97 χρόνια από τη Μαύρη Επέτειο

Του Λουκά Κούτσικου

 

 

 

97 χρόνια έχουν περάσει από την ημέρα που ο Μουσταφά Κεμάλ ηγέτης των Νεότουρκων αποβιβάστηκε στη Σαμψούντα. Η ημέρα αυτή σηματοδοτεί μια από τις πιο μαύρες σελίδες της Νεότερης Ελληνικής Ιστορίας καθώς αποτελεί το συμβολικό ορόσημο του τέλους της μακραίωνης παρουσίας του ελληνισμού στην περιοχή του Πόντου.

Η γενοκτονία των ελλήνων του Πόντου συντελέστηκε στο πλαίσιο της απόφασης των τούρκων εθνικιστών για εκκαθάριση της περιοχής του Πόντου, αλλά και της ευρύτερης Μικράς Ασίας από τον ελληνικό πληθυσμό. Μέσα σε λίγα μόνο χρόνια από την απόβαση του Κεμάλ Ατατούρκ η ελληνική παρουσία αιώνων στην περιοχή του Πόντου θα έπαυε και χιλιάδες Πόντιοι θα έχαναν τη ζωή τους ή θα υποχρεώνονταν σε εκτοπισμό.

 

 

Οι Ιστορικές Φάσεις της Γενοκτονίας

 

Η ιστορική έρευνα (Baum, 2007) περιγράφει τη γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου σε τρεις φάσεις που διήρκησαν από την έναρξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου έως τη Συνθήκη της Λωζάννης 1923. Η Γενοκτονία που συντελέστηκε από του 1915 μέχρι και το 1923 αποτελεί τον μελανό επίλογο μιας μακραίωνης προσπάθειας εξισλαμισμού, εκτοπίσεων και πληθυσμιακής αλλοίωσης της περιοχής του Πόντου που ξεκίνησε από την Άλωση της Τραπεζούντας το 1461, που διήρκησε πέντε αιώνες.

 

 

Στην πρώτη φάση και την δεύτερη φάση (1915-1919), έχουμε μια περίοδο εκτοπίσεων του ελληνικού πληθυσμού που πραγματοποιούνται παράλληλα με τις μάχες μεταξύ ρωσικού και οθωμανικού στρατού. Είναι η περίοδος της έξαρσης του Ρωσοτουρκικού Πολέμου που ξεκίνησε το 1914. Η είσοδος του  τσαρικού στρατού στην Τραπεζούντα στις αρχές του 1916, και το πρόσχημα ότι ο Ποντιακός πληθυσμός βοηθά τους ομόδοξους Ρώσους, δίνει την δικαιολογία που χρειαζόταν η Οθωμανική διοίκηση για να εντείνει τις εκτοπίσεις των Ελλήνων που ήδη πραγματοποιούνται από τις αρχές του 1915. Οι αναφορές της ιστορικής έρευνας κάνουν λόγο για 100.000 θύματα.

 

 

 

Η Ρώσικη Επανάσταση (Φεβρουάριος του 1917) ανακόπτει την πορεία του Ρωσικού Στρατού στην Μικρά Ασία. Το Σοβιετικό Κράτος που δημιουργείται τον Οκτώβρη του ίδιου έτους επιδιώκει την απεμπλοκή του από τις Μάχες του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου και έτσι στις 3 Μαρτίου του 1918 με τη Συνθήκη του Μπρεστ-Λιτοφσκ οι Ρώσο-Τουρκικές συγκρούσεις τερματίζονται.

 

7 Γενάρη 1918 : Η ρωσική αντιπροσωπεία προσέρχεται στις συνομιλίες για την ειρήνη στο Μπρεστ Λιτοφσκ. Από αριστερά: ο λοχαγός Β. Λίπσκι του Γενικού Στρατηγείου, ο επικεφαλής της αντιπροσωπίας  Λέων Τρότσκι ο ναύαρχος Αλτβάτερ και ο Καμένεφ

 

 

Η Συνθήκη αυτή ανοίγει το δρόμο για τον Μουσταφά Κεμάλ και τους Νεότουρκους να κινηθούν προς την κατάληψη της εξουσίας από τον Σουλτάνο και να εφαρμόσουν το σχέδιό τους για εθνική καθαρότητα της Μικράς Ασίας. Οι ιστορικές πηγές αναφέρουν πως η απόφαση της εκκαθάρισης των χριστιανικών πληθυσμών του Πόντου ελήθφη από τους Νεότουρκους ήδη από το 1911 στο Συνέδριό τους στη Θεσσαλονίκη -που δεν είχε ακόμα ενταχθεί στο ελληνικό κράτος.

Το σπίτι που γεννήθηκε ο Μουσταφά Κεμάλ στη Θεσσαλονίκη- σήμερα πρεσβεία της Τουρκίας

 

 

Στην τρίτη φάση, οι Νεότουρκοι βρίσκονται πλήρως ενδυναμωμένοι απέναντι σε μια παραπαίουσα διοίκηση του Σουλτάνου με μεγάλα τμήματα του Οθωμανικού Στρατού να λειτουργούν υπέρ του Μουσταφά Κεμάλ (ας μην ξεχνάμε πως και ο ίδιος ήταν ενεργός στρατιωτικός). Ύστερα από τη συνθηκολόγηση και αποχώρηση του σοβιετικού στρατού εντείνονται οι διώξεις εναντίον των Ελλήνων του Πόντου.

