Από τη Νένα Μαλλιάρα – Εφημερίδα “Το Κεφάλαιο” 

 

Κυβέρνηση, Τράπεζα της Ελλάδος και “θεσμοί” έχουν ήδη αρχίσει τον σχεδιασμό διαχείρισης των “κόκκινων” εταιρικών δανείων, μια διαδικασία που θα σηματοδοτήσει άμεσα την πλήρη αναμόρφωση του επιχειρηματικού χάρτη της χώρας  καθώς η σχετική νομοθετική ρύθμιση θα υλοποιηθεί μέσα στοπρώτο δεκαπενθήμερο του Δεκεμβρίου, με στόχο να τεθεί σε ισχύ από 1/1/2016.

Σύμφωνα με πληροφορίες του “Κ”, στο πλαίσιο του σχεδίου περιλαμβάνονται τέσσερα κρίσιμα στοιχεία:

Εντάσσει την κάλυψη των Μικρομεσαίων Επιχειρήσεων στο ψηφισμένο την περασμένη Πέμπτη νόμο για την προστασία της πρώτης κατοικίας (!).

Προβλέπει τη δημιουργία νέου είδους εταιρειών διαχείρισης “κόκκινων” δανείων.

Νομιμοποιεί την πώληση δανείων σε ειδικά funds.

Αποκλείει τον διαχωρισμό των δανείων σε μεγάλα και μικρά που να μπορούν ή όχι να πουληθούν.

Στην ΤτΕ εκτιμούν ότι με τη δρομολόγηση των νομοθετικών ρυθμίσεων εντός του Δεκεμβρίου για τα “κόκκινα” εταιρικά δάνεια, μπορεί να δρομολογηθεί, με ευθύνη πλέον των τραπεζών, “η αναδιάρθρωση της οικονομικής και παραγωγικής βάσης της οικονομίας σε υγιή βάση”. Όπως υποστηρίζεται αρμοδίως, εταιρείες σε κλάδους που σήμερα έχουν καταρρεύσει κάτω από τον όγκο των χρεών τους, όπως ο ξενοδοχειακός, ο ναυτιλιακός, τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, ο κατασκευαστικός, η ακτοπλοΐα, η βιομηχανία – βιοτεχνία, η μεταποίηση κ.ά. θα γίνει δυνατό να αναδιαρθρωθούν και, εφόσον πληρούν τις προϋποθέσεις, να εξυγιανθούν και να πουληθούν σε τρίτους. Για όποιες, βεβαίως, επιχειρήσεις κριθεί πως η κατάσταση είναι μη αναστρέψιμη, η οδός της εκκαθάρισης θα αποτελέσει μονόδρομο, κάτι που θα έχει επιπτώσεις σε επίπεδο απασχόλησης για ολόκληρη τη διετία 2016-2017 με άμεση επίπτωση στον ρυθμό ανάκαμψης της οικονομίας.

Η ενεργή διαχείριση των επιχειρηματικών δανείων θα μπορούσε να αποτελέσει αθροιστικά τη μεγαλύτερη άμεση επένδυση που έχει γίνει ποτέ στην Ελλάδα. Και αυτό γιατί το θέμα δεν είναι απλώς η αναδιάρθρωση των προβληματικών δανείων, αλλά η εισροή νέων κεφαλαίων σε όσες εταιρείες κρίνονται βιώσιμες και οι οποίες διαφορετικά δεν μπορούν να λειτουργήσουν. Υπό το πρίσμα αυτό, έμπειρα στελέχη του τραπεζικού χώρου και της αγοράς θεωρούν απολύτως βέβαια την αλλαγή του υφιστάμενου εταιρικού χάρτη στην Ελλάδα.Επιχειρηματικοί όμιλοι που σήμερα συνεχίζουν να υφίστανται με την ανοχή των τραπεζών, καθώς αδυνατούν να εξυπηρετήσουν τις δανειακές τους υποχρεώσεις θα βρεθούν προ νέων δεδομένων καθώς σε περίπτωση που δεν κατορθώσουν να προσελκύσουν “νέο χρήμα”, τα δάνειά τους θα αποτελέσουν αντικείμενο αξιοποίησης από τρίτους.

Αυτό αποτελεί βεβαιότητα πως οι τράπεζες στο πλαίσιο αυτής της αναδιάρθρωσης (η οποία είχε επιχειρηθεί ανεπιτυχώς και μετά την προηγούμενη ανακεφαλαιοποίηση) δεν θα αποδεχθούν μετοχοποιήσεις δανείων που θα μπορούσε να τις μετατρέψει σε μεγαλομετόχους προβληματικών επιχειρήσεων.

Ο σχεδιασμός για τις ΜμΕ

Σε κάθε περίπτωση, ο σχεδιασμός όπως εξηγούν αρμόδια υπηρεσιακά στελέχη της κυβέρνησης, περιλαμβάνει διαχωρισμός μεταξύ των μικρών-μεσαίων επιχειρήσεων και των μεγάλων εταιρειών.

