Η συζήτηση για το συλλαλητήριο γύρω από το θέμα της Μακεδονίας μοιάζει – ιδίως στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης – να αψηφά την ελάχιστη νηφαλιότητα που έχει απομείνει στο δημόσιο διάλογο.

Γράφει ο Θέμης Τζήμας Δικηγόρος, Μεταδιδακτορικός ερευνητής/HuffingtonPost

Πρώτον, είτε συμφωνούσε, είτε διαφωνούσε κανείς με τη διοργάνωση του συγκεκριμένου συλλαλητηρίου – ο γράφων ανήκει στη δεύτερη κατηγορία – δεν υπάρχει τίποτα το προβληματικό στο να διοργανώνονται μαζικές συγκεντρώσεις και κινητοποιήσεις για θέματα εξωτερικής πολιτικής της χώρας. Οι απόψεις περί αποκλεισμού του λαϊκού παράγοντα από τη διαμόρφωση των διεθνών σχέσεων, είτε εμφανιζόμενη ως ρεαλιστική, είτε ως φοβικός ελιτισμός – που είναι στην πραγματικότητα – είναι βαθιά συντηρητική και συχνά αναποτελεσματική. Αντιθέτως, η μαζική παρουσία κόσμου στο δρόμο, υπέρ ή κατά μιας επιλογής αφενός συνιστά στοιχείο δημοκρατίας, αφετέρου μπορεί να αποτελέσει αξιόπιστο εργαλείο στα χέρια μιας έμπειρης και ικανής διαπραγματευτικής ομάδας.

Δεύτερον, δεν αποτελεί μοναδικό, ελληνικό φαινόμενο, η κινητοποίηση κόσμου σε μαζική κλίμακα για θέματα ταυτότητας, ιστορίας και εν τέλει διακρατικών σχέσεων. Κάθε τέτοια τάση – ακόμα και αν εμπεριέχει (και) εθνικιστικά σπέρματα – δεν κλιμακώνεται απαραιτήτως ή συνήθως σε έναν επιθετικό, πολεμικό πυρετό. Κυρίως όμως, είτε συμφωνεί, είτε διαφωνεί κανείς με την όποια αντίστοιχη ευαισθησία περί ταυτότητας και ιστορίας δεν έχει νόημα να «χαρίσει» όλες τις εκδοχές αυτής στην ακροδεξιά. Αντιθέτως πρέπει να διαλέγει με εκδοχές αυτών των ευαισθησιών. Δεν είναι ακροδεξιοί όλοι όσοι συμμετείχαν στο συλλαλητήριο. Αυτές οι υπεραπλουστεύσεις – χαρακτηριστικό δυνάμεων που δε διαθέτουν επαρκή αναλυτική ικανότητα – είναι νερό στο μύλο της ακροδεξιάς.

Τρίτον,το συλλαλητήριο ήταν μαζικότατο. Δεν ήταν τόσο μαζικό όσο το ’92. Όμως αυτό δεν αναιρεί ότι εξέπληξε πολλούς η συμμετοχή, ούτε ότι δείχνει μια τάση στο εσωτερικό της συνολικής κοινωνίας, ιδίως ως προς το συγκεκριμένο ζήτημα. Η μαζικότητα μιας κινητοποίησης πρέπει να λαμβάνεται υπόψη, ως βασικό αλλά όχι μοναδικό κριτήριο. Επιπλέον είναι λανθασμένη η σύγκριση με τη μαζικότητα των μεγάλων αντιμνημονιακών κινητοποιήσεων, οι οποίες ήταν συνολικά μαζικότερες, πιο μακρόχρονες και μαχητικότερες. Μάλιστα, δεν πρέπει να ξεχνούμε ότι πολλές φορές, σε περιόδους ήττας του κοινωνικού κινήματος, ένα δευτερεύον ζήτημα και μάλιστα εθνικής φύσης δύναται να εκφράζει και μια λανθάνουσα κοινωνική αντίδραση- με ακριβή ή στρεβλό τρόπο.

