To ενιαίο και αδιαίρετο του ελληνοχριστιανικού πολιτισμού
Πρόδρομοι στην Αλληλοπεριχώρηση Ελληνισμού και Χριστιανισμού (μέρος Α’)
Toυ Δημητρίου Ιωάν. Κωνσταντέλλου, Πρωτοπρ. Καθηγητού Πανεπιστημίου

Η παρούσα μελέτη εχρησίμευσεν ως βάσις διαλέξεως που έγινε στο Πανεπιστήμιο της Νοτίου Καρολίνας, Η.Π.Α. Χάρις εις την προθυμίαν του π. Σταματίου Γανιάρη παραδίδεται αναθεωρημένη και συμπληρωμένη εις το Ελληνικό αναγνωστικό κοινό.

Πιστεύω ότι τόσο θεμελιώδης και πολυδιάστατη είναι η αλληλοπεριχώρησις που συνδέει τον Χριστιανισμό με τον Ελληνισμό, ώστε η παραμικρή απομάκρυνσις του ενός από τον άλλον θα επέφερε θεμελιώδη αλλοίωσι και των δύο.[i]

Η Χριστιανική θρησκεία και ο Ελληνικός πολιτισμός τεσσάρων χιλιάδων ετών συνεδέθησαν από αυτήν ταύτην την θεμελίωσιν του Χριστιανισμού, αλλά η προετοιμασία δια την αλληλοπεριχώρησί τους είχε αρχή εις τον τέταρτο αιώνα προ Χριστού. Σ’ αυτό το θέμα οι Ορθόδοξοι θεολόγοι που συμφωνούν με την άποψι αυτή ακολουθούν τα βήματα των πρώτων Χριστιανών απολογητών, όπως του Ιουστίνου του φιλοσόφου και μάρτυρος, Κλήμεντος του Αλεξανδρέως, και των εκκλησιαστικών ιστορικών Ευσεβίου του υπό Καισαρείας και Σωκράτους του Σχολαστικού, οι οποίοι εθεωρούσαν την Ελληνική προπαίδεια ως βασικό όργανο της Θείας Οικονομίας. Οι πρώτοι Χριστιανοί απολογηταί και Πατέρες της Εκκλησίας ενεθάρρυναν την μελέτη των Ελλήνων κλασικών συγγραφέων ως στοιχειώδες κεφάλαιον της Χριστιανικής παιδείας, όχι μόνο δια την καλλιέπεια και την τέχνη της λογικής, αλλά και διότι «πολλοί εκ των Ελλήνων φιλοσόφων δεν απείχαν πολύ από την γνώσι του Θεού», καθώς γράφει, ο Σωκράτης ο Σχολαστικός.[ii]

Η πνευματική σύνθεσις και φιλοσοφικοθεολογική αλληλοπεριχώρησις Ελληνισμού και Χριστιανισμού συνετελέσθη κατά τους πρώτους έξι αιώνας, οπόταν και διεμορφώθη η θετική στάσις του Ορθόδοξου Χριστιανισμού έναντι του Ελληνισμού καθ’ όλην την βυζαντινή και μεταβυζαντινή περίοδο.

Αλλά ποιοι ήσαν οι πρόδρομοι και ποιες είναι οι ενδείξεις που βεβαιώνουν την συσχέτιση του Ελληνισμού και του Ορθοδόξου Χριστιανισμού; Η παρούσα μελέτη είναι μια προσπάθεια να απαντήση σ’ αυτό το βασικό ερώτημα. Αποτελείται από δύο μέρη. Εις το πρώτον, εκτίθενται τα βασικά στοιχεία που συνέβαλαν, ώστε ο Ελληνισμός να γίνη ο πρόδρομος του Χριστιανισμού. Το δεύτερον μέρος παρουσιάζει τις καταφανείς αποδείξεις της συζυγίας των δύο μετά τον δεύτερον μ.Χ. αιώνα που ευρίσκονται εις την γραμματεία και εις τας πράξεις των μεγάλων Εκκλησιαστικών Πατέρων και εις τα κείμενα των Οικουμενικών Συνόδων.

ellinismos-xristianismos0

Α’

Καθ’ ον χρόνον η σχέσις μεταξύ Χριστιανισμού και Ελληνισμού παραμένει ακόμη πρόβλημα δια ορισμένες Χριστιανικές ομολογίες, δια τους Ορθοδόξους και κυρίως τους Έλληνας Ορθοδόξους, δεν είναι θέμα αμφισβητήσιμο. Αλλά ούτε και δια τις εκκλησίες που μελετούν την ιστορία του Χριστιανισμού βαθύτερα και εξετάζουν την θεολογία μέσα στα ιστορικά πλαίσια. Κατά τους Έλληνες και άλλους Ορθοδόξους θεολόγους, όπως ο Γεώργιος Φλωρόφσκι και ο Ιωάννης Μέγιεντορφ, το θέμα είχε λυθεί από τους πρώτους Χριστιανούς θεολόγους και εν συνεχεία από τους μεγάλους Καππαδόκες Πατέρες, οι οποίοι δεν επεσήμαναν ουσιαστικήν αντίθεσιν εις τα ιδεώδη και εις τις ηθικές και θρησκευτικές αξίες του Ελληνισμού, συγκρινόμενες με τις διδασκαλίες και τα δόγματα του Χριστιανισμού. Ουδείς μεγάλος Έλληνας Πατέρας εξέφρασε το ερώτημα που προέβαλε ο Τερτυλλιανός, «Ποιες είναι δυνατόν να είναι οι σχέσεις μεταξύ Αθήνας και Ιερουσαλήμ;» Δηλαδή, η σχέσις γνώσεως και πίστεως. Για τους Έλληνες Πατέρες η μία συμπληρώνει την άλλην.