 

 

Στις 19 Μαΐου του 1919 ο Κεμάλ φτάνει στην Τραπεζούντα και οργανώνει τη δράση αντάρτικων ομάδων (τσέτες) εναντίον των χριστιανικών πληθυσμών. Στις 29 Μαΐου αναθέτει στον τσέτη, Τοπάλ Οσμάν να ολοκληρώσει την εξόντωση του χριστιανικού πληθυσμού. Η «τελική λύση», η ολοκληρωτική δηλαδή εξόντωση των Ελλήνων του Πόντου πραγματοποιήθηκε μέσα στα επόμενα δύο χρόνια, με την ολοκληρωτική καταστροφή της περιοχής της Σαμψούντας, της Μπάφρας και του Ααζάμ.

Υπολογίζεται πως μέχρι το 1923, από τον πληθυσμό των 700,000 Ποντίων των Αρχών του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, 350.000 σκοτώθηκαν, είτε σε εκκαθαρίσεις είτε στα Τάγματα Εργασίας στα οποία στέλνονταν.  Οι υπόλοιποι εξαναγκάστηκαν να εγκαταλέιψουν τις πατρογονικές τους εστίες  κυρίως προς την Ελλάδα κατά την Αναγκαστική Ανταλλαγή των Πληθυσμών μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, σηματοδοτώντας και το τέλος του μακραίωνης παρουσίας του ελληνισμού στην περιοχή του Πόντου.

Όπως αναφέρεται και στην εισηγητική έκθεση της Αναγνώρισης της Γενοκτονίας των Ποντίων από την Ελληνική Βουλή «η μεγάληφυγή των Ελλήνων Ποντίων προς τον ελλαδικό χώρο, την πρώην Σοβιετική Ένωση, την Ευρώπη και την Αμερική και ο μετασχηματισμός τελικά των Ποντίων σε ένα λαό προσφύγων και διασποράς, είχε σαν αιτία τα γεγονότα της δραματικής περιόδου των διωγμών της γενοκτονίας και του ξεριζωμού από το 1916 έως το 1923».

Έγγραφο του 1914 που δείχνει τα επίσημα νούμερα της απογραφής του 1914 της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Το σύνολο των μιλλέτ είναι 20.975.345 άτομα, με τον ελληνικό πληθυσμό στα 1.792.206 άτομα.

 

Μαρτυρίες από την Γενοκτονία

Δέσποινα Τσαουσίδου: Στο παπόρ’ απάνω, πεθαίνανε και τους ρίχναμε στο νερό…

Γεννήθηκε το 1913 στο Μιστί Καππαδοκίας

Κατοικεί στο Νέο Αγιονέρι Κιλκίς

 

* Συνέντευξη στον Ιάσονα Χανδρινό, Νέο Αγιονέρι Κιλκίς, 8 Ιουλίου 2010

 

Η κάκα Δέσποινα μας ρωτάει αν θέλουμε να μας μιλήσει Ελληνικά ή «Μιστιώτικα» και αφού τη διαβεβαιώσαμε ότι θέλουμε να μας μιλήσει στη γλώσσα της ξεκίνησε μια ιστορία σύντομη αλλά από αυτές που σπάνια έχει την τύχη να ακούσει κανείς.

 

«Στο Μιστί πρώτα λίγοι [Χριστιανοί] ήταν. Και εποίκανε εκκλησίες σε καταφύγια….Σε σπηλιές. Μετά σιγά-σιγά είπαν να κάνουν και εκκλησία. Κάμαν την εκκλησία, έγινε η Ανταλλαγή, όλα τα αφήσαμε…». Η γλώσσα που χρησιμοποιούσαν στην καθημερινότητα τους ήταν τα τουρκικά και τα «μιστιώτικα», η ελληνική διάλεκτος της Καππαδοκίας. Τα ευαγγέλια ήταν γραμμένα στα τουρκικά με ελληνικούς όμως χαρακτήρες: «Τουρκικά διαβάζαμε. Ελληνικά τα μάθαμε τσαούδ (=εδώ). Πού να τα μάθουμε στην Τουρκία; Δε μας πηγαίνανε σε σχολείο…».

 

Στο Μιστί της Καππαδοκίας, οι Έλληνες ασχολούνταν με τη γεωργία και ήταν ειδικευμένοι παπλωματάδες: «Οι γονείς μας είχαν χαψάρα (=ρόκα, ερχόντανε μέχρι το Χαλέπι και κάναν εμπόριο. Μόνο σιτάρι σπέρναμε εκεί και σίκαλη…Τότες ερχόντανε οι άντρες, θέριζαν τα χωράφια. Πήραν και μένα για να βοσκίσω τα βόδια εκεί. Ήρθε μεσημέρι, το βόδι θέλει νερό. Έκατσα στο γαϊδούρι απάνω, τα βόδια μπροστά να πάμε στο χωριό. Έχασα το δρόμο…Που να πάω, που; Κρούγω (=χτυπάω) το γαϊδούρι, τίποτα! Όταν πήγα πλατεία, βλέπω έρχονται καλά. Α, τα βόδια έξυπνα, λέω, έρχονται [μόνα τους] στο σπίτι…».

Για τους Χριστιανούς της Καππαδοκίας, ο διωγμός δεν ήταν συνέπεια εχθροπραξιών. Πόλεμος δεν έφτασε ποτέ εκεί: «Δε μας πείραζαν οι Τούρκοι, όλοι ήτανε γνωστοί. Τα Χριστούγεννα έρχουνταν, χορεύανε, τραγουδούσανε μαζί…Τι άλλο να ξέρω γιάβρουμ;…».

