ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ: ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΑΠΟΨΗ

Μετά την δεύτερη πυρηνική δοκιμή τον Μάιο του 2009, όπως επίσης και τις πρόσφατες δοκιμές πυραύλων μεγάλου βεληνεκούς, φαίνεται ότι το πυρηνικό πρόγραμμα της Β. Κορέας δεν είναι ανατρέψιμο. Ειδικοί αναλυτές επί στρατηγικών θεμάτων, εθνικές υπηρεσίες πληροφοριών και διεθνείς οργανισμοί συμφωνούν σε δύο βασικά ζητήματα: Πρώτο, η Β. Κορέα διαθέτει αποθέματα εμπλουτισμένου ουρανίου ικανά για την κατασκευή μονοψήφιου αριθμού πυρηνικών βομβών και, δεύτερο, διαθέτει κάποια μέσα χρήσης αυτών των όπλων, συμπεριλαμβανομένης της δυνατότητας γόμωσης πυραύλων μέσου βεληνεκούς.

Παρόλα αυτά, δεν υπάρχει ομοφωνία για το χρονικό διάστημα το οποίο θα χρειαστεί η Β. Κορέα για να αποκτήσει ένα αξιόπιστο πυρηνικό οπλοστάσιο, το βεληνεκές του οποίου θα φτάνει μέχρι την Β. Αμερική. Έχοντας υπόψη αυτά τα δεδομένα θα πρέπει να μας απασχολήσουν δύο βασικά ερωτήματα: Πρώτο, γιατί η Β. Κορέα επιδιώκει πυρηνικά όπλα και, δεύτερο, ποιες θα είναι οι άμεσες και έμμεσες επιπτώσεις ενός τέτοιου ενδεχομένου;

Εθνική Ασφάλεια, Αποτροπή, Διπλωματία και Πολιτική

Μετά τον τριετή πόλεμο της Κορέας (1950-53), η χώρα διχοτομήθηκε σε δύο ζώνες, οι οποίες εξελίχτηκαν σε δύο κράτη, την Νότιο και την Βόρειο Κορέα. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα την δημιουργία ενός διεθνούς ζητήματος ειρήνης και ασφάλειας. Η ζώνη γύρω από τα σύνορα των δύο κρατών χαρακτηρίζεται ως μια από τις πιο στρατοκρατούμενες στον κόσμο. Στο πλαίσιο του ψυχρού πολέμου, οι ΗΠΑ έθεσαν κάτω από την προστασία τους την Ν. Κορέα και η Σ. Ένωση την Β. Κορέα. Παρόλα αυτά, ήδη από τη δεκαετία του 1950, η Β. Κορέα επιδιώκει την αυτονόμησή της σε ζητήματα εθνικής ασφάλειας και σε αυτό το πλαίσιο αναζητεί πυρηνική ισχύ. Η κρίση της Κούβας το 1962 έδωσε νέο περιεχόμενο σε αυτή την προσπάθεια. Η ηγεσία της χώρας θεώρησε ότι από την στιγμή που η Σ. Ένωση εγκατέλειψε την Κούβα δεν μπορεί να είναι βέβαιη ότι σε περίπτωση κρίσης θα ρισκάρει την εθνική της ασφάλεια για να εγγυηθεί την ασφάλεια της Β. Κορέας. Ταυτόχρονα, η Β. Κορέα βρέθηκε πολλές φορές στην δίνη των αντιπαραθέσεων ανάμεσα στη Σ. Ένωση και την Κίνα, όπως επίσης βρέθηκε σε αδιέξοδο όταν οι ΗΠΑ έκαναν κινήσεις αποκλιμάκωσης των τεταμένων σχέσεών της με την Σ. Ένωση ή επεδίωκαν την αποκατάσταση των σχέσεών τους με την Κίνα.

Με το τέλος του ψυχρού πολέμου, η Β. Κορέα βρέθηκε μπροστά σε ένα δίλημμα ασφάλειας. Η Σ. Ένωση είχε καταρρεύσει και ο χάρτης της παγκόσμιας ασφάλειας άρχισε να επανασχεδιά-ζεται. Οι ΗΠΑ παρέμειναν ισχυρές και η παρουσία τους στην περιοχή προκαλούσε ανασφάλεια. Η ηγεσία της χώρας θεώρησε ότι η προσπάθεια για οικοδόμηση μιας αυτόνομης πολιτικής ασφάλειας και άμυνας απαιτούσε την επιτάχυνση του πυρηνικού προγράμματος. Ούτε η Ρωσία, αλλά ούτε και η Κίνα, όμως, ήταν διατεθειμένες να μοιραστούν με την Β. Κορέα τα μυστικά της πυρηνικής ενέργειας. Ο δρόμος προς την απόκτηση πυρηνικής ισχύος θα ήταν μακρύς και δύσκολος.

