του Δημήτρη Σκουτέρη 

Πόσο πολιτικά και ιδεολογικά ουδέτερη μπορεί να είναι η φτώχεια, που εξαπλώνεται παγκοσμίως; 

Η αλήθεια είναι, ότι κάποιοι φρόντισαν να μας μεγαλώσουν με το αρχετυπικό δίπολο πλούσιος-φτωχός. Από τα παραμύθια, όπου ο ρόλος του πλούσιου εναλλάσσονταν με αυτήν του φτωχού, μέχρι τις κλασικές ταινίες του παλιού ελληνικού κινηματογράφου. Εκεί η σχέση του πλούσιου με την φτωχή (πλην τίμια) είχε το happy end που της έπρεπε, επικύρωνε τη «φυσιολογική» ύπαρξη πλουσίων και φτωχών.

Είναι γνωστό, ότι τα αρχέτυπα, είτε ως συλλογικές αναπαραστάσεις, είτε ως μορφογενετικά πρότυπα, είτε ως μοντέλα επανάληψης βασικών γεγονότων, είτε ως κατασκευή βασικών δυναμικών σχημάτων για την εξομοίωση διαδικασιών, καθοδηγούν βασικές συμπεριφορές μας. Επίσης, τα αρχέτυπα, ως ιδεατό γενικό δομικό σχέδιο, ανεξάρτητο από συνθήκες, συντελούν ως ουσιαστικό συστατικό στη διαμόρφωση της ψυχής, του πνεύματος και του νου.

Μάθαμε, λοιπόν, και εκπαιδευτήκαμε μέσα από εικόνες, ιδέες αλλά και εμπειρίες να αποδεχόμαστε τη φτώχεια ως κάτι το φυσικό, το αυτονόητο. Μια κατάσταση που διαχρονικά συνέβαινε και θα εξακολουθεί να συμβαίνει.

Οι κυρίαρχες δυνάμεις, οι δυνάμεις χειραγώγησης της κοινωνίας, μας εκπαίδευσαν να αντιμετωπίζουμε τους φτωχούς με συμπάθεια, με συμπόνοια, να επιδεικνύουμε τη δέουσα φιλανθρωπία. Ενίοτε (και τότε καλώς το πράττουμε) να επιβραβεύουμε τον αλτρουισμό και την ανιδιοτέλεια κάποιων αναγνωρίσιμων ανθρώπων, που ανάλωσαν τη ζωή τους και την περιουσία τους στην αντιμετώπιση της πείνας, της φτώχειας, στην στήριξη των ανήμπορων. Αλλά αυτοί ήταν και είναι οι μονάδες και όχι εκείνοι οι πλούσιοι που ιδιοποιούνται τον πλούτο των εθνών με χίλιους μύριους τρόπους (φοροκλοπή-φοροαποφυγή, Panama και Paradise papers, λίστες Λαγκάρντ κλπ).

Η πείνα ως παγκόσμιο φαινόμενο

Παρά τη δέσμευση του συνόλου των κρατών, για το αντίθετο, και σήμερα η πείνα αυξάνεται παγκοσμίως. Το 11% του παγκόσμιου πληθυσμού, δηλαδή 815 εκατομμύρια άνθρωποι πεινούσαν το 2016, σύμφωνα με έκθεση του ΟΗΕ. Η εκτεταμένη φτωχοποίηση δεν παρουσιάζεται μόνον στις υπανάπτυκτες χώρες. Εδώ και αρκετά χρόνια έχει κτυπήσει την πόρτα και σε σημαντικά τμήματα του πληθυσμού της Δύσης, των αποκαλούμενων αναπτυγμένων κρατών, των ΗΠΑ και της Ευρώπης. Στη χώρα μας μάλιστα είναι εμφανέστατη η παρουσία της σε τούτα τα χρόνια της κρίσης και των μνημονίων.

Αλήθεια, πώς ανεχόμαστε το 1% του πληθυσμού να αυξάνει διαρκώς τον πλούτο του, όταν 815 εκατομμύρια άνθρωποι βίωναν σε συνθήκες πείνας; Υπενθυμίζουμε, για να επισημάνουμε τη διαχρονική υποκρισία, ότι στην Οικουμενική Διακήρυξη του ΟΗΕ (10 Οκτωβρίου 1948) για τα ανθρώπινα δικαιώματα και στο άρθρο 25 αναφέρονται: «Καθένας έχει δικαίωμα σε ένα βιοτικό επίπεδο ικανό να εξασφαλίσει στον ίδιο και στην οικογένεια του υγεία και ευημερία, και ειδικότερα τροφή, ρουχισμό, κατοικία, ιατρική περίθαλψη, όπως και τις απαραίτητες κοινωνικές υπηρεσίες...».

Οι αιτίες και τα γιατροσόφια

Η απόλυτη κυριαρχία των αγορών, μέσω της ολοκληρωτικής επικράτησης του νεοφιλελευθερισμού, έχει -σε μια παγκοσμιοποιημένη πλέον οικονομία- επιβάλλει την άνιση ανταλλαγή ως τη διαδικασία διανομής του παραγόμενου προϊόντος. Έτσι, η ιδεολογική και πολιτική ηγεμονία του στο παγκόσμιο χωριό μας εκφράζεται μέσα από ένα αξιακό σύστημα, που, μεταξύ των άλλων, προβάλλει την ισχύ και το χρήμα, ως κριτήρια επιτυχίας, αδιαφορώντας για τις ανισότητες και τις επιπτώσεις που αυτές επιφέρουν.