Ο δρόμος από τα βάθη της Μικράς Ασίας ήταν μακρύς και δύσκολος: «Όλα ανοιχτά ήταν [όταν φύγαμε]. Τέτοιον καιρόν [είχε]. Αφήκαμε τα χωράφια μας σπαρμένα και σηκωθήκαμε. Ύστερα πήγαμε στην πόλη μας, το κάστρο, είχε ντούτια (=μούρα) και φρούτα. Σηκωνόμαστε το πρωί, έπεφταν τα φρούτα, τρωγίσκαμε…Πώς ήρθαμε; Περπατήσαμε 6 ώρες δρόμο. Κοιμηθήκαμε εκεί, στους Τούρκους. Ήταν γνωστοί Τούρκοι, κοιμηθήκαμε σ’ αυτούς 2-3 βραδιές. Ήρθε διαταγή να φύγουμε. Το πρωί σηκωθήκαμε. Με τα κάρα. Πέντε άτομα, τι να φορτώσεις που έχασες το γομάρι; Απ’ εκεί κατεβήκαμε στο Μερσίν (Μερσίνα). Όταν ανεβήκαμε στο παπούρ (=καράβι), κοιμηθήκαμε όλοι πάνω…Πολύ τραβήξαμε. Δεκαπέντε μέρες κλεισμένοι μέσα. Διότι σε ένα παπούρ ολόκληρο με ανθρώπους μέσα, άλλος πέθαινε και τον ρίχνανε στο νερό…».

Η πρώτη εικόνα από τον Πειραιά ήταν οι σκελετοί των πλοίων: «Είχα ένα θείο που έδειχνε δύο πλοία που βούλιαξαν. Ήταν πολεμικά, λέει, νίκησαν και τώρα τα βούλιαξαν (=παροπλισμένα). Φαίνονταν μόνο τα φουγάρα τους. Στον Πειραιά, κατέβασαν μας στα τέλια (=σύρματα). Πόσα άτομα; Ένα χωριό γιομάτο…χωρίς χτένισμα, χωρίς λούσιμο…Δό κορίτσια μικρά πέθαναν εκεί στον Πειραιά. Ο μπαμπάς της να ολούει (=ουρλιάζει): “ Μαρίναααα μ΄!” Έξι χρονών ήταν μόνο και αρρώστησε. Κάτω εμείς δεν κατεβήκαμε απ’ την αρχή. Να καταβούμε εμείς, που να μας βάλουνε? Δεν είχε ανθρώπους. Πήρανε αλογούδα μηχανία (=τη μηχανή που κουρεύουν τα άλογα) και πήραν τα κεφάλια μας όλα. Όλα! Μικρά, μεγάλα…Τα ρούχα μας ένα δέμα, τα πήρανε. Τα βάλανε στο νερό (=στον κλίβανο) και μετά μας τα φέρανε, έβαλάν τα. Ένα κορίτσι δεν ήρθαν τα ρούχα του. Όλοι φόρεσαν, ντύθηκαν, εκείνο τίποτα. Τι να κάνει η καημένη, πήγε σε μια γωνιά και κάθισε. Ύστερα ανέβα στο παπούρ. Πού να πάμε; Να πάμε στην  Ήπειρος. Κατέβηκάν μας στην Πάργα. Θάλασσα είχε, βγήκαμε. Η μάνα μου είχε ακόμα ένα παιδί, εκεί πέθανε. Επήγε σ’ ένα δέντρο και άρχισε να αγριά. Με κάρα και άλογα μας πήγαν στη Μαζαρακιά (ανάμεσα Ηγουμενίτσα-Πάργα), ύστερα πήγαμε στο χωριό. Δε μας πήραν μέσα. Εκεί ζούσε κι ένας Τούρκος, δεν έφυγε. Ήτανε πλούσιος πολύ. Είχεν 80 μελίσσια. Ένα καιρό εκάτσαμε εκεί, δύο χρόνια. Μετά στείλανε τους άντρες στη Θεσσαλονίκη, βρήκαν αυτό το χωριό και το παλιό (σ.σ. το Παλιό και το Νέο Αγιονέρι Κιλκίς), έρθαμε εδώ, μας έκοψαν την κληρωσιά (σ.σ. χωράφια)».

Οι συνθήκες ζωής ήταν οριακά ανεκτές: «Λάσπη και γαλγάνια (=γαϊδουράγκαθα), τίποτα άλλο…Ο πατέρας μου είχε ένα πανταλόνι, το φόρεσε, άρχισε να σκιστεί. Πήγε στην Πόλη, αγόρασε ένα πανταλόνι. Το έβαλε μια Κυριακή, ύστερα το δίπλωσε και το έβαλε στην ντουλάπα. Μέχρι Κυριακή τ’ άφησε, πάει να το ξαναβγάλει, ήταν όλο κουρέλια. Ποντικός!»

Οι μεγαλύτερες δυσκολίες ήρθαν αργότερα, στον «ελασίτικον καιρόν» όταν το χωριό θρήνησε πάνω από 180 θύματα την περίοδο 1943-1944.

