Τα μηνύματα που έλαβε η ελληνική πλευρά από τη συνάντηση με τον Αμερικανό πρόεδρο

Στήριξη για χρέος και επενδύσεις

Γράφει ο Νίκος Σβέρκος

Τη διαβεβαίωση πως η αμερικανική ηγεσία θα στηρίξει τις προσπάθειες για ταχεία οριστικοποίηση των μέτρων ελάφρυνσης του χρέους από τις αρχές του 2018 και πως θα ενισχύσει τις επενδύσεις στην Ελλάδα θέτει στο προσκήνιο η ελληνική κυβέρνηση, μετά τη συνάντηση του Αλέξη Τσίπρα με τον Ντόναλντ Τραμπ στην Ουάσινγκτον.

Σε αυτό το πλαίσιο η επίσκεψη συνολικά θεωρείται θετική και επιτυχημένη από το Μαξίμου, ενώ τα αρμόδια στελέχη ξεκαθαρίζουν πως δεν προκύπτει αλλαγή από το μακρόχρονο «status quo» αναφορικά με τη βάση της Σούδας και τα εξοπλιστικά προγράμματα.

Κυβερνητικές πηγές αξιολογούν τα μηνύματα που έλαβε η ελληνική πλευρά από τη συνάντηση με τον Αμερικανό πρόεδρο και ξεχωρίζουν τις ιδιαίτερα θετικές επισημάνσεις για την προοπτική της επιτυχούς ανάκαμψης της ελληνικής οικονομίας, την αναγνώριση του σημαντικού γεωστρατηγικού ρόλου της Ελλάδας, αλλά και τη διαβεβαίωση πως ο Λευκός Οίκος θα φροντίσει για την τόνωση των αμερικανικών επενδύσεων στη χώρα μας.

Στο πλαίσιο αυτό, άλλωστε, προετοιμάζεται ήδη η αποστολή μεγάλης ομάδας Αμερικανών επιχειρηματιών στην Αθήνα πριν από το τέλος του έτους, ώστε να προκύψουν συμφωνίες στα πεδία του εμπορίου και της μεταποίησης.

Ο πρωθυπουργός είχε άλλωστε συνάντηση και με στελέχη μεγάλων επενδυτικών ομίλων, όπως η Marathon Asset Management με αξία χαρτοφυλακίου άνω των 15 δισ. δολαρίων, η ABS που διαχειρίζεται κεφάλαια της τάξης των 5 δισ., η Silver Point Capital με αξία κοντά στα 10 δισ. και η Greylock Capital με αξία άνω του 1 δισ. Σύμφωνα με πληροφορίες, όλοι οι επενδυτές δήλωσαν έτοιμοι να καταφτάσουν ή να εντείνουν τις δραστηριότητές τους στην Ελλάδα.

Οσον αφορά δε το χρέος, οι δηλώσεις Τραμπ ήρθαν να προστεθούν στη «γραμμή» που χαράζει το ΔΝΤ για την ανάγκη επίσπευσης των μέτρων ελάφρυνσης, κάτι που γίνεται δεκτό με ικανοποίηση από την Αθήνα. Μια τέτοια εξέλιξη σε συνδυασμό με την επίτευξη ανάπτυξης κοντά στο 2% φέτος και την προοπτική ολοκλήρωσης του προγράμματος αναμένεται να διευκολύνουν έτι περαιτέρω τη διενέργεια δοκιμαστικών εξόδων στις αγορές και τελικά την «καθαρή έξοδο» από το μνημονιακό καθεστώς.

Κυβερνητικά στελέχη επισημαίνουν πως δεν ευθύνονται μόνον οι γεωστρατηγικοί λόγοι για την προσέγγιση των ΗΠΑ προς τη χώρα μας, αλλά και η εμπέδωση της πολυδιάστατης εξωτερικής πολιτικής, που αναβαθμίζει συνολικά τη θέση της χώρας.

