ΑΞΙΑ  ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΗ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ 

Δέσποινα    Συριοπούλου 

Νέα Υόρκη. Οι πιθανότητες για μια επίθεση εναντίον του Ιράν και του πυρηνικού του προγράμματος από τις Ηνωμένες Πολιτείες και το Ισραήλ κάθε άλλο παρά μειώνονται, ιδιαίτερα μάλιστα σε μια περίοδο που η Washington ετοιμάζεται να υποδεχτεί την «αλλαγή» -πάντα βάσει των μέχρι τώρα δεδομένων και αν δεν συμβεί κάτι που θα μπορούσε να φέρει μια άλλη διαφορετική ανατροπή…- που θα φέρει ο έγχρωμος γερουσιαστής Μπάρακ Ομπάμα, άμα τη εκλογή του στο υψηλότερο αξίωμα της χώρας. Μετά την αποκάλυψη των «Τάιμς» της Νέας Υόρκης για την στρατιωτική άσκηση του Ισραήλ εν είδει πρόβας τζενεράλε ή όπως δήλωσε αμερικανός αξιωματούχος στο ABC «βασική, απαραίτητη εκπαίδευση» για μία ισραηλινή επιχείρηση κατά του Ιράν, φαίνεται πως ανοίγει σταδιακά ο «ασκός του Αιόλου» για ακόμη μια φορά στην πολύπαθη ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολής. Άλλωστε η απειλή, όπως είναι πλέον σύνηθες να αποκαλείται, του Ιράν απασχολεί εδώ και χρόνια την αμερικανική πρωτεύουσα, ιδίως μετά την επέμβαση στο Ιράκ. ΑΞΙΑ  ΣΕΛ 52  ΣΕΛ 53

 Ήταν τότε που τα μεγάλα αμερικανικά δίκτυα με εκτενή ρεπορτάζ αφιέρωναν πολύ από τον πολύτιμο και πανάκριβο χρόνο τους στην κοινωνία των Ιρανών, στο θεοκρατικό καθεστώς, στην ανελευθερία, στην έλλειψη ελευθεροτυπίας, στις καταπιεσμένες γυναίκες κτλ. Τότε αναλυτές μιλούσαν για την προετοιμασία της κοινής γνώμης να δεχτεί μια ακόμη επιχείρηση επελευθέρωσης και εκδημοκρατισμού, μετά την «εύκολη» επιχείρηση «Σοκ και Δέος» στο Ιράκ. Παρόλα αυτά, το Ιράκ, όσο και αν φάνταζε μια υπόθεση που θα τελείωνε πολύ γρήγορα και πολύ εύκολα, σήμερα πεντέμιση χρόνια μετά όχι μόνο δεν έχει τελειώσει, αλλά τελεί ως μια αιμορραγική πληγή στον αμερικανικό προϋπολογισμό. Μα το κυριότερο κοστίζει σε ανθρώπινες ζωές. Οι απώλειες των αμερικανών στρατιωτών, σε συνδυασμό με την κακή κατάσταση της αμερικανικής οικονομίας, ιδίως όταν το αμυντικό πρόγραμμα του πενταγώνου απολαμβάνει την μερίδα του λέοντος στον αμερικανικό προϋπολογοισμό είχαν αντίκτυπο και στην αμερικανική κοινή γνώμη, που ζητά πλέον επίμονα την λήξη του πολέμου και την επιστροφή των αμερικανικών δυνάμεων στις Ηνωμένες Πολιτείες. Πoλύ δε περισσότερο, ζητά να μην ξεκινήσει ακόμα ένας. Ιδίως αν λάβει κανείς υπ'όψιν του ότι το Ιράκ δεν είναι Ιράν. Αλλά το σενάριο μιας πιθανής επίθεσης υπάρχει ως ενδεχόμενο εδώ και χρόνια. Το σχέδιο "Operation BITE" ή η επιχείρηση υπό το κωδικό όνομα "TIRRANT" από το 2003 που επεξεργάζονταν αμερικανοί αξιωματούχοι δεν αφήνει καμιά αμφιβολία ότι η Washington στο στρατηγικό σχεδιασμό της δεν περιλαμβάνει και την