 

Τερψιθέα Σχίζα – Κυριακίδου: Ούτε πατρίδα γνώρισα, ούτε πατέρα…

 

Τερψιθέα Σχίζα – Κυριακίδου

Γεννήθηκε το 1913 στη Σινώπη του Πόντου

Κατοικεί στην Καισαριανή

 

* Συνέντευξη στη Μαρία Ψαρά, Καισαριανή 5 Ιουλίου 2010

 

«Φύγαμε από τη Σινώπη με τις σφαγές. Εγώ ήμουν μωρό. Μας διώξανε με βοϊδάμαξες. Μοιραστήκαμε σε διάφορα χωριά. Τότε πήρανε και τον πατέρα μου αιχμάλωτο. Τον πήγανε στα καταναγκαστικά έργα, για να φτιάχνει δρόμους. Η μαμά μου έδινε χρυσαφικά σε ντόπιους για να μπορέσει να τον φέρει πίσω, μα δεν τα κατάφερε…Κάποτε έμαθε πως μπορούσαμε να πάμε στην Πόλη. Πήρε εμένα και την αδερφή μου, που ήταν ένα χρόνο μεγαλύτερη και φύγαμε…», διηγείται.

 

Η μητέρα της είχε σπουδάσει κοπτική. «Στην πατρίδα μου, ο παππούς μου είχε 4-5 κόρες και δεν τις άφηνε να βγουν να δουλέψουν. Κάποια στιγμή, ήρθε στη Σινώπη μια κυρία από τη Γαλλία, μοδίστρα. Η μαμά μου τον παρακάλεσε να πάει να μάθει. 

 

Αυτό μας έσωσε. Έγινε τόσο καλή που δίδασκε σε γκρουπ», μας λέει. «Όταν πρωτοπήγαμε στην Πόλη, η μαμά πήγε σε ένα μεγάλο ατελιέ και έμαθε και ραπτική. 

 

Εμάς μας έβαλε στα καλύτερα σχολεία. Μέναμε σε ένα ωραίο σπίτι στο Γενίτσαρσί, κοντά στην Ιταλική πρεσβεία. Αλλά υπήρχε φόβος… Μετά και τον μεγάλο διωγμό του 1922, δε μας σήκωνε το κλίμα. Αποφάσισε το 1924 και ήρθαμε στην Ελλάδα με πλοίο…».

 

Η οικογένεια της Τέρψης Σχίζα βρήκε κατάλυμα στον προσφυγικό καταυλισμό της Καισαριανής. Είχαν έρθει ήδη οι θείες μου και γι’ αυτό ήρθαμε και εμείς. Μείναμε σε αντίσκηνα για δυο χρόνια. Μετά πήγαμε σε παράγκες κι ύστερα χτίστηκε ο καταυλισμός όπου πήραμε δικαίωμα σπιτιού και μείναμε», θυμάται. «Η Καισαριανή ήταν χωράφια. Οι ντόπιοι κοιμόντουσαν με τα γελάδια τους. Φορούσαν κάτι παπούτσια σαν τσαρούχια. Και η τουαλέτα ήταν στη μέση της αυλής πολλών σπιτιών…Εμάς μας λέγανε τουρκόσπορους όταν βγαίναμε. Είχαμε πολλά τέτοια στην αρχή…».

 

Στην Αθήνα, η μητέρα της δούλευε ως μοδίστρα, στην αρχή σε γνωστό οίκο, αργότερα στα σπίτια της ευρύτερης περιοχής. «Ποτέ η μάνα μου δε μας μιλούσε για την Πατρίδα, τον Πόντο, ιστορίες για το πώς ζούσαν. Δεν ήθελε. Είχε το νου της να δουλέψει. Να ζήσουμε, να μεγαλώσουμε καλά…», σημειώνει. «Σχολείο δε μας παίρνανε στην Καισαριανή. Γι’ αυτό γράφτηκα στο Αρσάκειο. Έκανα καλές σπουδές. 

 

Μιλούσα Τουρκικά, Γαλλικά, Ελληνικά. Με βοήθησε αυτό στη ζωή μου».

 

Για τις πολιτικές πεποιθήσεις των Μικρασιατών, είναι γνωστό πως στην πλειοψηφία τους ήταν Βενιζελικοί. «Το βασιλιά κανείς δεν τον ήθελε. Αλλά και αργότερα, πολλοί γίνανε Αριστεροί. Είχα εγώ έναν ξάδερφο, τον Χρήστο Χρηστίδη, από τους λίγους άνδρες που κατάφεραν να φύγουν από τον Πόντο – σε μπαούλο τον κρύψανε – και ήταν ένας από τους 200 που εκτελέστηκαν στην Καισαριανή. Ήταν εξόριστος στην Ακροναυτιλία, ήταν αρχεισμαρξιστής…».

 

Σάββας Κανταρτζής- Η καταστροφή του χωριού Μπεϊαλάν, της περιφέρειας Κοτυώρων από τους τσέτες του Τοπάλ Οσμάν.

«Τα χαράματα, στις 16 Φεβρουαρίου 1922, ημέρα Τετάρτη, μια εφιαλτική είδηση, ότι οι τσέτες του Τοπάλ Οσμάν έρχονται στο χωριό, έκανε τους κατοίκους να τρομάξουν και ν’ αναστατωθούν. Οι άντρες, όσοι βρίσκονταν τη νύχτα στο χωριό, βιάστηκαν να φύγουν στο δάσος… Αλλοι άντρες που είχαν κρυψώνες σε σπίτια σε σπίτια και σε σταύλους, τρύπωσαν σ’ αυτές και καμουφλαρίστηκαν έτσι που να μην τους υποπτευθεί κανείς. Τα γυναικόπαιδα και οι γέροι κλείστηκαν στα σπίτια και περίμεναν με καρδιοχτύπι να δούν τι θα γίνει… Δεν πέρασαν παρά λίγα λεπτά κι’ οι τσέτες , περισσότεροι από 150 έμπαιναν στο χωριό κραυγάζοντας και πυροβολώντας. Τους ακολουθούσαν τούρκοι χωρικοί από τα γειτονικά χωριά. Αυτούς τους είχαν μυήσει στο εγκληματικό σχέδιο τους και τους κάλεσαν για πλιάτσικο.