Η ελληνική κυβέρνηση «έχει καταφέρει να δημιουργήσει διαύλους επικοινωνίας με άλλες δυνάμεις και είναι αυτό που προκαλεί αυξημένο ενδιαφέρον», δήλωσε ο Δημήτρης Τζανακόπουλος (Real FM), σημειώνοντας όμως παράλληλα πως «οι ΗΠΑ είναι παραδοσιακός σύμμαχος της Ελλάδας και μια οικονομική δύναμη με μεγάλες επενδύσεις στη χώρα μας». Από εκεί και πέρα, συμπλήρωσε, «το σπίτι μας είναι η Ευρώπη και η ευρωζώνη» και προσέθεσε ότι «η Ευρώπη θα πρέπει να λύνει μόνη της τα προβλήματά της».

Τα εξοπλιστικά

Αναφορικά πάντως με τις συμφωνίες για τον τομέα των εξοπλιστικών, ο κυβερνητικός εκπρόσωπος υπογράμμισε πως «η βάση της Σούδας λειτουργεί με ένα συγκεκριμένο καθεστώς», πως «αυτή τη στιγμή δεν υπάρχει συζήτηση για να αλλάξει αυτό το καθεστώς» και πως η βάση «έχει πάρει ανανέωση μέχρι το 2019».

Αναφορικά δε με την ανανέωση του στόλου των μαχητικών αεροσκαφών F-16 επανέλαβε ότι «αποτελεί, κατ’ αρχήν, μια αναγκαία συμφωνία για να μην απαξιωθεί ένας πολύ μεγάλος στόλος αεροπλάνων για τον οποίο Ν.Δ. και ΠΑΣΟΚ, με τις συμφωνίες που έκλειναν όλες τις προηγούμενες δεκαετίες, έχουν δαπανήσει δεκάδες δισεκατομμύρια». Εστιάζοντας στο κόστος της αναβάθμισης δήλωσε πως «σε ό,τι αφορά τον ελληνικό προϋπολογισμό, (η επιβάρυνση) θα είναι ύψους 1,1 δισ.» και μάλιστα «σε ένα βάθος 10ετίας-15ετίας».

«Κανείς δεν είναι χαρούμενος όταν μιλάμε για εξοπλισμούς», συνέχισε ο Δημήτρης Τζανακόπουλος, σημειώνοντας πως «πρόκειται για μια συμφωνία αναγκαία» και «επωφελή στον βαθμό, βεβαίως, που την εντάσσουμε στο συγκεκριμένο πλαίσιο, δηλαδή στο πλαίσιο της αεράμυνας της χώρας». Χαρακτήρισε «όλη αυτή τη φασαρία ολίγον υπερβολική», καθώς «είναι η φθηνότερη από τις λύσεις οι οποίες προτείνονταν». Ανέφερε χαρακτηριστικά ότι ορισμένοι θεωρούν πως «θα πρέπει να πάμε σε μια ριζική ανανέωση του στόλου, με αγορές F-35 κ.λπ. Ωστόσο, αυτό δεν είναι η επιλογή της ελληνικής κυβέρνησης».

Οσον αφορά, τέλος, τις αιτιάσεις περί ασυμβατότητας της Αριστεράς με τον Αμερικανό πρόεδρο, ο κυβερνητικός εκπρόσωπος είπε πως «ο κ. Τραμπ είναι ο εκλεγμένος πρόεδρος των ΗΠΑ και ως τέτοιον οφείλουν να τον αντιμετωπίζουν τόσο ο πρωθυπουργός όσο και η ελληνική κυβέρνηση». Επισήμανε πως ο Αλέξης Τσίπρας «εκπροσωπεί τη χώρα και την ελληνική κυβέρνηση» και όχι «τις προσωπικές του πολιτικές καταγωγές, ούτε τις στάσεις της Αριστεράς απέναντι στην αμερικανική πολιτική των προηγούμενων δεκαετιών».

Πηγή