Τεχεράνη. Σύμμαχος στρατηγικής σημασίας στην όλη προσπάθεια είναι το Ισραήλ, που όπως απέδειξαν οι εξελίξεις των τελευταίων εβδομάδων, δείχνει να έχει πάρει τα ηνία -τουλάχιστον φαινομενικά- στην ένταση με το Ιράν. Η Ουάσιγκτον απλά παρακολουθεί πολύ προσεκτικά, επαναλαμβάνοντας την γνωστή επιχειρηματολογία που ενίοτε χρησιμοποιεί. Το αν θα ακολουθήσει ή θα πρωτοστατήσει σε όποια ενδεχόμενη κίνηση εναντίον της Τεχεράνης εξαρτάται πλέον από πολλούς παράγοντες. Και από τις εκλογές. Πάντως η στρατιωτική άσκηση του Ισραήλ πριν από δυο εβδομάδες περίπου είχε τον αντίστοιχο αντίκτυπο στην αμερικανική πρωτεύουσα. Όπως επισήμανε στην «Γουόλ Στριτ Τζόρναλ» την περασμένη εβδομάδα αμερικανός στρατιωτικός αξιωματούχος, η εν λόγω κίνηση κατάφερε να διασπάσει σε δυο ομάδες όλους όσους ασχολούνται με την χάραξη πολιτικής της Ουάσιγκτον. Κάποιοι την εξέλαβαν ως πρόβα για μια μελλοντική επίθεση εναντίον του Ιράν, ενώ κάποιοι άλλοι ως απλά επίδειξη δύναμης, με στόχο να υπενθυμίσει και στην αμερικανική πρωτεύουσα αλλά και στην Τεχεράνη την ισραηλινή ανησυχία. Τα σενάρια πλέον τοποθετούν και χρονικά μια τέτοια επέμβαση, ενώ οι πιθανές συνέπειες καταγράφονται ως καταστροφικές. Από την στιγμή που δημοσιοποιήθηκε η άσκηση των Ισραηλινών, πολλοί αμερικανοί αξιωματούχοι, αλλά και ειδικοί αναλυτές αναλώνονται στην υπόθεση «Ιράν», δίνοντας είτε τις εκτιμήσεις, είτε σενάρια μιας πιθανής σύγκρουσης. Ο Τζον Μπόλτον, πρώην πρέσβης των Ηνωμένων Πολιτειών στα Ηνωμένα Έθνη και ένθερμος υποστηρικτής της πολιτικής Μπους σε συνέντευξή του στην βρετανική εφημερίδα «Ντέιλι Τέλεγραφ», αν και θεωρεί ότι η Ουάσιγκτον έχει εγκαταλείψει το ενδεχόμενο μιας επέμβασης στο Ιράν, εντούτοις πιστεύει ότι το Ισραήλ είναι δυνατό να «χτυπήσει» τις ιρανικές πυρηνικές εγκαταστάσεις στο διάστημα μεταξύ των προεδρικών εκλογών του προσεχούς Νοεμβρίου και της ορκωμοσίας του νέου προέδρου των Ηνωμένων Πολιτειών στις 20 Ιανουαρίου του 2009. Ωστόσο, όπως συνεχίζει ο αμερικανός αξιωματούχος, μια νίκη του Μπάρακ Ομπάμα μπορεί να επισπεύσει την απόφαση του Ισραήλ για επίθεση εναντίον του Ιράν, δεδομένου των θέσεων που έχει αναπτύξει ο έγχρωμος δημοκρατικός υποψήφιος για υψηλού επιπέδου συνομιλίες, ενώ αντίθετα η νίκη του ρεπουμπλικάνου Τζον ΜακΚέιν θα μπορούσε να καθυστερήσει τις ισραηλινές επιδιώξεις. Στο ίδιο μήκος κύματος περίπου, χωρίς να θέσει χρονικούς προσδιορισμούς, κινήθηκε και ο Μπιλ Κρίστολ, εκδότης του εβδομαδιαίου περιοδικού ανάλυσης «Γουίκλι Στάνταρντ», ο οποίος εξέφρασε την άποψη ότι ο αμερικανός πρόεδρος Μπους "θα μπορούσε να οδηγηθεί σε μια επίθεση εναντίον του Ιράν, υπό το πρίσμα της νίκης του δημοκρατικού υποψηφίου Μπάρακ Ομπάμα ". Σύμφωνα με τον αμερικανό πολύ καλό γνώστη