Σε τέτοιο σημείο, μάλιστα, που ακόμα και εγχώριοι εκφραστές του, ανερυθρίαστα να δηλώνουν: «Δεν τρέφω αυταπάτες για μια κοινωνία χωρίς ανισότητες, κάτι τέτοιο είναι αντίθετο στην ανθρώπινη φύση, όσοι το επιχείρησαν καταστρατήγησαν τελικά την ίδια τη δημοκρατία και τα ατομικά δικαιώματα» (ομιλία του εντιμότατου Κυριάκου Μητσοτάκη στη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης).

Θαυμάστε πολιτική σκέψη: Ισχυρίζεται, δηλαδή πώς προϋπόθεση για την ύπαρξη της δημοκρατίας, η οποία από τη φύση της οφείλει να δημιουργεί συνθήκες ίσων ευκαιριών για όλους, είναι η ύπαρξη ανισοτήτων. Αυτό μόνον αθεράπευτα πολιτικοί υπηρέτες του νεοφιλελευθερισμού τολμούν να εκστομίσουν.

Τι φοβούνται, όμως, πραγματικά όλοι όσοι επιχειρούν την αποπολιτικοποίηση της φτώχειας; Τρέμουν στην ιδέα της αντίδρασης, της ενδεχόμενα ανοιχτής σύγκρουσης με τους «κολασμένους όλης της γης». Με αυτούς που φτωχοποίησαν και καθημερινά φτωχοποιούν. Με τα 815 εκατομμύρια πεινασμένους, με το τουλάχιστον 20 ως 25% του πληθυσμού των χωρών της ΕΕ, που έστειλαν στα φτωχοκομεία, στα συσσίτια, στην αναζήτηση τροφής στα σκουπίδια, που τους μετέτρεψαν σε άστεγους και ανέστιους.

Ημίμετρα και χειραγώγηση

Έτσι, αντί να συμβάλλουν για να αντιμετωπιστούν οι αιτίες γένεσης της φτώχειας, επιβάλλουν με την ιδεολογική και πολιτική κυριαρχία τους διάφορες επιφανειακές προσεγγίσεις, προκειμένου να αποπροσανατολίσουν και στο τέλος να χειραγωγήσουν την κοινή γνώμη. Η φτώχεια, βέβαια, είναι τεχνητό φαινόμενο, που εξυπηρετεί μόνον τη μειοψηφία του 1%. Αυτήν που διαθέτει την ισχύ του χρήματος και επιδιώκει τη διαρκή συσσώρευση κεφαλαίου προς ίδιον όφελος.

Για το λόγο αυτό άλλωστε είτε:

  • θέτουν στόχους αντιμετώπισής της, που επιδρούν μόνον στα δευτερογενή αίτια, οπότε βελτιώνουν μεν τις στατιστικές, αλλά δεν έχουν ουσιαστική και σε βάθος χρόνου αποτελεσματικότητα.
  • προωθούν μαζικές «φιλανθρωπικές» ενέργειες συλλογής προϊόντων ή και χρημάτων για τους δύσμοιρους φτωχοποιημένους, τη στιγμή που τα ονόματά τους φιγουράρουν σε λίστες φορολογικών παραδείσων (χαρακτηριστικό παράδειγμα ο Έλληνας μιντιάρχης και ο άμεσος συνεργάτης του).
  • με τον όρο «ανθρωπιστική κρίση» μεταφέρουν το πρόβλημα, που οι ίδιοι δημιούργησαν σε ολόκληρη την κοινωνία.
  • ως χορηγοί, ή ως δωρητές οι ίδιοι ή οι εταιρείες τους (περίφημος στην περίπτωσή μας ο ευτελισμός του όρου «εταιρική κοινωνική ευθύνη») απολαμβάνουν για τις συγκεκριμένες δράσεις γενναίων φοροαπαλλαγών, αλλά και πάμφθηνης δημοσιότητας.

Συνηθίζοντας τα «κοινωνικά φιλοδωρήματα»

Επομένως καθόλου ουδέτερος δεν φαντάζει ο χαρακτηρισμός μιας εκτεταμένης φτωχοποίησης ως ανθρωπιστική κρίση. Ο όρος αυτός επιδιώκει ευσχήμως να αποκρύψει τα κοινωνικά και πολιτικά αίτια αυτής της κατάστασης, να στρέψει την προσοχή στην επιφάνεια, δηλαδή μόνον στις συνέπειες αυτών των αιτιών. Η δε επίκληση του συναισθήματος και του αυτονόητου ανθρωπιστικού αντανακλαστικού λειτουργεί ως ένας ισχυρός μηχανισμός αποπολιτικοποίησης του προβλήματος.

Παράλληλα εγκλωβίζει όλους εμάς ως εμπλεκόμενα υποκείμενα στους προκαθορισμένους ρόλους του (παθητικού) θύματος και του εφήμερου (μικρο)ευεργέτη. Αυτό δεν σημαίνει ότι απορρίπτουμε (κάθε άλλο μάλιστα τις στηρίζουμε με όλα τα δυνατά μέσα) δράσεις άμεσης ανακούφισης του φτωχοποιημένου πληθυσμού, όπως τα συσσίτια, η ιατροφαρμακευτική κάλυψη, η στέγαση, η απρόσκοπτη πρόσβαση σε υπηρεσίες παροχής ηλεκτρικού ρεύματος, νερού και τηλεπικοινωνιών.

Αυτές όμως οι συνθήκες θα είναι επικίνδυνες αν λάβουν μόνιμο χαρακτήρα. Αν εθιστούμε να ζούμε επί μακρόν με αυτές. Αν εθιστούμε και αποδεχτούμε μεγάλο μέρος του πληθυσμού να επιβιώνει με επιδόματα, με «κοινωνικά φιλοδωρήματα».