Την δεκαετία του 1990, άνοιξε ένα παράθυρο ευκαιρίας για ένα εναλλακτικό δρόμο. Οι ΗΠΑ και η Β. Κορέα άρχισαν μια σειρά διαβουλεύσεων, οι οποίες κατέληξαν σε μια συμφωνία πλαίσιο το 1994. Αυτή η συμφωνία προνοούσε τον τερματισμό του πυρηνικού προγράμματος της Β. Κορέας, με την δέσμευση των ΗΠΑ να προμηθεύσουν την χώρα με χαμηλής ισχύος αντιδραστήρες νερού, οι οποίοι μπορούν να χρησιμοποιηθούν μόνο για την παραγωγή ενέργειας. Στόχος της συμφωνίας ήταν η σταδιακή ομαλοποίηση των σχέσεων των δύο χωρών. Από την αρχή, η προσπάθεια εφαρμογής της συμφωνίας αντιμετώπισε προβλήματα. Το 2003 η συμφωνία εγκαταλείφθηκε και ταυτόχρονα η Β. Κορέα απεχώρησε από την Σύμβαση για μη διάδοση των όπλων μαζικής καταστροφής.

Οι προσπάθειες της Β. Κορέας για εμπλουτισμό, αρχικά πλουτωνίου και στη συνέχεια ουρανίου, δεν εγκαταλείφθηκαν ποτέ. Κάποιοι αναλυτές υποστηρίζουν ότι η Β. Κορέα εκμεταλλεύτηκε την συμφωνία με τις ΗΠΑ, όπως επίσης και τις συνομιλίες που ακολούθησαν την αποχώρησή της από τη Σύμβαση το 2003 -τις λεγόμενες συνομιλίες των έξι μερών (ΗΠΑ, Ρωσία, Ιαπωνία, Κίνα, Β. Κορέα και Ν. Κορέα)- προκειμένου να συνεχίσει και να επιταχύνει το πυρηνικό της πρόγραμμα. Το αποτέλεσμα ήταν η διεξαγωγή της πρώτης πυρηνικής δοκιμής τον Οκτώβριο του 2006.

Οι προσπάθειες για απόκτηση πυρηνικής ισχύος δεν αφορούν μόνο στις διεθνείς σχέσεις της χώρας. Η Β. Κορέα βρίσκεται εδώ και πολλά χρόνια σε απομόνωση και κάτω από καθεστώς αυστηρών διεθνών κυρώσεων. Ο λαός της ζει κάτω από εξαιρετικά δύσκολες συνθήκες ανέχειας και εξαθλίωσης. Η ηγεσία της χώρας έχει επιβάλει ένα στυγνό πολιτικό καθεστώς, το οποίο απαιτεί αυστηρή πειθαρχία και τυφλή υποστήριξη του πολιτικού συστήματος και των επιλογών του. Τα στρατιωτικά και τεχνολογικά επιτεύγματα του καθεστώτος δίνουν ένα μήνυμα αξιοπιστίας και αποτελεσματικότητας, τα οποία ενδυναμώνουν τη συνοχή της ηγεσίας του συστήματος.

Η ανθρωπότητα παρακολουθεί την εξέλιξη αυτού του ζητήματος με ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Απαιτείται, λοιπόν, να εξετάσουμε τις επιπτώσεις αυτού του φαινομένου.

