του Simon Tilford, Center for European reform

Η παγκόσμια οικονομία έχει αλλάξει από το να είναι ο πιθανός σωτήρας της οικονομίας της ευρωζώνης, σε μια επιπλέον πηγή αβεβαιότητας για αυτή.

Οι προοπτικές για την παγκόσμια οικονομία επιδεινώνονται γρήγορα, εγείροντας ερωτήματα για την ανάκαμψη της ευρωζώνης. Θα αυξηθούν αρκετά η κατανάλωση και οι επενδύσεις για να εξισορροπήσουν την πιθανή εξασθένιση των εξαγωγών της ευρωζώνης, ή η ανάκαμψη θα περιοριστεί σταδιακά και θα σταματήσει; Τι σημαίνει το επιδεινούμενο παγκόσμιο περιβάλλον για τις προσπάθειες της ΕΚΤ να αυξήσει τον πληθωρισμό και να αποκρούσει τις απειλές για την βιωσιμότητα του χρέους ανά την ευρωζώνη; Η νομισματική ένωση δεν κινδυνεύει να περιέλθει σε ύφεση το 2016, αλλά το προηγούμενο θα μπορούσε να αποδειχθεί ότι ήταν τόσο καλό όσο γινόταν.

Η οικονομία της ευρωζώνης αναπτύχθηκε κατά 1,5% περίπου το 2015 και ως εκ τούτου σημαντικά χαμηλότερα σε σχέση με τις ΗΠΑ ή το Ηνωμένο Βασίλειο. Η αδυναμία της δραστηριότητας της ευρωζώνης ήταν ένας λόγος γιατί ο πληθωρισμός σε όλη την ευρωζώνη, υποχώρησε στο μηδέν. Ενώ η οικονομική ανάκαμψη επιταχύνθηκε σε ορισμένα κράτη-έλη, κυρίως στην Ισπανία και στην Ιρλανδία, οι οικονομίες της Γαλλίας και της Ιταλίας παρέμειναν ασθενείς, και η γερμανική ανάπτυξη απογοήτευσε για άλλη μια φορά, και διαμορφώθηκε στο 1,5%. Εάν η ευρωζώνη είχει ανακάμψει από την ύφεση και στη συνέχεια η ανάπτυξη είχε επιβραδυνθεί στο 1,5%, αυτό το επίπεδο ανάπτυξης θα ήταν λιγότερο απογοητευτικό. Αλλά η ευρωζώνη μετά βίας έχει ανακάμψει τα προ κρίσης επίπεδα δραστηριότητας. Πραγματικά είναι μια απόδειξη για την μείωση των προσδοκιών ότι οι επιδόσεις ανάπτυξης της ευρωζώνης το 2015, θεωρούνται κάτι σαν επιτυχία. Με τα επιτόκια στο 0,5%, τη δημοσιονομική θέση σε όλη την ευρωζώνη ως ουδέτερη και τις μεγάλες μειώσεις στις τιμές του πετρελαίου και των εμπορευμάτων να αυξάνουν την αγοραστική ισχύ των νοικοκυριών, είναι απογοητευτικό που η ανάπτυξη δεν ήταν ισχυρότερη.

Η ανάκαμψη θα κερδίσει momentum ή θα μείνει στάσιμη το 2016; Στα θετικά, η ΕΚΤ θα αφήσει τα επιτόκια κοντά στο μηδέν και θα χρεώνει τις τράπεζες περισσότερο να καταθέτουν κεφάλαια σε αυτή, σε μια προσπάθεια να τις οδηγήσει σε αύξηση της χορήγησης δανείων. Κατά πάσα πιθανότητα, η ΕΚΤ θα επιμείνει επίσης στην ποσοτική χαλάρωση -την πρακτική όπου οι κεντρικές τράπεζες ηλεκτρονικά δημιουργούν νέα κεφάλαια και αγοράζουν financial assets, όπως κρατικά ομόλογα- σε μια προσπάθεια να τονώσει την οικονομική δραστηριότητα και τον πληθωρισμό. Η δημοσιονομική πολιτική ανά την ευρωζώνη στο σύνολό της, είναι πιθανό να είναι ελαφρώς επεκτατική, αν μη τι άλλο εξαιτίας των δαπανών που συνδέονται με τους πρόσφυγες στη Γερμανία. Οι πιστωτικές συνθήκες για τις επιχειρήσεις έχουν βελτιωθεί στο σύνολο της ευρωζώνης. Και η περαιτέρω πτώση του πετρελαίου και των τιμών των άλλων εμπορευμάτων, θα πρέπει να παρέχει μια πρόσθετη ώθηση στην κατανάλωση, τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα.

