Γράφει ο Μένιος Τασιόπουλος 

Για δεκαετίες οι εγχώριες κυβερνώσες ελίτ στο πολιτικό, διπλωματικό και επιχειρηματικό επίπεδο υπηρετούσαν και «επένδυαν» στην γεωπολιτική παραδοχή ότι Ελλάδα και Τουρκία, αποτελούν συμπληρωματικά μέρη μιας ενιαίας περιφερειακής οντότητας, ενταγμένης στην δυτική ζώνη επιρροής.

 Στην σταθερή βάση αυτή τόσο κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου όσο και μετά από αυτόν στην εποχή των «τέλους των εθνών» υπεστήριζαν την προοπτική ότι τόσο η Ελλάδα όσο και η Τουρκία θα έπρεπε να ανήκουν στους ίδιους δυτικούς συνασπισμούς. Στρατιωτικά στην Βόρειο Ατλαντική Συμμαχία (ΝΑΤΟ) και οικονομικά, εμπορικά στην ευρωπαϊκή ζώνη και ενιαία αγορά (ΕΟΚ, Ευρωπαϊκή Ένωση).

Ελλάδα και Τουρκία εντάχθηκαν από κοινού στο ΝΑΤΟ. Όχι όμως και στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα, για τον λόγο αυτό και το εύλογο πρόσφατα διατυπωμένο τουρκικό παράπονο από την πλευρά του Ταγίπ Ερντογάν. Όμως η Τουρκία, που εξαιτίας του όγκου της και των χαρακτηριστικών της δεν θα μπορούσε ποτέ να ενταχθεί στην Ευρώπη, απολάμβανε σε σταθερή βάση κάποια αντισταθμιστικά. Την γεωπολιτική της επιρροή στην Ελλαδική πραγματικότητα. Την πρόσκτηση εδαφών και δικαιωμάτων σε βάρος του Ελληνισμού όπως συνέβη αρχικά με την κατάληψη εδαφών επί της Κύπρου και στη συνέχεια δικαιωμάτων επί του Αιγαίου. Επίσης τη μεταφορά επιχειρηματικών κεφαλαίων ευρωπαϊκής προέλευσης από την Ελλάδα στην Τουρκία .

Το κύριο επίπεδο αρχιτεκτονικής για την προοπτική των δύο χωρών από τη δεκαετία του 1990 και μετά άλλωστε συνίστατο στην πλήρη ένταξη της Ελλάδας στον ευρωπαϊκό οικονομικό χώρο – γεωοικονομικά, δημοσιονομικά, νομισματικά- αλλά και την πλήρη γεωπολιτικά εξάρτηση της Ελλάδας από την Τουρκία. Η αντίληψη της «ελληνοτουρκικής φιλίας» και της «χώρας- μέλους του κλειστού ευρωπαϊκού πυρήνα» ταυτόχρονα, δεν ήταν τίποτα παραπάνω από ευφημισμός για να καλύψει την εθελούσια επιστροφή του Ελληνικού εθνικού κράτους από τις εγχώριες ελίτ διακυβέρνησης στις «αυτοκρατορίες».

Την ανατολική τουρκική και την δυτική ευρωπαϊκή υπό την γερμανική μερκαντιλιστική ηγεμονία. Γεωστρατηγικά ούτως ή άλλως και οι δύο χώρες ήταν και είναι μέλη του ΝΑΤΟ . Άρα υπήρχε μια βασική διαιτητική δομή για τις διάφορες εντάσεις που τυχόν θα προέκυπταν στην πορεία της μετεξέλιξης για την συγκρότηση της χαλαρής γεωπολιτικής συνομοσπονδίας Τουρκίας-Ελλάδας. Χαρακτηριστική τέτοια κρίση αυτή των Ιμίων του 1996.

Το στρατηγικό «εφεύρημα»

Για να γίνει πιο αντιληπτό το σχήμα θα πρέπει να συσχετισθεί με το στρατηγικό «εφεύρημα» του σχεδίου Ανάν για την επίλυση του Κυπριακού. Με την κρίσιμη διαφορά ότι στην περίπτωση της Κύπρου ο λόγος για ενιαία διοίκηση (ομοσπονδία σε ενιαίο κράτος), ενώ στην περίπτωση της Τουρκίας με την Ελλάδα για διπλή δομή διοίκησης (συνομοσπονδία). Πολύ πιο εύληπτη γίνεται η σχέση στη βάση του συσχετισμού ελέγχου του Οικουμενικού Πατριαρχείου Κωνσταντινούπολης στην Ελλαδική Εκκλησία, τηρουμένων φυσικά των αναλογιών.

