Τις διαφορές του τότε με το σήμερα αναλύει η Αμερικανική εταιρεία αναλύσεων

Στις 6 Ιουνίου του 1944, οι συμμαχικές δυνάμεις από τις Ηνωμένες Πολιτείες, το Ηνωμένο Βασίλειο και τον Καναδά ξεκίνησαν τη μεγαλύτερη θαλάσσια εισβολή στην ιστορία, αποβιβάζοντας σε μια μέρα σχεδόν 160.000 στρατιώτες στις παραλίες της Νορμανδίας. Αυτό άνοιξε το πολυαναμενόμενο δεύτερο μέτωπο στον πόλεμο εναντίον της ναζιστικής Γερμανίας και ξεκίνησε την αλυσίδα των γεγονότων που έληξε την πτώση του Βερολίνου τον Μάιο του 1945. Η D-Day αποτέλεσε τη μεγαλύτερη ημέρα εκείνης της επίθεσης και μια κρίσιμη στιγμή του πολέμου.

Στο παρελθόν, οι αμφίβιες επιθέσεις ήταν εξαιρετικά σπάνιες. Εάν επρόκειτο να πραγματοποιηθεί κάποια σήμερα, οι επαναστατικές αλλαγές στην τεχνολογία και στην στρατηγική θα κάνουν μια σύγχρονη αμφίβια επιχείρηση εντελώς διαφορετική.

Ανάλυση

Οι εκτεταμένες αμφίβιες επιθέσεις, όπως αυτή που έγινε η αφορμή για την εισβολή στη Νορμανδία, είναι ίσως οι πιο δύσκολες στρατιωτικές επιχειρήσεις. Αυτοί που βρίσκονται σε άμυνα συχνά είναι κρυμμένοι σε ισχυρά οχυρά, ενώ οι επιτιθέμενοι εκτίθενται σε ανοικτά πεδία με πυρά κατά μήκος της ακτογραμμής. Οι αποβάσεις απαιτούν αυστηρό προγραμματισμό, πολύ καλές πληροφορίες και άψογη υλικοτεχνική υποστήριξη. Τα στρατεύματα πρέπει να είναι καλά εκπαιδευμένα, ενθουσιώδη και με τόλμη να επιτεθούν σε παραλίες και να πέσουν από αέρος πίσω από τις εχθρικές γραμμές. Και στο τέλος, οι απρόβλεπτες καιρικές συνθήκες μπορούν εύκολα να εκτροχιάσουν ολόκληρη την επιχείρηση. Σε όλες σχεδόν τις περιπτώσεις, τα ποσοστά των θυμάτων είναι υψηλά και η αποτυχία οδηγεί σε σημαντικές στρατηγικές συνέπειες.

Για τους λόγους αυτούς, οι αμφίβιες επιθέσεις είναι σπάνιες. Η τελευταία μεγάλη αμφίβια απόβαση ήταν η «Επιχείρηση Χρωμίτης», η οποία πραγματοποιήθηκε τον Σεπτέμβριο του 1950 από τον στρατηγό DouglasMacArthurκατά τη διάρκεια του πολέμου στην Κορέα. Αυτή η αποφασιστική επίθεση εναντίον του Inchonπεριλάμβανε περισσότερα από 70.000 στρατεύματα και επέτρεψε στις δυνάμεις του ΟΗΕ να ξεφύγουν από την περιφέρεια Pusanκαι να ανακαταλάβουν τη Σεούλ. Μεγάλο μέρος του εξοπλισμού που χρησιμοποιήθηκε και από τις δύο πλευρές, ωστόσο, δεν ήταν σημαντικά διαφορετικό από αυτό που χρησιμοποιήθηκε έξι χρόνια πριν στην D-Day.

Σήμερα, ο χαρακτήρας μιας αμφίβιας επίθεσης θα ήταν αρκετά διαφορετικός. Η μόνη πιο σημαντική διαφορά θα απέρρεε από την εισαγωγή Κατευθυνόμενων Πυρομαχικών Ακριβείας. Κατά τη διάρκεια της απόβασης στην Νορμανδία, οι Γερμανοί που ήταν σε άμυνα δεν χρησιμοποίησαν το σωστό πυροβολικό, όπως το Flak 88 χιλιοστών για να χτυπήσουν το συμμαχικό πλοίο που πλησίαζε. Μια σύγχρονη δύναμη απόβασης θα προσέγγιζε την ακτή σε ένα αμφίβιο όχημα, όπως το αμερικανικό αμφίβιο όχημα επίθεσης, το οποίο κινείται με περίπου 13 χλμ την ώρα. Αυτό θα ήταν ευάλωτο για τους κατευθυνόμενους  αντιαρματικούς πυραύλους που ρίχνουν από θέσεις στην ξηρά. Την D-Day, τα πλοία του στόλου της συμμαχικής εισβολής ήταν επίσης σε θέση να πλησιάσουν σχετικά κοντά στην ακτή για να αναπτύξουν τα πλοία απόβασης. Η θανάσιμη απειλή των αντιπλοϊκών πυραύλων Κρούζ στον σύγχρονο πόλεμο θα ανάγκαζε έναν σύγχρονο στόλο να παραμείνει πιο μακριά μέσα στη θάλασσα, αφήνοντας ακόμη πιο εκτεθειμένα τα αμφίβια οχήματα. Ακόμη και η εισαγωγή αερομεταφερόμενων στρατευμάτων στην ενδοχώρα, η οποία αποτελεί το κλειδί για την διατάραξη του εχθρού και τη συγκράτηση των περασμάτων που παρεμποδίζει την επίθεση, είναι πιο επικίνδυνη, δεδομένου ότι η έλευση πυραύλων εδάφους-αέρος, συμπεριλαμβανομένων των φορητών συστημάτων αντιαεροπορικής άµυνας, είναι ευρέως διαθέσιμα.