Μόλις μπήκαν οι συμμορίτες στο χωριό, η ατμόσφαιρα ηλεκτρίστηκε και ο ορίζοντας πήρε τη μορφή θύελλας που ξεσπασε άγρια. Με κραυγές και βρισιές, βροντώντας με τους υποκοπάνους τις πόρτες και τα παράθυρα, καλούσαν όλους να βγουν έξω από τα σπίτια και να μαζευτούν στην πλατεία- αλλοιώς απειλούσαν, θα δώσουν φωτιά στα σπίτια και θα τους κάψουν.

Σε λίγο, όλα τα γυναικόπαιδα και οι γέροι, βρίσκονταν τρέμοντας και κλαίγοντας στους δρόμους. Οι συμμορίτες με κραυγές και απειλές υποπτεύθηκαν, από την πρώτη στιγμή, το μεγάλο κακό που περίμενε όλους και δοκίμασαν να φύγουν έξω από το χωριό. Οι τσέτες, πρόβλεψαν ένα τέτοιο ενδεχόμενο και είχαν πιάσει από πριν τα μπογάζια, απ’ όπου μπορούσε να φύγει κανείς. Ετσι, μόλις έφτασαν, τρέχοντας, οι κοπέλλες στα μπογάζια, δέχτηκαν, από τσέτες που παραμόνευαν, πυροβολισμούς στο ψαχνό. Μερικές έμειναν στον τόπο σκοτωμένες, ενώ οι άλλες τραυματίστηκαν και γύρισαν πίσω.

Οι φόνοι αυτοί αποκάλυψαν για καλά τους εγκληματικούς σκοπούς των συμμοριτών κι’ έγιναν το σύνθημα να ξεσπάσει, το τρομοκρατημένο πλήθος των γυναικόπεδων, που είχε ριχτεί στους δρόμους σε ένα βουβό κι’ ασυγκράτητο κλάμα και σε σπαραξικάρδιες κραυγές απελπισίας. Τίποτα απ’ όλα αυτά δεν στάθηκε ικανό να μαλάξει την σκληρότητα του τεράτων, που είχε διαλέξει ο Τοπάλ Οσμάν για την «πατριωτική» του εκστρατεία. Σκληροί σαν ύαινες, που διψούν για αίμα, και διεστραμμένοι σαδιστές, που γλεντούν με τον πόνο και τα βασανιστήρια των θυμάτων τους, χίμηξαν μανιασμένοι στα γυναικόπαιδα και τους γέρους, κραυγάζοντας, βρίζοντας, χτυπώντας, κλωτσώντας και σπρώχνοντάς τους να μαζευτούν στην πλατεία.

Η πυρπόληση

Οι μητέρες αναμαλλιασμένες, κατάχλωμες από το τσουχτερό κρύο και το φόβο, με τα βρέφη στην αγκαλιά και τα νήπια μπερδεμένα στα πόδια τους. Οι κοπέλλες άλλες με τους γέρους γονείς κι’ άλλες με γριές ή άρρωστους αγκαλιασμένες, περιμαζεύτηκαν με τον χτηνώδη αυτόν τρόπο, στην πλατεία σαν πρόβατα για τη σφαγή, μέσα σε ένα πανδαιμόνιο από σπαραχτικές κραυγές και θρήνους και κοπετούς. Η πρώτη φάση της απερίγραπτης τραγωδίας του Μπεϊαλάν έκλεισε, έτσι, θριαμβευτικά για τους θλιβερούς ήρωες του νεοτουρκικού εγκλήματος γενοκτονίας.

Οταν πια όλα τα γυναικόπαιδα κ’ οι γέροι μαζεύτηκαν στην πλατεία, οι τσέτες έβαλαν μπρός την δεύτερη φάση της σατανικής τους επιχείρησης. Διάταξαν να περάσουν όλοι στα δίπατα σπίτια, που βρίσκονταν στην πλατεία και τα είχαν διαλέξει για να ολοκληρώσουν τον εγκληματικό τους σκοπό. Η απροθυμία, που έδειξε το τραγικό αυτό κοπάδι των μελλοθανάτων να υπακούσει στην διαταγή, γιατί ήταν πια ολοφάνερο ότι όλους τους περίμενε ο θάνατος, εξαγρίωσε τους συμμορίτες που βιάζονταν να τελειώσουν γρήγορα την μακάβρια επιχείρηση. Και τότε, σαν λυσασμένα θεριά, ρίχτηκαν στις γυναίκες, τα μωρά και τους γέρους, και με γροθιές, με κοντακιές και κλωτσιές έχωσαν και στρίμωξαν στα δύο σπίτια τα αθώα και άκακα αυτά πλάσματα, που ο αριθμός τους πλησίαζε τις τρεις εκατοντάδες.