Μάλιστα μερικοί από τους αρχαίους εκκλησιαστικούς συγγραφείς που απαρνήθηκαν τις αρχές της κλασικής κληρονομίας, όπως ο Λατίνος Τερτυλλιανός και ο Σύρος Τατιανός, που «απεμπόλησαν το Ελληνίζειν», όπως είπε ο Γρηγόριος ο Θεολόγος, καταδικάσθηκαν ως αιρετικοί. Και όταν αιώνες αργότερα, δια διαφόρους λόγους η κλασική παιδεία δεν μετεδόθη στους νέους προσηλύτους λαούς, όπως οι Σλαβικοί λαοί και οι Ρώσσοι, τούτο εθρηνήθη υπό πολλών ειδικών, συμπεριλαμβανομένων και ορισμένων θεολόγων από τα Σλαβικά κράτη και την Ρωσσικήν Εκκλησίαν.

Γράφοντες περί του εκχριστιανισμού των Σλαβικών λαών υπό της Ελληνικής Εκκλησίας κατά τους Βυζαντινούς χρόνους, Ρώσσοι και Σέρβοι ιστορικοί, φιλόσοφοι και θεολόγοι, όπως οι E. Golubinski, V. Jagic, και George Fedotov, κατέκριναν τους Έλληνες ιεραποστόλους δια τον λόγον ότι, καθ’ ον χρόνον μετέδιδαν εις τους Σλάβους τα βασικά στοιχεία του Χριστιανισμού, τα βιβλικά και λειτουργικά, ημέλησαν να τους δώσουν την τέχνη της λογικής, της Ελληνικής φιλοσοφίας, και την Ελληνικήν γλώσσαν, τα όργανα, δηλαδή, εκείνα με τα οποία οι πρώτοι διδάσκαλοι διεμόρφωσαν το ήθος, το δόγμα και το περίβλημα του Χριστιανικού οικοδομήματος. Και όχι μόνον οι Σλάβοι αλλά και οι Ρώσοι δεν παρέλαβαν την κλασική Ελληνική παιδεία, όταν εδέχθησαν την Χριστιανική πίστη. Ως εκ τούτου, εξ αρχής οι πρώτοι Ρώσσοι και Σλάβοι Χριστιανοί διεμόρφωσαν βασικά μίαν στοιχειώδη θρησκευτικήν γραμματείαν, κυρίως γύρω από το κήρυγμα και την αγιολογία. «Εάν οι πρόγονοί μας είχαν μαθητεύση εις τα Ελληνικά γράμματα, θα είχαν εμπνευσθή από τις πηγές του Ελληνικού πνεύματος», γράφει ο Γεώργιος Φεντότοφ, καθηγητής της Θεολογικής Σχολής του Αγίου Βλαδιμήρου.

Αλλά και ο πατήρ Γεώργιος Φλωρόφσκυ, ο οποίος προσεπάθησε να μειώση την βαρύτητα της κριτικής του Φεντότοφ και Κολουμπίνσκυ, ομολογεί ότι «επειδή οι Ρώσσοι δεν εγαλουχήθησαν εις την κλασική Ελληνική κληρονομιά δεν ημπόρεσαν να υιοθετήσουν και να καλλιεργήσουν το ερευνητικό πνεύμα των Ελλήνων που έκαμε το Βυζάντιο να ευρίσκεται συνεχώς εις τάσιν προς έρευνα και ανησυχία και σε συνεχή έντασι και ανανέωσι».[iii]

Οι περισσότεροι εκ των σπουδαιοτέρων θεολόγων της Σλαβικής σχολής αναγνωρίζουν την πραγματική και δημιουργική συσχέτισι που επετεύχθη μεταξύ Χριστιανισμού και Ελληνισμού. Η επιτυχία του Χριστιανισμού εις τους πρώτους και τους μεσαιωνικούς χρόνους αποδίδεται εις την ικανότητά του να αφομοιώσει πολλές Ελληνικές φιλοσοφικές και θρησκευτικές ιδέες, έννοιες και πνευματικές αξίες. Ο πατήρ Ιωάννης Μέγιεντορφ γράφει ότι, «η υιοθέτησις της Ελληνικής γλώσσης και η χρησιμοποίησις πολιτιστικών και φιλοσοφικών θεσμών Ελληνικής προελεύσεως προώθησαν την ‘’καθολικότητα’’ της Εκκλησίας…. Το Χριστιανικό Ευαγγέλιο έπρεπε να διαδοθή σε έναν κόσμο που ωμιλούσε και εσκέπτετο Ελληνικά. Αυτό δεν εσήμαινε περιφρόνησι των Γραφών υπό του Χριστιανού θεολόγου… αλλά ήτο ένα βασικό ιεραποστολικό καθήκον, το οποίο είχε την αρχήν του εις τις πρώτες Χριστιανικές γενεές και συνεπληρώθη από εκείνους που ονομάζουμε ‘’Πατέρας’’».