Το μεγαλύτερο αρνητικό για την προοπτική ανάπτυξης της ευρωζώνης είναι η ραγδαία επιδείνωση του εξωτερικού περιβάλλοντος. Πρώτον, όλες οι μεγάλες αναδυόμενες αγορές πλην της Ινδίας, επιβραδύνονται ταυτόχρονα, με τις προοπτικές για την κινεζική οικονομία να είναι εξαιρετικά αβέβαιες. Το καλύτερο σενάριο είναι η Κίνα να κατορθώσει να μεταβεί σε μια χαμηλότερη ανάπτυξη χωρίς μια μεγάλη κρίση. Εξίσου πιθανό είναι ωστόσο, η κινεζική οικονομία να υποχωρήσει υπό το βάρος του μαζικού χρέους και ης πλεονάζουσας βιομηχανικής ικανότητας, ανοίγοντας τον δρόμο για μια εκτεταμένη κρίση. Το ΔΝΤ εκτιμά ότι μια πτώση κατά 1% της ανάπτυξης των αναδυόμενων αγορών, θα “κόψει” 0,2% από την ανάπτυξη των αναπτυγμένων αγορών, και περισσότερο για οικονομίες -όπως η Γερμανία- που έχουν διευρυμένες εμπορικές συναλλαγές με τις αναδυόμενες οικονομίες. Δεύτερον, μια βραδύτερη ανάπτυξη στις αναδυόμενες αγορές, ιδιαίτερα στην Κίνα, είναι ένας μεγάλος παράγοντας πίσω από την αποδυνάμωση των τιμών των εμπορευμάτων που πλήττει τη ρωσική οικονομία και αυτές της μέσης Ανατολής. Τέλος, η ανάπτυξη επιβραδύνεται σε ΗΠΑ και Ηνωμένο Βασίλειο. Συνολικά, αυτό δείχνει μια επιβράδυνση στον ρυθμό της παγκόσμιας επέκτασης και μια αποδυνάμωση του εμπορίου.

Οι φορείς χάραξης πολιτικής της ευρωζώνης είχαν ποντάρει στο ότι το ασθενές ευρώ θα ενίσχυε τη ζήτηση για τις εξαγωγές της ευρωζώνης και θα τόνωνε τον πληθωρισμό, αυξάνοντας τις τιμές των εισαγόμενων αγαθών. Αλλά με την πιθανότητα αύξησης των επιτοκίων στις ΗΠΑ και στο Ηνωμένο Βασίλειο να υποχωρεί γρήγορα (και μαζί με αυτή και το κίνητρο για τους επενδυτές να αγοράσουν δολάρια και στερλίνες) και την Κίνα σχεδόν έτοιμη να υποτιμήσει το γουάν, υπάρχει μικρή πιθανότητα το ευρώ να εξασθενίσει περαιτέρω. Κατά πάσα πιθανότητα, το διεθνές εμπόριο θα επηρεάσει -ίσως σημαντικά- την ανάπτυξη της ευρωζώνης το 2016. Και καθώς τα αγαθά από την Κίνα και άλλες αναδυόμενες οικονομίες γίνονται όλο και πιο φθηνά, και τις τιμές του πετρελαίου και των εμπορευμάτων να υποχωρούν, η νομισματική ένωση θα εισάγει αποπληθωρισμό αντί να τον εξάγει.

Αυτό διακινδυνεύει να επιδεινώσει ένα άλλο μεγάλο αρνητικό που αντιμετωπίζει η ευρωζώνη: τον χαμηλό πληθωρισμό. Η ραγδαία μείωση του πληθωρισμού δίνει μια εφάπαξ ώθηση στην κατανάλωση, αλλά θέτει σειρά οικονομικών προκλήσεων. Όσο περισσότερο ο πληθωρισμός παραμένει πολύ χαμηλός, τόσο μεγαλύτερος είναι ο κίνδυνος ότι οι επιχειρήσεις αναβάλλουν τις επενδύσεις (με την προσδοκία ότι οι επενδύσεις θα καταστούν φθηνότερες) και ότι οι επιχειρήσεις θα σταματήσουν να αυξήσουν τους μισθούς. Ο χαμηλός πληθωρισμός επίσης επιδεινώνει προβλήματα βιωσιμότητας του χρέους: οι χώρες χρειάζονται τον πληθωρισμό προκειμένου να μειώσουν την πραγματική αξία των χρεών τους. Η πτώση στον πληθωρισμό της ευρωζώνης το 2016, αντανακλούσε την μείωση των τιμών των εμπορευμάτων. Αλλά ο “δομικός” πληθωρισμός -που δεν περιλαμβάνει τις κινήσεις των τιμών της ενέργειας και των πρώτων υλών- παρέμεινε επίσης πολύ ασθενής, και κυμάνθηκε περίπου στο 1% και ως εκ τούτου, πολύ χαμηλότερα του στόχου της ΕΚΤ για κοντά στο 2%. Και με τις τιμές παραγωγού να υποχωρούν ραγδαία και τον μέσο μισθό στην ευρωζώνη να υποχωρεί όπως και ο πληθωρισμός, δεν υπάρχει λόγος να αναμένουμε μια αύξηση των τιμών σε δομικό επίπεδο.