της πολιτικής της Ουάσιγκτον, η απόφαση για το ενδεχόμενο επίθεσης θα μπορούσε να αποτελέσει προϊόν της νέας κυβέρνησης, αν ο Τζόρτζ Μπους πίστευε ότι ο Τζον ΜακΚέιν θα ήταν ο επόμενος πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών. O Μάικλ Όρεν, ειδικός σύμβουλος στο δημοσιογραφικό δίκτυο CBS, δίνοντας την δική του οπτική στο θέμα, υποστηρίζει ότι το Ισραήλ αφενός δεν μπορεί (και προφανώς δεν θέλει) να περιμένει την καινούργια κυβέρνηση μετά τις εκλογές της 4ης Νοεμβρίου, δεδομένου ότι δεν γνωρίζει ποια πολιτική θα ακολουθήσει η Ουάσιγκτον στο θέμα, και αφετέρου ότι έχει ήδη την διαβεβαίωση από το πρόεδρο Μπους ότι η κυβέρνησή του δεν θα επιτρέψει σε καμιά περίπτωση το Ιράν να αποκτήσει πυρηνικά.

Την ίδια άποψη με τον Τζον Μπόλτον -αναφορικά με το ενδεχόμενο μιας ισραηλινής επίθεσης, αλλά και τον χρονικό προσδιορισμό της- εξέφρασε προ ημερών ανώτερος αξιωματούχος του αμερικανικού Πενταγώνου, ο οποίος, κρατώντας την ανωνυμία του, εκτιμά ότι υπάρχουν αυξημένες πιθανότητες οι Ισραηλινοί προτίθενται να πλήξουν τις πυρηνικές εγκαταστάσεις του Ιράν πριν από την ορκωμοσία του νέου προέδρου. Σύμφωνα με το αμερικανικό ειδησεογραφικό δίκτυο ABC, ο αμερικανός αξιωματούχος θεωρεί πολύ πιθανή μιας ισραηλινή επίθεση εναντίον των πυρηνικών εγκαταστάσεων του Ιράν πριν από το τέλος του έτους, εκφράζοντας ταυτόχρονα την ανησυχία αλλά και τον προβληματισμό της Ουάσιγκτον για μια επικείμενη απάντηση εκ μέρους της Τεχεράνης εναντίον όχι μόνο ισραηλινών αλλά και αμερικανικών στόχων. Για το υψηλόβαθμο στέλεχος της κυβέρνησης Μπους, τους δυο βασικούς παράγοντες ή διαφορετικά τις δυο «κόκκινες γραμμές» που είναι δυνατόν να επιφέρουν την ισραηλινή επίθεση, αποτελούν πρώτα η περίοδος κατά την οποία στις ιρανικές εγκαταστάσεις της Νατάνζ θα παραχθεί ποσότητα εμπλουτισμένου ουρανίου, επαρκής για την κατασκευή πυρηνικής βόμβας, και δεύτερον η παράδοση του αμυντικού συστήματος SA-20 που προμηθεύεται το Ιράν από τη Συρία. Σύμφωνα πάντα με τα όσα ανέφερε στο αμερικανικό τηλεοπτικό δίκτυο ο αξιωματούχος του Πενταγώνου, αναφορικά με την πρώτη «κόκκινη γραμμή» οι εκτιμήσεις ισραηλινών και αμερικανών για την παραγωγή ποσότητας του εμπλουτισμένου ουρανίου δείχνουν εντός του 2009, γεγονός που προφανώς επιβάλλει την εφαρμογή της προληπτικής λογικής εκ μέρους των ισραηλινών ή/και των αμερικανών, προκειμένου να αποτρέψουν το ενδεχόμενο της κατασκευής μιας πυρηνικής βόμβας. Όσο για την δεύτερη «κόκκινη γραμμή», η εκτίμηση του ανώτερου στελέχους του αμερικανικού υπουργείου Άμυνας εστιάζει στο γεγονός ότι το Ισραήλ μπορεί να επιδιώξει να επιτεθεί πριν από την εγκατάσταση του αμυντικού συστήματος, το οποίο και θα έκανε πολύ πιο δύσκολη μία ανάλογη επιχείρηση.