Ο πατήρ Μέγιεντορφ, όπως και ο προγενέστερός του, πατήρ Φλωρόφσκυ, καταλήγει προσθέτοντας ότι, «δεν υπάρχει άλλος τρόπος να γνωρίσωμε και συλλάβωμε την αλήθεια του Ευαγγελίου και του Χριστιανισμού εκτός από του να εισέλθωμε εις τον ‘’νουν’’ των Πατέρων γινόμενοι σύγχρονοί των πνευματικώς, και ως εκ τούτου γινόμενοι τόσο Έλληνες όσο ήσαν και εκείνοι. Η θεολογία μας σήμερα πρέπει να είναι συνεπής με τις ρίζες εκείνων… και επομένως όλοι οι Ορθόδοξοι θεολόγοι πρέπει, υπ’ αυτήν την έννοιαν, να γίνουν Έλληνες».[iv]

Η πορεία δια την αρμονική και δημιουργική συνταύτιση Χριστιανισμού και Ελληνικής σκέψεως είχε την αρχήν της εις την συνάντησιν του Ελληνισμού με τον Ιουδαϊσμό. Η διείσδυσις του Ελληνισμού εις την Εγγύς και Μέσην Ανατολή ήρχισε κατά την δεύτερη χιλιετία προ Χριστού, και πιο έντονα εις τον δέκατον αιώνα, οπότε εγκαθιδρύθησαν εκεί αρκετές Ελληνικές αποικίες, πόλεις-κρατίδια. Διαπιστούται ότι «Ίωνες», όπως ωνομάζοντο εις την Παλαιά Διαθήκη, υπηρέτησαν ως μισθοφόροι εις τον στρατό του Δαβίδ και Σολομώντος. Τελικώς, ο Ελληνισμός (λαός, γλώσσα και πολιτισμός) διεδόθη και εθεμελιώδη εκεί μετά τον έβδομον αιώνα, πριν από τις εκστρατείες του Μεγάλου Αλεξάνδρου.

Πάντως, με όλα όσα είπαμε έως εδώ δεν σημαίνει ότι οι Έλληνες δεν είχαν επηρεασθή υπό άλλων, παλαιοτέρων πολιτισμών χαμιτικής ή σημιτικής προελεύσεως. Εμπορικές και άλλες συναλλαγές μεταξύ των Ελλήνων και άλλων λαών της Εγγύς Ανατολής συνέβαλαν στην ανταλλαγή ιδεών, λέξεων, συνηθειών, και μύθων. Μελέτες γλωσσολογίας βεβαιώνουν ότι σημιτικές λέξεις εισεχώρησαν εις το Ελληνικό λεξιλόγιο από τους προϊστορικούς χρόνους έως την εποχή του Μεγάλου Αλεξάνδρου, και μετέπειτα. Αλλά είναι κυρίως λέξεις σχετικές με το εμπόριο, ονομασίες φυτών και προϊόντων. Μια προσεκτική μελέτη δείχνει ότι στην αρχαία Ελληνική γλώσσα υπάρχουν μόνον εβδομήντα Εβραϊκές λέξεις.[v] Ορισμένες απ’ αυτές εισήλθαν εις το Ελληνικό λεξιλόγιο από την μετάφρασι της Εβραϊκής Βίβλου εις την Ελληνικήν, ήτοι την Μετάφρασι των Εβδομήκοντα.

Αλλά το γεγονός ότι οι Έλληνες εδανείσθησαν πολιτιστικά στοιχεία από άλλους, ουδόλως μειώνει την πρωτοτυπία και δύναμι του πολιτισμού των να ασκήση ακόμη περισσότερη επίδρασι επάνω στους λαούς από τους οποίους εδανείσθησαν. Αναμφιβόλως, η ιδιοφυΐα των Ελλήνων συνίστατο εις την ικανότητά τους να δανεισθούν, να αφομοιώσουν και μετατρέψουν κάθε τι που είχαν πάρει από άλλους σε κάτι καινούριο και μοναδικό.

Η Ελληνιστική επίδρασι εις την Εγγύς Ανατολή, περιλαμβανομένης και της Ελληνιστικής διαμορφώσεως των Ιουδαίων, ήτο εθελοντική, ήτο εξελληνισμός έσωθεν και όχι κατόπιν βιαίας κατακτήσεως, καθώς αναμφιβόλως τονίζει ο Franz Althem.[vi] Εις την συνάντησι Ελληνισμού και Ιουδαϊσμού, ήτο προδιαγεγραμμένο ο Ιουδαϊσμός να υιοθετήση την Ελληνική γλώσσα και ένα μεγάλο ποσοστό από την σκέψι, τις ονομασίες, τις συνήθειες, καθώς επίσης και τις πολιτικές και κοινωνικές ιδέες και τον αθλητισμό, μαζύ με μια νοοτροπία πιο οικουμενική, όπως βεβαιώνεται από διάφορες φιλολογικές, επιγραφικές και αρχαιολογικές πηγές. Ο εξελληνισμός των Ιουδαίων έλαβε τόση μεγάλη έκτασι που αρκετοί νεώτεροι μελετητές της Βίβλου προτιμούν να ομιλούν περί Ελληνιστικού Ιουδαϊσμού αντί περί Παλαιστινιακού Ιουδαϊσμού.[vii] Αιχμαλωτισμένοι από τη δύναμι της Ελληνικής φιλοσοφίας Αθηνών, Ταρσού και Αλεξανδρείας, Ελληνιστές Ιουδαίοι ενεπνέοντο από ένα πιο ελεύθερο πνεύμα εν συγκρίσει με τους μη εξελληνισθέντες Ιουδαίους. Αυτοί προετοίμασαν την οδόν δια την εξάπλωσι του Χριστιανισμού εις τον Ελληνορωμαϊκό κόσμο.