Κι’ όταν, έτσι, ήταν σίγουροι πως δεν έμεινε έξω κανένας, σφάλισαν τις πόρτες, ενώ ο άγριος αλαλαγμός από τα παράθυρα, οι σπαραξικάρδιες κραυγές, το απελπισμένο κλάμα κι’ οι βοερές ικεσίες για έλεος και βοήθεια, σχημάτιζαν μια άγριας τραγικότητας μουσική συναυλία, που ξέσκιζε τον ουρανό κι’ αντιβούϊζε στα γύρω βουνά και δάση…

Και τώρα δεν έμενε παρά η τρίτη και τελική φάση της πατριωτικής… επιχείρησης των θλιβερών ηρώων-συμμοριτών του Τοπάλ Οσμάν. Δεν χρειάστηκαν παρά μια αγκαλιά ξερά χόρτα και μερικά σπασμένα πέταυρα (χαρτόματα) ν’ ανάψει η φωτιά. Και σε λίγο τα δύο σπίτια, έγιναν πυροτέχνημα και ζώστηκαν, από μέσα κι’ απ’ έξω, από πύρινες γλώσσες και μαυροκόκκινο καπνό. Το τί ακολούθησε την ώρα εκείνη δεν περιγράφεται.

Οι μητέρες ξετρελλαμένες, έσφιγγαν, αλαλάζοντας και τσιρίζοντας με όλη τη δύναμη της ψυχής τους, στην αγκαλιά τα μωρά τους, που έκλαιγαν και κραύγαζαν «μάνα, μανίτσα!».Οι κοπέλες και οι άλλες γυναίκες με τους γέρους γονείς, τα παιδιά και τους αρρώστους, κραύγαζαν και αρπάζονταν μεταξύ τους σαν να ήθελαν να πάρουν και να δώσουν κουράγιο και βοήθεια, καθώς έπαιρναν φωτιά τα μαλλιά και τα ρούχα τους κι’ άρχισαν να γλύφουν το κορμί οι φλόγες. Κραυγές, που ξέσκιζαν το λαρύγγι και τ’ αυτιά, φωνές μανιακές και κλάματα βροντερά, άγρια ουρλιαχτά ανθρώπων, που έχασαν από τρόμο και πόνο τα μυαλά τους, χτυπήματα στα στήθη, στον πυρακτωμένο αέρα και στους τοίχους – χαλασμός κόσμου, ένα ζωντανό κομμάτι από την κόλαση στη γη!

Αυτή την εφιαλτική εικόνα παρίσταναν, τα πρώτα λεπτά, τα δύο σπίτια που τα είχαν αγκαλιάσει οι φλόγες.

Μερικές γυναίκες και κοπέλες στον πόνο, την φρίκη και την απελπισία τους, δοκίμασαν να ριχτούν από τα παράθυρα, προτιμώντας να σκοτωθούν πέφτοντας κάτω ή με σφαίρες από όπλο, παρά να υποστούν τον φριχτό θάνατο στην φωτιά. Οι τσέτες που απολάμβαναν με κέφι και χαχανητά το μακάβριο θέαμα, έκαναν το χατήρι τους – πυροβόλησαν και τις σκότωσαν.

Δεν κράτησε πολλά λεπτά, αυτή η σπαραξικάρδια οχλοβοή, από τους αλαλαγμούς, τις άγριες κραυγές, τα τσουχτερά ξεφωνητά και το ξέφρενο κλάμα. Στην αρχή ο τόνος της οχλοβοής ανέβηκε ψηλά, ως που μπορούν να φτάνουν κραυγές, ξεφωνητά και ξελαρυγγίσματα από τρεις περίπου εκατοντάδες ανθρώπινα στόματα. Γρήγορα όμως ο τόνος άρχισε να πέφτει, ως που μονομιάς κόπηκαν κι’ έσβησαν οι φωνές και το κλάμα. Κι’ ακούγονταν μονο τα ξύλα, που έτριζαν από τη φωτιά και οι καμμένοι τοίχοι και τα δοκάρια, που έπεφταν με πάταγο πάνω στα κορμιά, που κείτονταν τώρα σωροί κάρβουνα και στάχτη κάτω στο δάπεδο, στα δύο στοιχειωμένα σπίτια το Μπεϊαλάν».

 

Ιάκωβος Φαντίδης

Όταν είχανε πόλεμο οι Ρώσοι με την Τουρκία, σηκώθηκε πρώτα το Καρς και όταν κατέβηκε ο πόλεμος στα δικά μας μέρη, δε μας άφησε τίποτα. Οι Τούρκοι κατάστρεψαν τα σπαρτά και όλα και φύγανε. Αναγκαστήκαμε και φύγαμε το 1917. Κατεβήκαμε στη Σαμψούντα, καθίσαμε εκεί 3 – 4 χρόνια. Η Σαμψούντα ήταν μεγάλη πόλη. Ήτανε μεγάλη φτωχομάνα. Μετά μάζεψαν οι Τούρκοι τους άντρες από κει – εγώ ήμουν ακόμα μωρό. 20 με 21 Μαΐου περικύκλωσαν οι Τούρκοι τα εργοστάσια, μάζεψαν τους άντρες και πήγαν τους μισούς σε ένα χωριό, το Καβακλί, και τους σκότωσαν. Τους άλλους μισούς τους σκότωσαν κοντά σ’ ένα πανδοχείο που το ‘λεγαν Τσουμπούς. Μείναμε εγώ και η μάνα μου με τη μικρή μου αδερφή. Ήρθε διαταγή, μας σήκωσαν κι εμάς να πάμε στο χωριό μας. Δε μας πήγαν τελικά στο χωριό. Μας πήγαν σ’ ένα άλλο μέρος που το λέγανε Μιτζιλίκ και από κει μας γύρισαν από χωριό σε χωριό. Εμείς με τη μάνα μου είχαμε πενήντα χρυσές λίρες. Μ’ αυτές αγοράσαμε βόδια, κάρο και θα σπέρναμε τα χωράφια. Δεν προλάβαμε να κάνουμε τίποτα και ήρθε νέα διαταγή για εξορία. Από τη Σαμψούντα με τα πόδια στη Μαλάτια, το Χαρπούτ, το Ντιαρμπακίρ. Πέντε έξι μήνες περπατούσαμε. Από κει, όταν έγινε η ανταλλαγή, μας έφεραν στην Ελλάδα. Ο πατέρας μου ήταν στη σφαγή του Τσουμπούς, αλλά γλίτωσε. Εκεί

σκοτώθηκαν δύο δικοί μας νοματαίοι αλλά ο πατέρας μου γλίτωσε ανάμεσα στους σκοτωμένους τυχαία. Δεν τον πήρε καμία σφαίρα και γλίτωσε.