Ωστόσο, στρατιωτικοί αναλυτές πιστεύουν ότι το Ισραήλ από μόνο του, χωρίς δηλαδή την βοήθεια της Washington δεν μπορεί να πραγματοποιήσει επίθεση εναντίον του Ιράν. Θεωρούν μάλιστα ότι η ισραηλινή πολεμική αεροπορία δεν επαρκεί και δεν διαθέτει στρατηγική ικανότητα να επιτεθεί (στο Ιράν), πολύ δε περισσότερο να προκαλέσει μεγάλο πλήγμα στο πυρηνικό του πρόγραμμα, υποννοώντας πιθανότατα την δεδομένη συνδρομή των Ηνωμένων Πολιτειών σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο, προκειμένου να επιτευχθεί ο στόχος. Το μπαράζ των πληροφοριών, των σεναρίων και των αναλύσεων που έρχονται στο φως της δημοσιότητας συμπλήρωσε λίγες μέρες πριν το άρθρο του βραβευμένου με Πολυλιτζερ δημοσιογράφου Σέιμουρ Χερς στο περιοδικό Νιου Γιόρκερ. Επικαλούμενος πηγές από τις μυστικές υπηρεσίες, στο Κογκρέσο και το στρατό, ο  Σέιμουρ Χερς κάνει λόγο για αμερικανικές επιχειρήσεις στο Ιράν, οι οποίες  ξεκινούν από τα νότια του Ιράκ με στόχο την αποσταθεροποίηση της χώρας. Οι εν λόγω επιχειρήσεις, οι οποίες έχουν ξεκινήσει χρόνια πριν, εντάσσονται στον γνωστό «πόλεμο εναντίον της τρομοκρατίας» με βασικό θιασώτη του τον νυν αμερικανό πρόεδρο. Σύμφωνα με τα όσα αναφέρει το πολυσέλιδο άρθρο, το Κογκρέσο, ύστερα από αίτημα του αμερικανού προέδρου, ενέκρινε την χρηματοδότηση ύψους 400 εκατομμυρίων δολαρίων μυστικών επιχειρήσεων της CIA εναντίον του Ιράν, οι οποίες περιλαμβάνουν, πέρα από την συγκέντρωση πληροφοριών για το πυρηνικό πρόγραμμα, τη στήριξη εξόριστων οργανώσεων και αραβικών μειονοτήτων. Ωστόσο, οι ολοένα αυξανόμενες αμερικανικές επιχειρήσεις, αλλά και η περιορισμένη γνώση του Κογκρέσου για το είδος των επιχειρήσεων αυτών αποτελούν ανάχωμα στην έγκριση του προϋπολογισμού, μια και οι εξηγήσεις που έχουν δοθεί από την CIA δεν κρίνονται επαρκείς για την Βουλή και την Γερουσία, προκειμένου να εγκρίνουν τα σχετικά κονδύλια. Από την πλευρά της η CIA επισημαίνει ότι οι επιχειρήσεις έχουν να κάνουν με την διάσωση των αμερικανών στρατιωτών, εξηγήσεις που φαίνεται πως δεν πείθουν και δημιουργούν μεγάλες επιφυλάξεις στη στάση που κρατά το Κογκρέσο. Την ίδια στιγμή, σύμφωνα πάντα με τον Σέιμουρ Χερς, είναι αρκετοί οι αξιωματούχοι, οι οποίοι -δεδομένης της στάσης που κρατά το Κογκρέσο- αμφιβάλλουν για το αν ένα χτύπημα στις πυρηνικές εγκαταστάσεις του Ιράν αποτελεί την καλύτερη λύση εν συγκρίσει με την διπλωματική οδό που μπορεί να ακολουθηθεί. Να σημειώσουμε τέλος ότι το άρθρο του Σέιμουρ Χερς προκάλεσε την αντίδραση του Αμερικανού πρέσβη στο Ιράκ, ο οποίος δήλωσε ότι «οι αμερικανικές δυνάμεις δεν επιχειρούν πέραν των συνόρων, στο Ιράν».