Για τις μικρές-μεσαίες Εμποροβιοτεχνικές Επιχειρήσεις θεωρείται ότι το μεγαλύτερο μέρος έχει καλυφθεί από τον νόμο που πέρασε στη Βουλή, καθώς η έρευνα πάνω στην οποία έγινε η κατανομή της κάλυψης, υποστηρίζει ότι οι μικρές επιχειρήσεις, Ομόρρυθμες, Ετερόρρυθμες ή προσωπικές, που έχουν πάρει δάνεια για στηριχθούν, έχουν βάλει ως εγγύηση την κατοικία τους. Και κατά συνέπεια η κάλυψη γίνεται στο πλαίσιο του νόμου που προβλέπει η ρύθμιση για την πρώτη κατοικία. Με τον τρόπο αυτό, βέβαια, το μεγαλύτερο μέρος των δανεισμένων ΜμΕ μένει ακάλυπτο, καθώς οι εγγυήσεις που έχουν δοθεί στις τράπεζες για τον δανεισμό, σε έναν περιορισμένο μόνο αριθμό αφορούν ακίνητο πρώτης κατοικίας. Στην πλειονότητά τους έχουν να κάνουν με εμπορικά ή άλλα ακίνητα που δεν καλύπτονται από τον νόμο που ψηφίσθηκε την Πέμπτη στη Βουλή.

Τι θα ισχύσει για τις μεγάλες επιχειρήσεις

Για τις μεγαλύτερες επιχειρήσεις προβλέπεται ότι θα υπάρξουν δύο δυνατότητες ανάλογα με το είδος της επιχείρισης, το μέγεθος του δανείου και τον τύπο των εγγυήσεων:

– Άμεση αναδιάρθρωση με ευθύνη των τραπεζών. Στον κύκλο αυτό θα ενταχθούν κατά βάση βιώσιμες επιχειρήσεις των οποίων τα δάνεια μπορούν με μία αναδιάρθρωση που δεν επιβαρύνει τους Ισολογισμούς των τραπεζών. Στο σημείο αυτό θα δρομολογηθεί το πρώτο νέο στοιχείο. Η ΤτΕ ετοιμάζει ένανέο είδος – τύπο άδειας για τη δημιουργία εταιρειών που θα έχουν ως επιχειρηματική δραστηριότητα τη “διαχείριση δανείων” στο πλαίσιο που προβλέπει η ευρωπαϊκή νομοθεσία. Οι εταιρείες αυτές θα μπορούν είτε να έχουν “και” μετόχους τράπεζες είτε να είναι καθ’ ολοκληρίαν θυγατρικές τραπεζών. Η μέχρι στιγμής κατεύθυνση είναι να αποκτήσει η κάθε τράπεζα τη δική της θυγατρική “διαχείρισης δανείων”. Είναι όμως πολύ πιθανό το ευρύτερο επιχειρηματικό περιβάλλον και το γεγονός ότι πολλές επιχειρήσεις έχουν “κόκκινα” δάνεια σε περισσότερες της μίας τράπεζες να οδηγήσει σε εταιρείες στις οποίες θα συμμετέχουν ως μέτοχοι περισσότερες από μία τράπεζες.

– Το δεύτερο στοιχείο που μπαίνει στο σημείο αυτό είναι η δυνατότητα “πώλησης δανείων” σε εξειδικευμένα funds τα οποία ήδη έχουν δηλώσει την παρουσία τους και έχουν εκδηλώσει ισχυρό ενδιαφέρον ειδικά για τα δάνεια μεγάλων ξενοδοχειακών επιχειρήσεων και ναυτιλιακών εταιρειών. Όπως υποστηρίζουν στο “Κ” αρμόδια κυβερνητικά στελέχη, “δεν πρόκειται να υπάρξει διαχωρισμός των προς πώληση δανείων ανάλογα με το ύψος τους, δηλαδή από το αν ξεπερνούν ή όχι κάποιο όριο όπως π.χ. τις 800 χιλ. ευρώ ή το ένα εκατ. ευρώ όπως αρχικά είχε ακουσθεί. Η επιλογή των προς πώληση δανείων θα γίνει από τις τράπεζες και με κριτήρια που οι ίδιες θα επιλέξουν με βάση την κεφαλαιακή τους ενίσχυση και τη βελτίωση του Ισολογισμού τους…”.  Άλλωστε, όπως προβλέπει το τρίτο Μνημόνιο, οι διοικήσεις των τραπεζών θα αξιολογηθούν στο επόμενο εξάμηνο μετά την ανακεφαλαιοποίησή τους από το ποσοστό ανάκτησης κεφαλαίων από τα δάνεια που θα πετύχουν.

Από την ΤτΕ, πάντως, εξηγούν ότι η τακτική της δημιουργίας bad bank για την απορρόφηση των μη ανακτήσιμων “κόκκινων” δανείων έχει προς το παρόν αποκλεισθεί σαν δυνατότητα για τα εταιρικά “κόκκινα” δάνεια. Και αυτό γιατί έτσι “οι διοικήσεις των τραπεζών απαλλάσσονται από την ευθύνη της ανάκτησης κεφαλαίων και επιβαρύνεται το κράτος και οι φορολογούμενοι με διαδικασίες οι οποίες στο τέλος έχουν αποδειχθεί ενετελώς αναποτελεσματικές”.