 

Σοφία Πουτακίδου

Ήμουν μικρό μωρό. Περίπου 3 με 4 χρονών. Όταν γεννήθηκα εγώ, ο πατέρας μου ο Χρήστος πήγε στρατιώτης στον τουρκικό στρατό. Τότε η θητεία ήταν 3 χρόνια. Ύστερα αγρίεψαν οι Τούρκοι και έγινε το κακό και καταστράφηκε η Σμύρνη. Ο πατέρας μου είπε σε δύο παιδιά που ήταν μαζί του στο στρατό: «Παιδιά, μπήκαν οι Τούρκοι να μας σκοτώσουν. Πάμε να φύγουμε». Και φύγανε προς τη θάλασσα. Εκεί βρήκαν ένα καράβι που ήταν αγκυροβολημένο στη μέση της θάλασσας, ανέβηκαν κρυφά και κρύφτηκαν χωρίς να τους δουν. Το πλοίο τους πήγε σε μια άλλη πόλη. Γύρεψε ο πατέρας μου την οικογένειά του, αλλά ο παππούς μου μας είχε πάρει και φύγαμε. Ερήμωσαν όλα τα χωριά. Του είπαν του πατέρα μου: «Χρήστο, ο πεθερός σου πήγε σε άλλη πόλη». Και πάλι μια νύχτα ανέβηκαν κρυφά –γιατί ήτανε φαντάροι και δεν είχανε λεφτά– σ’ ένα πλοίο, πήγανε σε μια άλλη πόλη και ο πατέρας μου μας βρήκε εκεί. Ύστερα περάσαμε απ’ τη Σμύρνη και είδαμε ότι οι Τούρκοι σκοτώσανε, κάψανε, ρημάξανε, όλη την πόλη. Ο πατέρας μου μου έλεγε ότι ένα μικρό μουλαράκι κολυμπούσε μέσα στο αίμα. Εκεί σκοτώθηκε και ο αδερφός της μάνας μου. Ήταν κι εκείνος φαντάρος σαν τον πατέρα μου. Άλλα δε θυμάμαι, γιατί ήμουνα μικρή.

 

Γιώργος Λαπαρίδης, εξόριστος στο Ερζερούμ

«Έτον ς’ σα 1916 τση χρονίας. Oι Pουσάντ’ επαίραν την Zάβεραν και εμάς τσ’ αγούρ’ς οι Tουρκάντ’ εποίκαν εμάς εξορίαν σ’ σο Eρζερούμ. Xειμωγκός καιρός, μέσασμαν Kαλανταρί και κρύος πάγος. Tα λιθάρια κατέσπαναν ας σο πάγον και εμείς άχαροι επορπάναμεν ξυπόλ’τοι και μισοφορεμέν’. Όποιος εφόρνεν τσιαρούχια έτον καλότυχος. Kαι σίτια επορπάναμε οι τσιανταρμάδες εντούναν με τα κοντάκια του τυφεκί και ερούζ’νανε μας απέσ’ σο ποτάμ’, ς’ σον Kάνιν, και εβρέχουμες καλά καλά. Eγίνουμες λουλούτσ ας σο νερόν. Kαι επεκεί εβγάλλ’νανέ μας ας σο ποτάμ’ και εποπράτ’ναμε. Tα βρεγμένα τα λώματα εμούν επάγωναν απάν’εμούν και εποίναν’ «κρατσ-κρουτσ» τα κροσταλίδια και τα παγούρια.

Πόσ’ νομάτ’ επέμ’ναν ς’ σα στράτας, πόσ’ νομάτ’ έπαθαν ας σο κρύον, πόσ’ νομάτ’ επέθαναν ας σο λιμόν, είνας θεός εξέρ!

Tα ταπούρ’ εμούν δηλ. η ομάδα εμούν έτον 120 νομάτ’ ας ση Zάβεραν και 45 νομάτ’ εκλώσταμ οπίσ’…».

 

Η Αναγνώριση της Γενοκτονίας των Ποντίων από την Ελλάδα

Η Αναγνώριση της Γενοκτονίας των Ελλήνων του Πόντου πραγματοποιήθηκε από την Ελληνική Βουλή μόλις το 1994. Ο τότε Πρωθυπουργός Ανδρέας Παπανδρέου εισηγήθηκε την  ανακήρυξη της 19ης Μαϊου ως «Ημέρα Μνήμης για τη Γενοκτονία των Ελλήνων στο Μικρασιατικό Πόντο». Στην έκθεση επιρρίπτονται βαριές ευθύνες στους Γερμανοούς στρατιωτικοούς καθοδηγητές των Νεότουρκων,στη Σοβιετική Ένωση, αλλά και στους Άγγλους, τους Γάλλους, και τους Αμερικάνοους οι οποίοι με τη στάση τους δεν απέτρεψαν την γενοκτονία.