Άμεσες και έμμεσες επιπτώσεις

Μετά το τέλος του ψυχρού πολέμου η διάδοση των όπλων μαζικής καταστροφής πήρε μια απρόβλεπτη διάσταση. Αρχικά το ζήτημα θεωρήθηκε ως διμερές. Εάν οι ΗΠΑ και η Ρωσία έφταναν σε συμφωνία για σταδιακή μείωση των πυρηνικών όπλων (και άλλων όπλων μαζικής καταστροφής) τότε οι διεθνείς σχέ-σεις θα έμπαιναν σε μια νέα εποχή. Πολύ σύντομα, όμως, φάνηκε ότι το ζήτημα δεν ήταν διμερές. Από τις απαρχές της δεκαετίας του 1990 το Πακιστάν και η Ινδία εγκλωβίστηκαν σε ένα «παιχνίδι» αμοιβαίας πυρηνικής αποτροπής. Ταυτόχρονα, άλλα κράτη, όπως το Ιράν, το Ιράκ, η Λιβύη και η Β. Κορέα, επεδίωκαν πυρηνική ισχύ. Από την άλλη, όμως, άλλα κράτη όπως η Βραζιλία, η Αργεντινή και η Νότιος Αφρική (και αργότερα η Λιβύη και το Ιράκ) εγκατέλειψαν τα πυρηνικά τους προγράμματα. Τέλος, το Ισραήλ είναι το μόνο κράτος με πυρηνική ισχύ χωρίς να το έχει παραδεχθεί δημόσια.

Τα δύο κράτη που συνεχίζουν να εμμένουν στην απόκτηση πυρηνικής ισχύος είναι το Ιράν και η Β. Κορέα. Αυτά τα κράτη αντιμετωπίζουν προβλήματα εθνικής ασφάλειας και εσωτερικά ζητήματα νομιμοποίησης, τα οποία συνδέονται άμεσα με τις ΗΠΑ. Από το 2002, η κυβέρνηση των ΗΠΑ κήρυξε ένα ψυχρό πόλεμο με αυτά τα κράτη, ο οποίος έχει πάρει κάποιες διαστάσεις που δεν μπορούν να ελεγχθούν εύκολα. Από την μεριά τους, η Β. Κορέα και το Ιράν θεωρούν ότι δεν μπορούν να νιώσουν ασφαλείς παρά μόνο όταν αποκτήσουν πυρηνική ισχύ, η οποία θα τους προσδώσει μια σχετικά αξιόπιστη αποτρεπτική δυνατότητα.

Όσον αφορά στην Β. Κορέα, εάν τελικά αποκτήσει πυρηνική ισχύ θα υπάρξουν κάποιες επιπτώσεις στην γύρω περιοχή, τις οποίες αξίζει να καταγρά-ψουμε. Η Ιαπωνία θα βρεθεί μπροστά σε ένα πρωτοφανές δίλημμα: Είτε θα συνεχίσει να στηρίζεται στις εγγυήσεις των ΗΠΑ, είτε θα πρέπει να οικοδομήσει την δική της αποτρεπτική ικανότητα έναντι της Β. Κορέας. Δεύτερο, η Ν. Κορέα θα μπει σε μια περίοδο κρίσης. Η αμυντική ικανότητα της χώρας και οι αμερικάνικες εγγυήσεις θα τεθούν σε αμφισβήτηση. Τρίτο, τόσο η Κίνα όσο και η Ρωσία θα χάσουν ένα μοχλό πίεσης έναντι της Β. Κορέας, αφού η τελευταία δεν θα έχει ανάγκη την προστασία τους. Τέταρτο, οι ΗΠΑ θα βρεθούν μπροστά σε πολλά διλήμματα πολιτικής που θα επηρεάσουν τις σχέσεις τους με τα κράτη της περιοχής. Τέλος, το κύρος της διεθνούς κοινότητας και των διεθνών οργανισμών θα πληγεί ανεπανόρθωτα, αφού θα έχουν αποτύχει να αντιμετωπίσουν ένα κορυφαίο ζήτημα διεθνούς ειρήνης και ασφάλειας.

Αν θεωρήσουμε ότι η Β. Κορέα θα αποκτήσει, αργά ή γρήγορα, πυρηνική ισχύ, τότε η καλύτερη επιλογή για τα εμπλεκόμενα μέρη είναι να αναζητήσουν διπλωματικές διεξόδους όσον αφορά στην αντι-μετώπιση δύο ουσιωδών ζητημάτων: Πρώτο, πώς θα δοθούν αξιόπιστες διαβεβαιώσεις στην Β. Κορέα ότι δεν κινδυνεύει από μια επιδρομή των ΗΠΑ και δεύτερο, πώς θα επανενταχθεί η Β. Κορέα στην διεθνή κοινότητα έτσι ώστε να γίνει, αρχικά, ένα υπεύθυνο πυρηνικό κράτος και, μετέπειτα, ένα κράτος που θα είναι διατεθειμένο να παγώσει ή να εγκαταλείψει το πυρηνικό του οπλοστάσιο για κάποια ουσιώδη ανταλλάγματα.