Οι ισραηλινές πιέσεις, ωστόσο, προς την αμερικανική κυβέρνηση, όπως αναφέρουν αμερικανοί αξιωματούχοι, προκειμένου να πάρουν το πολυπόθητο «οκ» για μια απο κοινού επίθεση είναι ιδιαίτερα έντονες. Αποτέλεσμα αυτών ήταν η επίσπευση του ταξιδιού του ναυάρχου Μάικ Μούλεν στο Ισραήλ, το οποίο ήταν προγραμματισμένο να γίνει κάποια στιγμή στο προσεχές μέλλον, οι τελευταίες όμως εξελίξεις δεν άφησαν το περιθώριο για αναβολή. Πάντως, εσωτερικά στην κυβέρνηση, ο αντιπρόεδρος Ντικ Τσένεϊ εξακολουθεί να παραμένει ένθερμος υποστηρικτής μιας επίθεσης εναντίον του Ιράν, ενώ και ο υπουργός άμυνας Ρόμπέρτ Γκέιτς και ο ναύαρχος Μάικ Μούλεν αντιτίθενται σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο που θα ανοίξει άλλο ένα μεγάλο μέτωπο στην περιοχή, μετά το Αφγανιστάν και το Ιράκ. Από την άλλη πλευρά, η τελευταία έκθεση του Πενταγώνου έρχεται να ενισχύσει την όλη ρητορική εναντίον της Τεχεράνης, στην οποία αναφέρεται, μεταξύ άλλων, ότι το Ιράν συνεχίζει να τροφοδοτεί με χρήματα και  όπλα τους Σιίτες μαχητές στο Ιράκ, ενώ παράλληλα ευθύνεται για τη διακίνηση μεγάλης κλίμακας όπλων, πολεμοφοδίων και εκρηκτικών, καθώς και για τη βοήθεια σε χρηματοδότηση, αμυντικό εξοπλισμό και καθοδήγηση δικτύων που πραγματοποιούν εξεγέρσεις.  