Δύο παραδείγματα. Δια τους Ελληνιστές Ιουδαίους, και ειδικά δια τους Ιουδαίους της διασποράς, που αριθμούσαν πάνω από το 80 τοις εκατόν του Εβραϊκού πληθυσμού (5.000.000 έως 6.000.000), η πίστις εις την αποκάλυψι έγινεν αντικείμενο του «λόγου», του «νου», και υπεβλήθη εις συμβολικές και αλληγορικές ερμηνείες. Με άλλους λόγους, η πίστις τους προσαρμόσθηκε αναλόγως με τον τόπον διαμονής των, όπως την Αλεξάνδρεια, Αντιόχεια, Έφεσο, Κόρινθο και Ρώμη, καθώς και με την κάθε εποχή. Δια τον Φίλωνα, εις τον οποίον κατωπτρίζεται ο Αλεξανδρινός Ιουδαϊσμός, ο κεραυνοβόλος και ζηλότυπος Ιεχωβάς της Εβραϊκής Βίβλου, αντεκατεστάθη από ένα απομακρυσμένο, υπερκόσμιο και μεταφυσικό Απόλυτο Ον. Τον Εβραϊκό νόμο, ο Φίλων, τον ερμήνευε υπό το πρίσμα της Ελληνικής φιλοσοφίας. Επί πλέον, η αλληγορική ερμηνεία της Εβραϊκής Γραφής υπό του Φίλωνος και υπό των άλλων Ελληνιστών ραββίνων εμείωσαν την διαφορά μεταξύ της Εβραϊκής Βίβλου και της θρησκευτικής φιλοσοφίας των Ελλήνων.[viii]

Πολλοί Ιουδαίοι της διασποράς δεν είχαν μόνο προσλάβει Ελληνικά ονόματα, αλλά επιπλέον είχαν υιοθετήσει πολλά από την Ελληνική σκέψι και ήθος στην νοοτροπία τους. Αλλά στην επιθυμία τους να μείνουν πιστοί στον Ιουδαϊσμό, διεμόρφωσαν ένα επιτυχή συνδυασμό που επέτρεπε εις έναν Εβραίο να παραμείνη Εβραίος και ταυτοχρόνως να ημπορή να ταυτίζεται με την «υψηλή κοινωνία των Ελλήνων»[ix], φαινόμενο που βλέπομε και εις την στάσι των πρώτων Χριστιανών έναντι του Ελληνικού πολιτισμού.

Ο Ελληνιστικός Ιουδαϊσμός έφερε εγγύτερα δύο κόσμους σκέψεως, γεγονός που θεωρήθηκε από τους πρώτους Χριστιανούς θεολόγους, όπως τον Ευσέβιον Καισαρείας, ως έργον της θείας προνοίας. Όταν ο Χριστιανισμός ανεφύη μέσα εις το περιβάλλον του Ελληνοεβραϊκού πολιτιστικού, θρησκευτικού και πνευματικού κόσμου, και μάλιστα κάτω από την Ρωμαϊκήν εξουσία, ανεπτύχθη υπό την επίδρασι πολλών Εβραϊκών και Ελληνικών αρχών.

Η μετάβασις από τον Ελληνιστικόν Ιουδαϊσμόν εις τον Ελληνιστικό Χριστιανισμό ήτο φυσική και αναπόφευκτη. Τελικώς, το κύριο ρεύμα του Χριστιανισμού προσέκλινε προς τον Ελληνισμόν παρά εις τον Ιουδαϊσμόν. Ο Χριστιανισμός των πέντε πρώτων αιώνων δεν ήτο μόνο Ελληνόφωνος εις Ανατολή και Δύσι, αλλά και Ελληνοφανής.

Η λέξις Χριστιανισμός προέρχεται από το επίθετο Χριστός. Οι δε ακόλουθοι του Χριστού ωνομάσθηκαν Χριστιανοί και ο τρόπος σύμφωνα με τον οποίον ζούσαν ωνομάσθη Χριστιανισμός. Οι Ελληνικοί όροι Χριστός, Χριστιανός και Χριστιανισμός εχρησιμοποιήθησαν δια να τονισθή ότι ο Χριστιανισμός ήτο ανεξάρτητος από τον Ιουδαϊσμό. Αυτοί οι όροι εθεσπίσθησαν μετά την εποχή των Αποστολικών Πατέρων, και έγιναν ευρέως δεκτοί μετά τον τέταρτον αιώνα. Ο όρος Ιησούς ο Ναζωραίος επεσκιάσθη από τους όρους Χριστός, προαιώνιος Λόγος, ο Κεχρισμένος, ο Μεσσίας. Το όνομα Χριστός καλύπτει 8½ στήλες εις το Ταμείον της Καινής Διαθήκης, ενώ το όνομα Ιησούς, μόνο του, καλύπτει 3½ στήλες. Τα τέσσερα Ευαγγέλια αναφέρουν ότι επανειλημμένως ετέθη η ερώτησις, εάν ο Ιησούς ήτο ο Χριστός. Ερώτησι, η οποία είχε πάντοτε καταφατική απάντησιν. «Συ ει ο Χριστός» (Μάρκ. 8.29) ωμολόγησε ο Πέτρος. Η Χριστολογία του Αποστόλου Παύλου, όπως και των άλλων συγγραφέων της Καινής Διαθήκης, πηγάζει περισσότερο από την πίστιν εις τον Χριστόν παρά εις τον Ιησούν τον Ναζωραίον. Η απαρχή, η άνθησις και οικουμενική εξάπλωσις του Χριστιανισμού ριζώθηκε επάνω εις την διδασκαλία ότι ο Ιησούς ήτο ο Χριστός, και εις τις πνευματικές αξίες του Ελληνισμού.