Η εγχώρια ζήτηση στην ευρωζώνη ανέκαμψε όντως το 2015, με αποτέλεσμα η οικονομική ανάκαμψη να οφείλεται σε μεγάλο βαθμό από εγχώριους πόρους. Αντιθέτως, οι εξαγωγές αντιπροσώπευσαν το σύνολο της ανάπτυξης στην οικονομία της ευρωζώνης στο διάστημα 2009-2014. Το ερώτημα είναι εάν η εγχώρια ζήτηση θα ενισχυθεί αρκετά το 2016, για να εξισορροπήσει την επιβράδυνση των εξαγωγών και την μείωση των τιμών εισαγωγού. Για να συμβεί αυτό, η ιδιωτική κατανάλωση θα πρέπει να ανακάμψει περαιτέρω. Κατά πάσα πιθανότητα, τα επίπεδα απασχόλησης θα πρέπει να αυξηθούν περαιτέρω. Οι μέσοι μισθοί θα πρέπει να αυξηθούν σε πραγματικούς όρους το 2016, αλλά χαμηλότερα από το περασμένο έτος καθώς οι προσδοκίες για χαμηλό πληθωρισμό, οδηγούν χαμηλότερα και τις μισθολογικές ρυθμίσεις. Ως αποτέλεσμα, η ιδιωτική κατανάλωση είναι πιθανό να αναπτυχθεί κατά περίπου 1,5%, με την προϋπόθεση πως μια παγκόσμια κρίση δεν θα τρομάξει τους καταναλωτές της ευρωζώνης για να αποταμιεύσουν περισσότερα.

Οι προοπτικές για τις επενδύσεις είναι περισσότερο αβέβαιες. Μια βιώσιμη ανάκαμψη στην οικονομία της ευρωζώνης απαιτεί οι επενδυτικές δαπάνες να ανακτήσουν έδαφος (διαμορφώνονται ακόμη χαμηλότερα κατά 15% σε σχέση με το επίπεδο του 2007). Οι επιχειρηματικές επενδύσεις σε όλη την ευρωζώνη, ανέκαμψαν όντως ελαφρώς το 205, αλλά όχι αρκετά για να αποτελέσουν μια σημαντική συμβολή στην οικονομική ανάπτυξη. Η σταδιακή βελτίωση της αγοράς εργασίας της ευρωζώνης, η ήπια ανάκαμψη της κατανάλωσης και η βελτίωση των πιστωτικών συνθηκών της αγοράς, θα πρέπει να ενθαρρύνει ορισμένες επιχειρήσεις να αυξήσουν τις επενδύσεις. Αλλά η επιδείνωση του εξωτερικού περιβάλλοντος θα πλήξει την επιχειρηματική εμπιστοσύνη καθώς και η βαθιά πτώση των τιμών των μετοχών. Ο Ιανουάριος 2016 ήταν η χειρότερη αρχή έτους για τα ευρωπαϊκά χρηματιστήρια από το 1973. Οι προσδοκίες για πολύ χαμηλό πληθωρισμό θα μπορούσαν επίσης να προκαλέσουν την καθυστέρηση των επενδύσεων από τις επιχειρήσεις. Οι κυβερνήσεις της ευρωζώνης στο μεταξύ, δεν πρόκειται να επιδοθούν σε “ξέσπασμα” των δημόσιων επενδύσεων.

Η παγκόσμια οικονομία έχει μετατοπιστεί από το να είναι ο πιθανός σωτήρας της οικονομίας της ευρωζώνης, σε μια επιπλέον πηγή αβεβαιότητας για αυτήν. Το 2016 θα καθορίσει εάν η ανάκαμψη της νομισματικής ένωσης έχει πόδια ή εάν υποχωρεί. Το ρίσκο είναι προς το αρνητικό.

Μπορείτε να δείτε το κείμενο εδώ