Από την στιγμή που επελέγη -αναμφισβήτητα για κάποιους λόγους- να δημοσιοποιηθεί η ισραηλινή άσκηση (πολλοί αναλυτές εκτιμούν ότι στόχευε στην προετοιμασία της κοινής για την πιθανότητα μιας τρίτης αμερικανικής επιχείρησης), δημιουργώντας και την ανάλογη ένταση μεταξύ Τεχεράνης και Ισραήλ, ειδικοί αναλυτές στις μυστικές υπηρεσίες των Ηνωμένων Πολιτειών επεξεργάζονται όλα τα πιθανά σενάρια, ή καλύτερα όπως τα χαρακτηρίζουν, εφιαλτικά -όπως τα χαρακτηρίζουν- σενάρια, για τον τρόπο με τον οποίο μπορεί να απαντήσει η Τεχεράνη σε μια επίθεση εναντίον της. Τα πιθανά σενάρια, όπως αναφέρονται σε άρθρο της «Νιου Γιορκ Σάν» περιλαμβάνουν τρομοκρατικά χτυπήματα στο λιμάνι Ras Tanura της Σαουδικής Αραβίας, από όπου πραγματοποιούνται εξαγωγές πετρελαίου προς την Ασία, επίθεση στον 5ο στόλο των Ηνωμένων Πολιτειών που βρίσκεται στον Περσικό Κόλπο, την έναρξη ενός νέου γύρου στο πόλεμο μεταξύ της Χεζμπολάχ και του Ισραήλ, καθώς επίσης και μια νέα προσπάθεια για υποκίνηση νέων εξεγέρσεων στο Ιράκ μέσω του στρατού Μοκντάτα Αλ Σάντρς Μαχντί ή άλλες ομάδες που ελέγχονται από τους Φρουρούς της Επανάστασης του Ιράν. Τέλος στα σενάρια περιλαμβάνεται και οι τρομοκρατικές -όπως χαρακτηρίζονται- επιχειρήσεις της Χεζμπολάχ ή των ιρανικών μυστικών υπηρεσιών σε «μικρούς στόχους», κυρίως σε μέρη που συγκεντρώνεται κόσμος, σε τρίτες χώρες, ακόμα και στις Ηνωμένες Πολιτείες. «Μια πολύ προσεκτική αλλά άμεση αντίδραση» εκτιμά ο Μάικλ Σιχάν, πρώην αναπληρωτής διευθυντής της αστυνομίας της Νέας Υόρκης στο τμήμα της αντιτρομοκρατίας, ότι θα έχει το Ιράν, αντίδραση που θα κατευθύνεται από τις μυστικές υπηρεσίες της χώρας, ενώ ο Κένεθ Πάτρικ, πρώην διευθυντής στο τμήμα αντιτρομοκρατίας του FBI στο τμήμα για το Ιράν και τη Χεζμπολάχ θεωρεί ότι οι ιρανοί είναι πιθανότερο να χτυπήσουν στόχους στον περσικό κόλπο, εστιάζοντας στα στενά του Χουρμούζ.

Η ένταση των τελευταίων ημερών μεταξύ του Ισραήλ και της Τεχεράνης, με την Ιερουσαλήμ να δείχνει ξεκάθαρα τις διαθέσεις της προσδοκώντας την αμερικανική αποφασιστική συνδρομή, δεν φαίνεται να τείνει προς την αποκλιμάκωση. Η «επερχόμενη καταστροφή» όπως περιγράφεται από ένα πρώην στέλεχος του αμερικανικού στρατού σε θέματα αντιτρομοκρατίας, βετεράνο του πολέμου του Ιράκ και συγγραφέα,  τον Ντέιβιντ Ντε Μπάτο, έχει μόνο μελανά χρώματα. Στην περίπτωση που οι Ηνωμένες Πολιτείες επιθεθούν στο Ιράν, ο αμερικανικός λαός οφείλει να είναι προετοιμασμένος για μια επίθεση μεγαλύτερη από αυτή της 11ης Σεπτεμβρίου. Σε ένα πρώτο επίπεδο, όπως εκτιμά ο  Ντε Μπάτο, θα υπάρξουν πολλές ανθρώπινες απώλειες στην αρχική επέμβαση, τόσο από την πτώση των μαχητικών αεροσκαφών, όσο και από τα πλήγματα στο πολεμικό ναυτικό, ενώ θεωρεί ότι για πρώτη φορά μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο θα χτυπηθεί αμερικανικό αεροπλανοφόρο. Αντίστοιχα χτυπήματα θα προκληρούν και στις ισραηλινές δυνάμεις, καθώς παράλληλα εντός της χώρας η Χέζμπλάχ θα συμμετάσχει σε μια γενικευμένη επίθεση ισραηλινών στόχων. Στο παιχνίδι, όπως λέει ο αμερικανός -πλέον- συγγραφέας μπαίνει και η Συρία, με επιθέσεις εναντίον του Ισραήλ. Όσο για τις Ηνωμένες Πολιτείες, την επομένη μέρα μιας πιθανής επέμβασης η Γουόλ Στριτ (και σε μικρότερη έκταση τα μεγάλα χρηματιστήρια της Ευρώπης και της Ασίας) θα εμφανίσει μεγάλες πτωτικές τάσεις, με το πετρέλαιο να ξεπερνά τα 200 δολάρια με πορεία στα 300 και το γαλόνι της βενζίνης στο εσωτερικό της χώρας να αγγίζει τα 8 με 10 δολάρια.  