Ως ιστορικό γεγονός, κατά την θεμελίωσι και εξέλιξί του, ο Χριστιανισμός δεν ημπόρεσε να διαφύγη από τις υπάρχουσες πραγματικότητες, όπως την γλώσσα και φιλοσοφία, καθώς και τα κοινωνικά ήθη και συνήθειες, και να αναπτυχθή μέσα εις το κενόν. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο Χριστιανισμός εκληρονόμησε διάφορες θρησκευτικές, κοινωνικές, ηθικές, ακόμη και πολιτικές πτυχές από τον Ιουδαϊσμό, και ειδικώς τον Ελληνιστικό Ιουδαϊσμό. Παρά ταύτα, όμως, ηνδρώθη μέσα σε μια ευρύτερη γεωγραφική έκτασι συνυφασμένα με την Ελληνική επίδρασι δια τετρακόσια πενήντα και πάνω χρόνια.

Ο Παύλος από την Ταρσό, ο κορυφαίος απόστολος του Χριστιανισμού, εγεννήθη εις μίαν Ελληνικήν πόλιν, που ήτο κέντρον της Στωικής φιλοσοφίας. Κυριότερος στόχος της αποστολής του ήσαν οι πεπαιδευμένοι Ιουδαίοι εις τα Ελληνικά ή Ελληνιστικά κέντρα. Κατ’ αρχήν εχρησιμοποίησε τις Συναγωγές ως αφετηρία δια την ιεραποστολική του δράσι, είτε εις την Αντιόχεια, Έφεσον, Φιλίππους, Θεσσαλονίκην ή Κόρινθο. Αλλά κατά την αύξησι και εξάπλωσί του σε ένα ευρέως εξελληνισμένο κόσμο υπό Ρωμαϊκήν εξουσίαν, από την Ιερουσαλήμ έως την Ρώμη, αρχίζοντας από τον καιρό του Χριστού και του Παύλου, ο Χριστιανισμός αντιμετώπισε θετικώς τον ισχυρό μαγνητισμό του Ελληνισμού και διεμορφώθηκε από την γλώσσα, την φιλοσοφία, τις θρησκευτικές ιδέες και πολιτιστικές παραδόσεις του (Περισσότερα δια τον εξελληνισμό του Παύλου αργότερα).

Μια σημαντική συνάντησι Ελληνισμού και Χριστιανισμού αναφέρει ο Ευαγγελιστής Ιωάννης, ο οποίος γράφει δια την επιθυμία του Ιησού να διδάξη τους Έλληνες, και την περιέργεια ορισμένων Ελλήνων να τον ιδούν (Ιω. 12.20-24). Ο συγγραφεύς του τετάρτου Ευαγγελίου διηγείται ότι όταν οι Φαρισαίοι έμαθαν ότι πολλοί εκ του όχλου επίστευσαν ότι ο Ιησούς ήτο ο Μεσσίας απέστειλαν υπηρέτας του ναού να τον συλλάβουν. Τότε ο Ιησούς είπε, «Ακόμη ολίγον χρόνον θα είμαι μεθ’ υμών… θα με ζητήτε και δεν θα με εύρετε» (Ιωάν. 7, 30-34). Τότε είπαν οι Ιουδαίοι, «Πού ούτος μέλλει πορεύεσθε, ώστε ημείς ουχ ευρήσομεν αυτόν; Μήπως εις την διασποράν των Ελλήνων μέλλει πορεύεσθαι και διδάσκειν αυτούς;» (Ιωάν. 7, 35). Αι φράσεις, «των Ελλήνων» και «διδάσκειν τους Έλληνας» αναφέρονται εις την παρουσία Ελλήνων όχι μόνον εις την Ελληνική χερσόνησο, εις την Ιταλία, Μικρά Ασία, αλλά και εις την Συρία, Παλαιστίνη, Αίγυπτο και αλλαχού. Σε διάστημα περισσότερο από 350 χρόνια ο Ελληνικός πολιτισμός, γλώσσα, φιλοσοφία, λογοτεχνία, αθλητισμός και άλλες εκφάνσεις του πολιτισμού, είχαν επηρεάσει κάθε κοινωνική τάξι των Ιουδαίων, Σύρων και άλλων λαών της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Από τον όγδοο αιώνα π.Χ., ο Ελληνισμός εξηπλώθη εις τρεις ηπείρους. Κανονικά πρέπει να ομιλούμε περί Ελληνισμού όχι μέσα εις γεωγραφικά όρια, αλλά περί της εθνικότητος των κατοίκων εις έκαστον τόπο· περί Ελλήνων της Ανατολής, της Δύσεως και της χερσονήσου. Η Μίλητος εις την Μικρά Ασία και αι Συρακούσαι εις την Σικελία, η Πέλλα εις την Μακεδονία και η Αλεξάνδρεια εις την Αίγυπτο, ήσαν οι Ελληνικές πόλεις όσο και η Αθήνα εις την Αττική και η Σπάρτη εις την Πελοπόννησο.