 

 Το 2006 η 19 Μαϊου καθιερώθηκε σαν «ημέρα εθνικής μνήμης της γενοκτονίας των Ελλήνων της Ανατολής, Πόντου, Μικράς Ασίας και Θράκης από το Τουρκικό Κράτος», εναρμονίζομενη με την ιστορική έρευνα η οποία εντάσσει τον αφανισμό του Ποντιακού ελληνισμού στο πλαίσιο της εξόντωσης του συνόλου του ελληνικού πληθυσμού της Μικράς Ασίας.

 

Αναγνώριση της Γενοκτονίας των Ποντίων από άλλες χώρες

 

Η Κύπρος ήταν η πρώτη χώρα που αναγνώρισε τη Γενοκτονία με απόφαση της Βουλής των Αντιπροσώπων στις 19 Μαΐου 1994, και έκτοτε τιμά τη μνήμη των θυμάτων.

Στις 11 Μαρτίου 2010 η Σουηδία προχώρησε στην αναγνώριση των γενοκτονιών των χριστιανικών πληθυσμών Ελλήνων, Αρμενίων και Συροχαλδαίων, με απόφαση της Βουλής.

Πέντε χρόνια αργότερα, στις 24 Μαρτίου 2015, η Αρμενία έστειλε το μήνυμα, με αντίστοιχη απόφασητης Εθνοσυνέλευσης της Αρμενικής Δημοκρατίας.

Στις 9 Απριλίου 2015 και η Ολλανδία αναγνώρισε τη Γενοκτονία.

Πολιτείες των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής που αναγνώρισαν τη Γενοκτονία

·       Νέα Υόρκη, 19 Μαΐου 2002

·       Νιου Τζέρσεϊ, 2 Σεπτεμβρίου 2002

·       Κολούμπια, 8 Δεκεμβρίου 2002

·       Νότια Καρολίνα, 10 Ιανουαρίου 2003

·       Τζόρτζια, 3 Φεβρουαρίου 2003

·       Πενσιλβάνια, 12 Δεκεμβρίου 2003

·       Φλόριντα, 20 Απριλίου 2005

·       Κλίβελαντ, 11 Μαΐου 2005

·       Ρόουντ Άιλαντ, 2008

·       Ιντιάνα, Δεκέμβριος 2014

·       Νότια Ντακότα, 26 Φεβρουαρίου 2015

·       Δυτική Βιρτζίνια, 24 Απριλίου 2016 με διακήρυξη του κυβερνήτη και αφορμή τη Γενοκτονία των Αρμενίων)

Πολιτείες της Αυστραλίας που έχουν προβεί σε αναγνώριση

·       Νότια Αυστραλία, 30 Απριλίου 2009

·       Νέα Νότια Ουαλία. Την 1η Μαΐου 2013 η Γερουσία, και στις 12 Μαΐου η Βουλή αναγνώρισαν τη Γενοκτονία των Ελλήνων της Ανατολής, των Αρμενίων και των Ασσυρίων.

·       Στις 11 Μαΐου 2015 είχε πράξει και η αυστραλιανή πόλη Γουίλομπι, στην περιοχή του Σίδνεϊ.

Στις 4 Μαΐου 2016 και η πόλη του Τορόντο στον Καναδά προχώρησε στην αναγνώριση της Γενοκτονίας των Ποντίων.

Σε αναγνώριση προχώρησε και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιοτο 2006 καθώς και με  ψηφίσματά τους θεσμικά όργανα νεολαιών, όπως αυτή του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος (ΕΛΚ), στα τέλη Μαΐου του 2015.

Στην Αναγνώριση της αναγνώρισε τη Γενοκτονίας των Ελλήνων του Πόντου, προέβη και η Διεθνής Ένωση Ακαδημαϊκών για τη Μελέτη των Γενοκτονιών (IAGS, International Association of Genocide Scholars) με βαρυσήμαντο ψήφισμά της στις 15 Δεκεμβρίου 2007.

 

Πηγές

Baum, Wilhelm(2007). Die Christlichen Minderheiten der Türkei in den Pariser Friedensverhandlungen (1919-1923): Kemal Atatürk und der Genozid (1. Aufl. έκδοση). Klagenfurt: Kitab. ISBN9783902005977.

http://www.hellenicparliament.gr/UserFiles/2f026f42-950c-4efc-b950-340c4fb76a24/NOM_PN_EE_4_HA19.doc

http://epontos.blogspot.gr/2016/05/blog-post_17.html

http://epontos.blogspot.gr/2016/05/Pontos-Martyries.html

http://www.hellenicparliament.gr/UserFiles/2f026f42-950c-4efc-b950-340c4fb76a24/p-mnhmpontou-eis.pdf

http://www.pontos-news.gr/sites/default/files/vol2/to_psifisma_tis_iags_0.pdf

http://www.stbasiltroy.org/pontos/pontoshistory.pdf

http://www.pontos-news.gr/article/11830/deite-tis-hores-poy-ehoyn-anagnorisei-tin-genoktonia-ton-pontion

https://fdathanasiou.wordpress.com/2014/05/18/%CE%BC%CE%B1%CF%81%CF%84%CF%85%CF%81%CE%AF%CE%B5%CF%82-%CE%B1%CF%80%CF%8C-%CF%84%CE%BF%CE%BD-%CE%BE%CE%B5%CF%81%CE%B9%CE%B6%CF%89%CE%BC%CF%8C-%CE%BA%CE%B1%CE%B9-%CF%84%CE%B7-%CE%B3%CE%B5%CE%BD%CE%BF/

http://www.corfuhistory.eu/?p=5059