Πιθανά το σενάριο του Ντέιβιντ Ντε Μπάτο να αγγίζει σε κάποιο σημείο την υπερβολή για τους αμερικανούς υπεραισιόδοξους υπέρμαχους της Pax Americana. Το σίγουρο πάντως είναι ένα. Όποια κίνηση εκ μέρους του Ισραήλ και των Ηνωμένων Πολιτειών εναντίον της Τεχεράνης δεν πρόκειται να μείνει χωρίς απάντηση.  Άλλωστε ήταν σαφής και πολύ ξεκάθαρος Mohammad Hejazi, ανώτερος αξιωματικός των Φρουρών της Επανάστασης. Πέρα από την συμβουλή του προς τους αμερικανούς αξιωματούχους να είναι προσεκτικοί να μην αντιμετωπίσουν άλλη μια τραγωδία, εκείνο που δείχνει τις προθέσεις αλλά και τις μελλοντικές αντιδράσεις που θα προκαλέσει μια αμερικανο-ισραηλινή επέμβαση περιέχεται σε μια απλή πρόταση: «Φέρτε μπαστούνια και τεχνητά μέλη, διότι δεν θα έχετε πόδια να επιστρέψετε». Από κει και έπειτα τα σχόλια είναι περιττά…και τα σενάρια για την επόμενη μέρα ίσως κάτι περισσότερο από εφιαλτικά!

j_limberman.jpgΟ Αμερικανός γερουσιαστής Τζο Λίμπερμαν σε συνέντευξή του προ ημερών στο ειδησεογραφικό δίκτυο CBS ανέφερε πως υπάρχει πιθανότητα επίθεσης εναντίον των Ηνωμένων Πολιτειών στον πρώτο χρόνο της θητείας του νέου προέδρου, με το επιχείρημα ότι «οι εχθροί μας θα ελέγξουν τον νέο πρόεδρο νωρίς». Επικαλούμενος τα όσα συνέβησαν είτε τον πρώτο χρόνο της θητείας του Μπιλ Κλίντον (με την επίθεση στο Παγκόσμιο κέντρο Εμπορίου), είτε την αντίστοιχη χρονική περίοδο της θητείας του προέδρου Μπους με τα γεγονότα της 11ης Σεπτεμβρίου, ο αμερικανός γερουσιαστής θεωρεί ότι ο ρεπουμπλικάνος υποψήφιος για την προεδρία Τζον ΜακΚέιν «είναι έτοιμος να προστατεύσει την ασφάλεια των αμερικανών πολιτών» και «είναι ο μόνος που θα πλήρωνε το όποιο τίμημα για να διασφαλίσει την επιβίωση και την διατήρηση της ελευθερίας». Πολλοί αναλυτές είδαν τις δηλώσεις του Τζο Λίμπερμαν ως μια προσπάθεια για δημιουργία κλίματος πανικού και φόβου στους αμερικανούς, ώστε να επικρατήσει η άποψη ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες χρειάζονται έναν βετεράνο πολέμου να προστατεύσει το έθνος.  ΑΞΙΑ  ΣΕΛ 52  ΣΕΛ 53