Τέταρτον, ο αποκλεισμός από τα όλα τα ΜΜΕ του συλλαλητηρίου, χωρίς έστω ορισμένες απευθείας συνδέσεις αποτελεί μαύρη μέρα – άλλη μία – για τη δημοσιογραφία στην Ελλάδα. Δεν είναι η πρώτη τέτοια περίπτωση. Εντελώς ενδεικτικά μπορεί κανείς να αναφέρει σειρά ακόμα κοινωνικών κινητοποιήσεων που «θάβονται» συστηματικά από τα κυρίαρχα ΜΜΕ, κατ′ εντολήή παραίνεση των κυβερνώντων.

Πέμπτον,το συλλαλητήριο σαφώς και ασκεί πίεση στην κυβέρνηση σε σχέση με το ζήτημα της διαπραγμάτευσης αυτής. Το αν θα αποδειχτεί καταλυτική η εν λόγω πίεση μένει να φανεί, κυρίως σε σχέση με τους ΑΝΕΛ, που αποτελούν το οπορτουνιστικό άκρο, μιας ούτως ή άλλως οπορτουνιστικής κυβέρνησης. Είναι όμως αρκετά πιθανό να γίνεται μια υπερβολική ανάγνωση της σημασίας αυτού καθεαυτού του συλλαλητηρίου. Μπορεί πράγματι να συντείνει στην εκδήλωση φυγόκεντρων τάσεων εντός κομμάτων της δεξιάς – ΑΝΕΛ κυρίως και ΝΔ δευτερευόντως. Πιθανότατα όμως δε θα είναι ο μείζων λόγος τέτοιων τάσεων, ούτε και θα οδηγήσει από μόνο του σε αναδιάταξη των πολιτικών δυνάμεων.

Έκτον, το ζήτημα της ονομασίας της ΠΓΔΜ διαθέτει συμβολική και πραγματική σημασία. Η διεκδίκηση από πλευράς κύκλων της ΠΓΔΜ μιας ενιαίας και «δικής τους» «μακεδονικής ταυτότητας» συνιστά εθνικιστικό και ανιστόρητο δόγμα. Δεν αποτελεί ούτε διεθνισμό, ούτε κοσμοπολιτισμό να προσχωρεί κανείς στον εθνικισμό της άλλης πλευράς, αντί να τον αντιπαλεύει. Από την άλλη όμως, η διεκδίκηση του συλλαλητηρίου για ονομασία της ΠΓΔΜ χωρίς τη χρήση του όρου Μακεδονία είναι επίσης εθνικιστική και ανιστόρητη.Αν μπορεί να νιώθει Μακεδόνας ο Έλληνας πρόσφυγας δεύτερης ή τρίτης γενιάς, προφανώς δικαιούται να νιώθει Μακεδόνας και ο Σλάβος ή Αλβανός κάτοικος της γεωγραφικής Μακεδονίας των τελευταίων αιώνων. Τα αρχαία ελληνικά μακεδονικά φύλα προφανώς δεν ήταν σλαβικά αλλά από την άλλη δεν είναι και τα μοναδικά που κατοίκησαν την ευρύτερη γεωγραφική περιοχή της Μακεδονίας. Το σύνθημα ότι η Μακεδονία είναι Ελλάδα – και μόνο – είναι ανιστόρητο, εθνικιστικό και εν τέλει ρατσιστικό, καθότι υπονοεί ότι η ταυτότητα του άλλου είναι υποδεέστερη της δικής μας. Τέλος, η ερμηνεία της ενδιάμεσης συμφωνίας υποδηλώνει σαφώς αποδοχή προσωρινής ονομασίας με τον όρο Μακεδονία από τη χώρα μας- και ορθώς.