Παλαιότεροι αλλά και σύγχρονοι ερμηνευτές της Βίβλου δέχονται ότι οι λόγοι τους οποίους αναφέρει ο Ευαγγελιστής σημαίνουν ότι πράγματι οι Ιουδαίοι επίστευαν ότι ο Ιησούς θα επήγαινε εις τους Έλληνας δια να τους διδάξει. Ο Κύριλος Αλεξανδρείας γράφει, «οι Ιουδαίοι το εθεώρησαν πικρό» ότι ο Ιησούς θα επήγαινε δια να διδάξει τους Έλληνες.[x] Δεν είχε σημασία ποιους Έλληνες εννοούσαν οι Ιουδαίοι, τους Έλληνες της Παλαιστίνης ή άλλων γεωγραφικών χώρων.

Εις άλλο κεφάλαιο του Ευαγγελίου του, ο Ευαγγελιστής Ιωάννης περιγράφει ότι μεταξύ εκείνων που ανέβηκαν εις τα Ιεροσόλυμα δια το Εβραϊκό Πάσχα ήσαν και ορισμένοι Έλληνες, οι οποίοι επλησίασαν τον Φίλιππον και του είπαν, «Κύριε, θέλομεν να ίδωμεν τον Ιησούν». Ο Φίλιππος το λέγει εις τον Ανδρέα και μαζύ το είπαν εις τον Ιησούν, ο οποίος απεκρίθη λέγων, «Ήλθεν η ώρα δια να δοξασθή ο Υιός του ανθρώπου» (Ιωάν. 12, 20-23).

Και εδώ, πάλι, ο όρος «τινές Έλληνες» σημαίνει γνησίους Έλληνες, Γιαβανίτες (Ίωνες) και όχι Ελληνόγλωσσους Ιουδαίους.

Αυτές οι περικοπές έχουν μεγάλη θεολογική σημασία. Και οι δύο αναγνωρίζονται ότι διακηρύττους την παγκοσμιότητα της διδασκαλίας του Ιησού και ότι είχε έλθει η ώρα δια να θυσιάση ο Ιησούς την ζωήν του δι’ όλην την ανθρωπότητα και ότι όλοι οι άνθρωποι θα ημπορούσαν να έλθουν προς αυτόν.[xi] Η παρουσία των Ελλήνων επεβεβαίωνε ότι η εσχάτη ημέρα της πανανθρώπινης σωτηρίας είχε φθάσει. Από όλους τους αρχαίους λαούς πρώτοι ήσαν οι Έλληνες που εδέχθησαν τον Χριστιανισμό.

Επί πλέον, η χρήσις ελληνικών φιλοσοφικών και θεολογικών όρων, όπως λόγος, χάρις, πλήρωμα, το δραματικό στοιχείο, η έκφρασις «Σωτήρ του κόσμου» και όχι Σωτήρ του Ισραήλ, η αντιπαράθεσις εις την φράσι «ο άνωθεν… ο ων εκ της γης», δηλαδή κάτωθεν (Ιωάν. 3, 31) και μεταξύ «πνεύματος και σαρκός» (3,6· 6, 63), αιωνίου ζωής και επιγείου ζωής (11, 25-26), μεταξύ του «άρτου εκ του ουρανού» και του φυσικού άρτου (6, 32), μεταξύ του ύδατος ως πηγής αιωνίου και του φυσικού ύδατος (4, 14), και πολλών άλλων διαλογικών φράσεων παρουσιάζονται ως ενδείξεις ότι ο συγγραφεύς του τετάρτου Ευαγγελίου είχε δανεισθή αρκετά στοιχεία από την ελληνική φιλοσοφική σκέψι, ειδικά από την πλατωνική και στωική. Αυτά επιβεβαιώνουν ότι εις την εποχή της Καινής Διαθήκης του Ελληνικό στοιχείο ήτο διαδεδομένο μεταξύ των Ιουδαίων της Παλαιστίνης και της Διασποράς.

Ένα ακόμη παράδειγμα ευρίσκομε εις το κατ’ εξοχήν θεολογικό Ευαγγέλιο του Ιωάννου σε μια εξιστόρησι περί του Ιησού που εξελίσσεται ωσάν ένα δράμα, το οποίο περιέχει ένα πρόλογο, δύο κεντρικές πράξεις και επίλογο. Ο Ιωάννης περιγράφει τον διάλογο μεταξύ του Ιησού και της Σαμαρείτιδος. Ο διάλογος αυτός δεν είναι μόνο ένα ωραίο περιστατικό και μια θαυμασία θεολογική περίληψις αλλά είναι και ένα Ελληνικό διαλογικό αριστούργημα. Περιέχει όλα τα ουσιώδη στοιχεία ενός Σωκρατικού διαλόγου, ήτοι, την θέσι, την αντίθεσι και την σύνθεσι (Ιωάν. 4, 7-42).

