουν δυστυχώς επιδεινωθεί από την αρχή της ευρωζώνης. Επιπλέον, τα προβλήματα εγχώριας διακυβέρνησης γίνονται ένα όλο και πιο σημαντικό μειονέκτημα σε έναν όλο και περισσότερο διασυνδεδεμένο κόσμο.

Οι επιζήμιες επιπτώσεις της διαφθοράς και οι συγκρούσεις συμφερόντων στην ανάπτυξη και στις οικονομικές επιδόσεις γενικότερα, είναι διάχυτες και είναι δύσκολο να εντοπιστούν. Είναι ως εκ τούτου κατανοητό ότι το ευρώ έχει γίνει αποδιοπομπαίος τράγος. Είναι ψυχολογικά πολύ δύσκολο να αποδεχθούμε ότι μια μακρά περίοδος οικονομικής υπό-ανάπτυξης έχει τις ρίζες της κυρίως στην επιδείνωση των εγχώριων πολιτικών θεσμών. Αλλά αυτό αποτελεί εμπόδιο στις βαθιές μεταρρυθμίσεις.

Οι χώρες που έχουν ανακάμψει ταχύτερα από την κρίση είναι αυτές που, όπως η Ιρλανδία, η Ισπανία και η Πορτογαλία, δεν επικράτησε το αφήγημα “φταίει για όλα το ευρώ”. Αντιθέτως, οι δύο χώρες όπου το επιχείρημα αυτό έχει κυριαρχήσει, η Ιταλία και η Ελλάδα, είναι αυτές οι δύο χώρες στις οποίες η ανάκαμψη είναι διστακτική και μερική.

Οι βασικές αιτίες της τρέχουσας κρίσης είναι επομένως εγχώριες. Λίγο έχουν να κάνουν με δημοσιονομικούς κανόνες ή με έλλειψη κατανομής ρίσκου. Αυτό σημαίνει πως η κρίση πρέπει να επιλυθεί εσωτερικά. Οι εταίροι της Ιταλίας και οι θεσμοί της ΕΕ πρέπει να το αποδεχθούν αυτό και να αντισταθούν στον πειρασμό να παρέμβουν στην εσωτερική συζήτηση.

Μπορείτε να δείτε το κείμενο εδώ