της Γεωργίας Μπαχτη*

Την προηγούμενη Πέμπτη το Eurogroup ήρθε σε συμφωνία για το μέλλον του ελληνικού προγράμματος διάσωσης το οποίο είχε χαιρετιστεί ως ένα σημείο καμπής στην ατελείωτη ιστορία της ελληνικής κρίσης.

 Ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας τουήταρε: Σήμερα η Ελλάδα γυρίζει σελίδα. ¨Έχουμε μια συμφωνία που ανταποκρίνεται στις θυσίες του ελληνικού λαού”. Σε σχέση με τις προηγούμενες ανακοινώσεις του Eurogroup, η αλλαγή στη ρητορική είναι αξιοσημείωτη: η συμφωνία θεωρείται ότι έρχεται σε σύγκρουση με τις πολιτικές λιτότητας του παρελθόντος, ανοίγοντας το δρόμο για την ανάπτυξη και τη δημιουργία θέσεων εργασίας στη χώρα. Στην πραγματικότητα ωστόσο, αυτή η “νέα” συμφωνία απλώς επεκτείνει τα μέτρα που έχουν ήδη συμφωνηθεί το Μάιο του 2016 και κάνει λίγα για να αντιμετωπίσει το βασικό ζήτημα των μη βιώσιμων επιπέδων χρέους της Ελλάδας.

Ακολουθώντας τη λογική της συμφωνίας του Μαΐου του 2016, τα μέτρα ελάφρυνσης χρέους περιλαμβάνουν ομαλότερα χρονοδιαγράμματα αποπληρωμής, την επιστροφή των κερδών από τα ελληνικά ομόλογα που κρατούνται αυτή τη στιγμή από την ΕΚΤ και τις εθνικές κεντρικές τράπεζες, και ευνοϊκές προσαρμογές στα επιτόκια. Επιπλέον, η ανακοίνωση αποκλείει την πιθανότητα κουρέματος στο ονομαστικό ποσό του δημοσίου χρέους της Ελλάδας και τις δημοσιονομικές μεταβιβάσεις από άλλα κράτη-μελη. Αυτή η κίνηση έπεισε το ΔΝΤ, το οποίο είχε μέχρι στιγμής αρνηθεί να ενταχθεί στη διάσωση, να εγκρίνει το πρόγραμμα “κατα’ αρχήν” – αν και θα προχωρήσει με την εκταμίευση κεφαλαίων μόνο αφού τα μέτρα έχουν ολοκληρωθεί. Η απροθυμία του ΔΝΤ να δεσμευτεί στο ελληνικό πρόγραμμα προκύπτει από την προηγούμενη αποδοχή ότι η επιμονή στη λιτότητα υποτίμησε την σοβαρή υφεσιακή επίδραση που θα είχε στην ελληνική οικονομία. Πραγματικά, η ευρωζώνη εξακολουθεί να απαιτεί από την Ελλάδα να ακολουθήσει μία μη ρεαλιστική αυστηρή δημοσιονομική πορεία, επιτυγχάνοντας πρωτογενές πλεόνασμα ύψους 3,5% του ΑΕΠ μέχρι το 2022. Αυτός ο φιλόδοξος στόχος, που είναι είναι πολύ υψηλότερος ακόμη και από το γερμανικό πρωτογενές πλεόνασμα του 0,6%, μπορεί να επιτευχθεί μόνο με την υιοθέτηση περισσότερων μέτρων λιτότητα, τα οποία, όπως έχουν υποστηρίξει αλλού, ασκούν μία αδιανόητη πίεση στην ελληνική οικονομία.

Η βασική καινοτομία της νέας συμφωνίας είναι μια πρόταση που τέθηκε από τον Γάλλο υπουργό Bruno Le Maire, η οποία συνδέει την πρόβλεψη για ελάφρυνση χρέους με τα ποσοστά ανάπτυξης της Ελλάδας, έτσι ώστε οι περίοδοι χαμηλής ανάπτυξης θα δίνουν στη χώρα τη δυνατότητα να ωφελείται από πιο ευνοϊκούς όρους στην αποπληρωμή δανείων. Αυτός ο μηχανισμός, ο οποίος θα εφαρμοστεί μετά από το τέλος του τωρινού προγράμματος, δίνει στο ΔΝΤ και στην ευρωζώνη το δυνατότητα να αφήσει κατά μέρος τις αισθητά διαφορετικές προβλέψεις για την ελληνική ανάπτυξη, οι οποίες είχαν καθυστερήσει την έγκριση της νέας δόσης των κεφαλαίων διάσωσης. Πέρα από αυτό ωστόσο, κάνει λίγα για να αντιμετωπίσει το βασικό ζήτημα της βιωσιμότητας του χρέους και την υπερβολικά φιλόδοξη δημοσιονομική πορεία που απαιτείται για να το κρατήσει υπό έλεγχο, καθώς δεν αλλάζει την φύση της ελάφρυνσης χρέους, μόνο το χρονοδιάγραμμα.

Παρά την αισιόδοξη ρητορική, οι απαντήσεις πολιτικής του ΔΝΤ και της ΕΚΤ αποδεικνύουν ότι η νέα συμφωνία στην πραγματικότητα δεν σηματοδοτεί καμία αλλαγή στη στρατηγική από την ευρωζώνη. Το ΔΝΤ συμφώνησε να συμμετέχει στη συμφωνία “κατ’ αρχήν”, ενώ παράλληλα αρνήθηκε να συμμετέχει οικονομικά στην τρέχουσα διάσωση. Ομοίως, η ΕΚΤ δεν άλλαξε την πολιτική της με την οποία αποκλείει τα ελληνικά ομόλογα από το πρόγραμμα νομισματικής τόνωσης, δηλώνοντας “πρέπει να δούμε περισσότερη σαφήνεια για το χρέος, ώστε να εντάξουμε την Ελλάδα στο πρόγραμμα αγοράς ομολόγων”.

Αυτές οι αποφάσεις είναι ενδεικτικές όχι μόνο της αποτυχίας του Eurogroup να αντιμετωπίσει το ζήτημα από μια μακροπρόθεσμη οπτική, αλλά επίσης της στάσης την οποία πιθανώς θα υιοθετήσει ο ιδιωτικός τομέας όταν η Ελλάδα επιχειρήσει να δανειστεί από τις αγορές. Όσο το χρέος παραμένει σε μη βιώσιμα υψηλά επίπεδα, η εμπιστοσύνη στις οικονομικές προοπτικές της χώρας θα παραμένει χαμηλή, οι ιδιωτικές επενδύσεις δεν θα υλοποιούνται και η Ελλάδα είναι απίθανο να σταθεί στα πόδια της κάποια στιγμή σύντομα.

Μπορείτε να δείτε το κείμενο εδώ

Η ανάλυση στα ελληνικά δημοσιεύθηκε στο capital.gr