Ο συνδυασμός αυτών των παραγόντων καθιστά την δύναμη από αέρος απολύτως απαραίτητη. Η από αέρος υπεροχή ή η κυριαρχία από τους επιτιθέμενους μπορεί τόσο να προστατεύσει τον αμφίβιο στόλο από τα εχθρικά αεροσκάφη όσο και να χτυπήσει την  άμυνα κατευθυνόμενων πυρομαχικών αυτών που αποκρούουν την επίθεση. Θα παρέχουν ταυτόχρονα τις απαραίτητες πληροφορίες, παρακολούθηση και αναγνώριση στοχοθετημένων θέσεων. Από την αντίθετη πλευρά, η ίδια η δύναμη που κάνει την απόβαση μπορεί να επωφεληθεί επίσης πολύ από την εισαγωγή δυνάμεων από αέρος με ελικόπτερα και αεροπλάνα.

Προκλήσεις για τη συνεχιζόμενη αμερικανική αμφίβια υπεροχή

Επί του παρόντος, δεν υπάρχει αντιστοιχία των αμερικανικών δυνατοτήτων ως προς την έναρξη μιας μεγάλης αμφίβιας επιχείρησης ενάντια σε έναν παγιωμένο αντίπαλο. Η πρόοδος στις αμυντικές δυνατότητες, ωστόσο, έχουν κάνει ακόμη και τις Ηνωμένες Πολιτείες να αγωνίζονται να διατηρήσουν την αμφίβια απόβαση ως επιλογή, εντός ανεκτών παραμέτρων κινδύνου.

Μέρος αυτής της πρόκλησης πηγάζει από την έλλειψη των αμφίβιων πλοίων απόβασης και του συναφούς εξοπλισμού. Τόσο ο κ. SamuelLocklearIII, αρχηγός των αμερικανικών στρατευμάτων στον Ειρηνικό, όσο και ο διοικητής του αμερικανικού ναυτικού, JimAmos, δήλωσαν ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν διαθέτουν τα αναγκαία για τη διεξαγωγή αμφισβητούμενης αμφίβιας επιχείρησης στον Ειρηνικό Ωκεανό. Τα εν λόγω αναγκαία περιλαμβάνουν μεγάλα αμφίβια πλοία, πλοία που μεταφέρουν τη δύναμη απόβασης στην ακτή και θωρακισμένα αμφίβια οχήματα επίθεσης.

Οι Ηνωμένες Πολιτείες αγωνίζονται να προσαρμόσουν την έλευση των κατευθυνόμενων πυρομαχικών όπλων και την προκύπτουσα απόσταση από την ακτή που πρέπει να διατηρήσει ένας στόλος που κάνει απόβαση. Ως απάντηση, το σώμα πεζοναυτών εισήγαγε μια νέα θεωρητική έννοια με το όνομα «ExpeditionaryForce21». Οι πεζοναύτες προβλέπουν ότι σήμερα οι στόλοι εισβολής θα πρέπει να παραμείνουν τουλάχιστον 65 ναυτικά μίλια από την ακτή και ότι αυτή η ασφαλής απόσταση θα αυξηθεί. Η λύση είναι να δοθεί πολύ μεγάλη έμφαση στα σκάφη σύνδεσης και τα υψηλής ταχύτητας σκάφη απόβασης που μπορούν να μετακινούνται ταχύτατα από το στόλο της εισβολής στην ακτογραμμή για την αποβίβαση της πραγματικής δύναμης. Οι πεζοναύτες αναζητούν επίσης αντικατάσταση των αργών, γηρασμένων αμφίβιων οχημάτων επίθεσης. Και διερευνούν στρατηγικές και προϊόντα για την ενίσχυση της γενικής αμφίβιας δυνατότητας, συμπεριλαμβανομένης της μεγαλύτερης χρήσης εμπορικών αγαθών, όπως πλοία μεταφοράς, και της τροποποίησης του κοινού ταχύπλοου σκάφους, προκειμένου να έχει ρόλο σε αμφίβιες αποβάσεις.

Ανεξάρτητα από την τεχνολογική πρόοδο, η τέχνη και η επιστήμη της αμφίβιας απόβασης παραμένει απαραίτητη για το παγκόσμιο οπλοστάσιο των ΗΠΑ. Η τεχνολογία και η στρατηγική αλλάζουν με την πάροδο του χρόνου, αλλά η γεωγραφία παραμένει σταθερή. Τα κατοικημένα παραθαλάσσια περιβάλλοντα και τα στρατηγικά νησιά εξακολουθούν να αποτελούν βασικά σημεία εισβολής σε σχεδόν οποιοδήποτε «θέατρο». Όπως διαπιστώθηκε κατά τη διάρκεια της αμερικανικής εισβολής στο Ιράκ στον πρώτο πόλεμο στον Κόλπο, υπάρχουν εναλλακτικές λύσεις για τις αμφίβιες αποβάσεις, συμπεριλαμβανομένου του χερσαίου διαδρόμου, των αποκλεισμών και των νησιών, αλλά οι Ηνωμένες Πολιτείες θα πρέπει να διατηρήσουν και τις αμφίβιες ικανότητες για να ανταποκριθούν τόσο στις στρατηγικές όσο και στις πολιτικές συνθήκες στο μέλλον.

Δημοσιεύθηκε στον Τύπο της Κυριακής 10/6