Η διήγησις αρχίζει με μία πρότασι, προχωρεί σε μία αντιπρότασι, και καταλήγει εις μίαν νέα πρότασι. Εις την πρότασι του Ιησού, Η Σαμαρείτις απαντά με την ιδική της διαφορετική πρότασι, η οποία δείχνει είτε ότι δεν κατενόησε αυτό που ήκουσε ή εσκεμμένως ηθέλησε να διαφύγη την απάντησι με ειρωνία ή και με σαρκασμό (11.12). Όταν ο Ιησούς κατέρριψε τους ισχυρισμούς της λέγοντάς της ότι εγνώριζε ποια ήτο, εκείνη αμέσως άλλαξε τα λόγια της.

΄Ένας αντιπαραθετικός διάλογος ακολούθησε. Η Σαμαρείτις έφυγε από το φρέαρ όπου ήτο ο Ιησούς και επήγε εις την πόλι Σιχάρ και εδιηγήθη εις τους ανθρώπους εκεί τα περίεργα που είχαν συμβεί. Με την σειρά του ο «χορός» εκ της πόλεως εμαρτυρούσε ότι ο Ιησούς δεν ήτο μόνο η «πηγή ύδατος ζώντος», ούτε ένας των προφητών ή ο Μεσσίας, αλλά πολύ περισσότερο, ήτο ο «Σωτήρ του Κόσμου» (4, 42). Κατά πάσαν πιθανότητα ο διάλογος μεταξύ του Ιησού Χριστού και της Σαμαρείτιδος έγινε εις τα Ελληνικά.

Κατά πόσον το Ευαγγέλιο του Ιωάννη φανερώνει την ουσιώδη επίδρασι του Ελληνισμού επί του Ιουδαϊσμού, ή κατά πόσον εχρησιμοποίησε την Ελληνική φρασεολογία δια να προσηλυτίση τους Έλληνες, είναι θέμα ακαδημαϊκό. Ένα γεγονός είναι θετικό. Το Ευαγγέλιο του Ιωάννου αποκαλύπτει το χρέος που ο Χριστιανισμός της αποστολικής περιόδου οφείλει εις την Ελληνική γλώσσα και σκέψι, και εις τις Ελληνικές αξίες και πολιτισμό. Αναμφιβόλως είναι γνωστόν ότι ο εκλαϊκευμένος Πλατωνισμός και η Ελληνική σκέψις ήσαν ευρέως διαδεδομένα και αποδεκτά εις το μορφωμένο κοινό του αρχαίου κόσμου, συμπεριλαμβανομένης και της Παλαιστίνης, μέχρι του σημείου που, όπως είπομεν, διάφοροι ειδικοί μελετητές του Ελληνιστικού κόσμου πιστεύουν ότι υπήρχε μόνον εξελληνισμός Ιουδαϊσμός. Οι Ιουδαϊκές πηγές του Χριστιανισμού της Καινής Διαθήκης ήσαν ήδη διατυπωμένες εις την Ελληνική.[xii]

Δεν πρέπει λοιπόν να μας εκπλήττη το γεγονός ότι ο Χριστιανισμός των αποστολικών χρόνων εξελίχθη ως Ελληνικός Χριστιανισμός επάνω στα θεμέλια του εξελληνισμένου Ιουδαϊσμού. Ενώ ο Ιουδαϊσμός εις την Ιουδαία παρέμεινε ισχυρός, εν συγκρίσει με τις βορειότερες περιοχές, όπως της Γαλιλαίας και Σαμαρείας, και αυτός (της Ιουδαίας) υπέστη τις επιδράσεις του Ελληνισμού. Οι αφηγήσεις εις τα ευαγγέλια του Ματθαίου και Μάρκου διαπιστώνουν περισσότερο τις Εβραϊκές ρίζες του Χριστού και της διακονίας του. Αντιθέτως, ο Ελληνιστικός Ιουδαϊσμός εις την Γαλιλαία και Σαμάρεια, καθώς και εις τα κέντρα Ελληνικών πόλεων, αποτελεί ένα από τα κυριότερα θεμέλια του αποστολικού έργου του Παύλου. Το βιβλίο των Πράξεων των Αποστόλων και οι Επιστολές του Παύλου εις την Καινή Διαθήκη παρέχουν σημαντικές ενδείξεις και επιβεβαιώσεις.