Μπορεί κάποιοι στο σημείο αυτό να αντιτείνουν την κούρσα των εξοπλισμών μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου στους οποίους κατέφυγε η Ελλάδα προκειμένου να διατηρήσει το αξιόμαχο των Ενόπλων Δυνάμεων της απέναντι στην Τουρκική υπεροπλία, έστω και αν η αναλογία στους εξοπλισμούς του 7:10 υπέρ της Τουρκίας που μέχρι τότε καθόρισε την σχέση των δύο χωρών , ήταν πλέον ένας μη εφικτός στόχος για τις κυβερνήσεις των Αθηνών.

Αλλά οι εξοπλισμοί αυτοί ήταν στη βάση των υποχρεώσεων του ΝΑΤΟ και το πλέον σημαντικό στην λανθασμένη αντίληψη των κυβερνήσεων της Ελλάδας ότι κατά κάποιον τρόπο αγοράζοντας όπλα θα μπορούσαν να «δωροδοκήσουν» τις «μεγάλες δυνάμεις» και ειδικά τους στρατηγικούς συμμάχους υπέρ των Ελληνικών προτεραιοτήτων. Φυσικά σε πολλές περιπτώσεις οι κυβερνήσεις διεκδικούσαν υπέρ της επανεκλογής και της κυριαρχίας τους εύνοια από διεθνή κέντρα επιρροής σε βάρος των πολιτικών τους αντιπάλων, παρά την διασφάλιση των εθνικών συμφερόντων.

Απορρύθμιση διαδικασίας

Η όλη αυτή διαδικασία απορρυθμίστηκε σε διαφορετικές φάσεις μέσα στην τελευταία δεκαετία , παρά την Ελληνική, πολυεπίπεδη, χρεοκοπία εντός της Ευρωζώνης. Η επονομαζόμενη «Αραβική Άνοιξη» και οι διεκδικήσεις του Χαλιφάτου του Λεβάντε (ISIS) ως εξέλιξη του ουαχαμπίτικου εξτρεμισμού της Αλ Κάιντα δημιούργησαν νέα δεδομένα στην Εγγύς Ανατολή.

Η διάλυση των κρατών της Μεσοποταμίας (Ιράκ και Συρία), τα ενεργειακά πλούσια κοιτάσματα στην Ανατολική Μεσόγειο, η συνομολόγηση «στρατηγικού βάθους» στη σχέση Ελλάδας-Κύπρου, Ισραήλ, Αιγύπτου (μετά την πτώση της «Μουσουλμανικής Αδελφότητας»), Ιορδανίας, ενδεχομένως Σαουδικής Αραβίας ή και Λιβάνου στο μέλλον στην περιφερειακή συγκρότηση της Ανατολικής Μεσογείου, η δυναμική δημιουργίας εθνικού κράτους των Κούρδων μέσα από τη διαδικασία των «καντονιών» αλλάζουν πλήρως τους συσχετισμούς.

Εν ολίγοις η Ελλάδα μένει στην Ευρώπη ενώ η Τουρκία στην Ασία. Η Ελλάδα θα στηριχθεί από τους βασικούς συμμάχους της στο επίπεδο των κεντρικών δυνάμεων ήτοι τις ΗΠΑ και την Γαλλία (στην Ευρώπη), ενώ η Τουρκία συντάσσεται με την Ρωσία και το Ιράν στην Ευρασία. Η Ελλάδα είναι μέρος της παλιάς «Γιάλτας», ενώ η Τουρκία θα πολεμήσει για την συνοχή της στο πλαίσιο μιας νέας «Γιάλτας», στο Λεβάντε, υπολογίζοντας στις δυνάμεις του Ισλάμ στην Ανατολία και τα πυρηνικά. Απότοκος της «νέας τάξης πραγμάτων»: σημαντικές ελίτ στην Ελλάδα θα αποσαρθρωθούν μέχρι το 2021-2023. Ο ρόλος τους τελείωσε περίπου μισό αιώνα μετά, με τελευταίο σταθμό το …Ερζερούμ.

SLPress