Εδώ άλλωστε αρχίζουν και τα δύσκολα του χτεσινού συλλαλητηρίου που δικαιώνουν- κατά τη γνώμη του γράφοντος πάντα – όσους σταθήκαμε σκεπτικά ή αρνητικά απέναντί του.Ο πρώτος λόγος είναι ο παραπάνω: η διεκδίκηση του συλλαλητηρίου είναι εν τέλει ανιστόρητη και βλαπτική για τα συμφέροντα της ίδιας της χώρας. Διεκδικώντας μια ανέφικτη αλλά και άδικη λύση, απλά συντηρείς ανοιχτό ένα θέμα με αρνητικούς για σένα όρους, σε μια περίοδο κατά την οποία υπάρχουν ήδη πολλά ζητήματα ανοιχτά. Δεν είναι κάθε σύνθετη ονομασία δίκαιη και θετική για την Ελλάδα αλλά κάποιες είναι.Συνιστά άλλης τάξης ζήτημα, που δεν μπορεί να αναλυθεί εδώ, η προσέγγιση που υποστηρίζει – όχι άδικα – ότι η Ελλάδα δε θα πρέπει να συνηγορήσει στην επέκταση του ΝΑΤΟ στα Βαλκάνια και στις ενδό- ιμπεριαλιστικές διενέξεις. Αυτή η προσέγγιση ωστόσο δεν προϋποθέτει την άρνηση λύσης του διμερούς ζητήματος.

Δεύτερον, το συλλαλητήριο ήταν σχεδιασμένο έξ αρχής και επί της αρχής, έτσι ώστε να ηγεμονευθεί από την ακροδεξιά. H ευθύνη είναι προφανώς των οργανωτών αλλά και όποιος συμμετείχε όφειλε να το λάβει υπ′ όψιν. Στο κάτω- κάτω, κανείς δεν εμπόδισε τα μη- ακροδεξιά στοιχεία να οργανώσουν ένα άλλο, διακριτό συλλαλητήριο σε σχέση με το συγκεκριμένο.

Τρίτον, ακολούθως των παραπάνω, το συλλαλητήριο αποδείχθηκε πλυντήριο των πλέον βίαιων νέο- ναζιστικών πρακτικών. Η βεβήλωση του μνημείου του ολοκαυτώματος και η εμπρηστική επίθεση στο νεοκλασικό κτήριο που φιλοξενούσε κατάληψη έγιναν χάρη στην ακροδεξιά ηγεμονία και σύλληψη των οργανωτών του συλλαλητηρίου και εν τέλει χάρη στο ίδιο το συλλαλητήριο. Αν ήθελαν να διαχωρίσουν τη θέση τους οι οργανωτές μπορούσαν να αποβάλλουν τη Χρυσή Αυγή και τις άλλες ναζιστικές ομάδες. Αντιθέτως τις αποδέχτηκαν ασμένως.

Τέταρτον, η επιλογή των ομιλητών, με αποκορύφωμα τον – άκαπνο φυσικά – εκλεκτό του ΝΑΤΟ, απόστρατο αξιωματικό, Φ. Φραγκούλη, του οποίου ο υπερπατριωτισμός έχει για όριο τη Γερμανία και το ευρώ και ο οποίος χτίζει εδώ και χρόνια πολιτική καριέρα στη βάση της θητείας του στις ένοπλες δυνάμεις απέδειξε τις πραγματικές επιδιώξεις των οργανωτών: πολιτικαντισμός, φτηνή εθνοκαπηλεία και χαμηλοτάτου επιπέδου, προσβλητικές αναφορές, προκειμένου να στηθούν πολιτικές καριέρες.

Εν τέλει, το συλλαλητήριο κατέδειξε γιατί χρειάζεται νηφαλιότητα αλλά και αποφασιστικότητα: νηφαλιότητα στην ανάλυση των φαινομένων που δεν πρέπει να τσουβαλιάζονται και να υπεραπλουστεύονται και αποφασιστικότητα απέναντι στους εμπόρους του εθνικισμού και στους κήνσορες του εκφασισμού, οι οποίοι αναζητούν διαρκώς ευκαιρίες για να σηκώσουν κεφάλι και να δηλητηριάσουν την ελληνική κοινωνία.