Αλλά, πέραν του Ευαγγελίου του Ιωάννου, παρατηρούμε ελληνικές επιδράσεις και εις τα άλλα Ευαγγέλια. Επί παραδείγματι, ο Μάρκος περιέλαβε στοιχεία εκ της Ελληνικής δραματικής τέχνης που δέσποζαν τότε εις το Ελληνιστικό περιβάλλον. Εχρησιμοποίησε τα κυριότερα δραματικά στοιχεία από τις Ελληνικές τραγωδίες δια να μεταδώση ένα ισχυρό ευαγγελικό μήνυμα. Ο αείμνηστος Sherman Johnson, ειδικός μελετητής της Βίβλου και συνάδελφος εις την επιτροπή της νέας αναθεωρημένης μεταφράσεως της Αγίας Γραφής εις την Αγγλική (NRSVBC), παρατηρεί ότι ο Μάρκος παρουσιάζει τον Ιησού Χριστό με τέτοιο τρόπο, ώστε να τον κάμη αντιληπτόν εις Έλληνες αναγνώστες. Εξ άλλου, όταν ο Λουκάς έθεσε εις τα χείλη του αρχαγγέλου Γαβριήλ τον χαιρετισμό, «Χαίρε, κεχαριτωμένη», και όχι το Σημιτικό «ειρήνη υμίν» (shalom), εχρησιμοποίησε τον Ελληνικό τρόπο χαιρετισμού. Ο Λουκάς διηγείται ότι όταν ο Παύλος υπενθύμισε εις τους Αθηναίους την ιδέα ότι καταγόμεθα εκ Θεού, «γένος ουν υπάρχοντες του Θεού», (Πράξεις 17, 29), μεταχειρίσθη λέξεις Ελλήνων ποιητών και Στωικών φιλοσόφων, όπως του Επιμενίδη και του Αράτου (Πράξεις 14.1, 17.4, 18.4, 19.10, 20.21).

Ακολουθών την μέθοδο του Θουκυδίδου, ο Λουκάς εισάγει τις ομιλίες του εις το Ευαγγέλιο και τις Πράξεις των Αποστόλων μετά προσοχής, ζητώντας την έγκρισι των ομιλητών, αναφερόμενος εις τις συνθήκες και τις πηγές του θέματος. Αι Πράξεις των Αποστόλων περιλαμβάνουν περισσότερα τεκμήρια της στενής επαφής μεταξύ του Χριστιανισμού και του Ελληνισμού από άλλα βιβλία της Καινής Διαθήκης. Και δεν αναφέρομαι μόνο εις τις περιοδείες του Παύλου εις τις Ελληνικές πόλεις. Ο Λουκάς γράφει εις τις Πράξεις ότι «όταν ο αριθμός των πιστών ηύξανε, οι Έλληνιστές Χριστιανοί ήρχισαν να γογγύζουν εναντίον των Εβραίων Χριστιανών, διότι οι χήρες αυτών παρημελούντο εις την καθημερινή διανομή των τροφών» (Πράξεις 6, 1).

Ποιοι ήσαν οι Ελληνιστές; Ήσαν Εβραίοι που ωμιλούσαν την Ελληνική γλώσσα και ακολουθούσαν Ελληνικές συνήθειες, εν αντιθέσει προς τους συντηρητικούς Εβραίους που ωμιλούσαν την Αραμαϊκή, πράγμα που προξενούσε προστριβές; Οι «Ελληνιστές» ήσαν Έλληνες και όχι ελληνόφωνοι Ιουδαίοι. Ο H. J. Cadbury, διακεκριμένος ερμηνευτής της Βίβλου και ειδικός στην ιστορία του αρχαίου Χριστιανισμού, γράφει ότι «Ελληνιστές» ήσαν όχι Ελληνόφωνοι Εβραίοι αλλά Έλληνες. Ο όρος «Ελληνιστές» ήτο μια παραλλαγή του «Έλληνες». Ο Λουκάς αγαπούσε την ποικιλία στις λέξεις και γι’ αυτό χρησιμοποιούσε τους όρους Ελληνιστές και Έλληνες εναλλάξ, όπως εις τις Πράξεις 9.29 και 11.20. Κατά την γνώμη του Cadbury, η πρώτη Χριστιανική κοινότης περιελάμβανε και γνησίους Έλληνες. Αναμφιβόλως, εξ αιτίας της ελληνικής επιρροής ο Χριστιανισμός, που ξεκίνησε με Ιουδαϊκές προϋποθέσεις, κατόρθωσε να αναπτυχθή εις παγκόσμια θρησκεία.[xiii]

Υπάρχουν αρκετές ενδείξεις της επιδράσεως του Ελληνισμού επί του βιβλίου των Πράξεων αλλά και εις την υπόλοιπη Καινή Διαθήκη. Εις την περιγραφή της μεταστροφής του Αποστόλου Παύλου εις τον Χριστιανισμό, ο Λουκάς διηγείται ότι εις τον δρόμο προς Δαμασκόν ο Παύλος είδε ένα λαμπρό φως να λάμπη γύρω του, και καθώς έπεσε χαμαί, ήκουσε την φωνή του Χριστού να του λέγει, «Σαούλ, Σαούλ, τι με διώκεις, σκληρόν σοι προς κέντρα λακτίζειν» (Πράξεις 26, 24). Αυτή ήτο μία ελληνική παροιμιακή φράσις. Το «προς κέντρα λακτίζειν» εσήμαινε το να μάχεσαι κατά της βουλήσεως των θεών. Επί παραδείγματι, εις τον Προμηθέα Δεσμώτη, ο Αισχύλος παρουσιάζει τον Ωκεανό να συμβουλεύη τον Προμηθέα να δείξη ταπείνωσι και υπακοή στο θέλημα του βασιλέως των θεών, διότι η ανυποταγή είναι «ωσάν να λακτίζης σε καρφιά» (ουκούν έμεινε χρώμενος διδασκάλω προς κέντρα κώλον εκτενείς). Εις τον Αγαμέμνονα, ο Αισχύλος παρουσιάζει τον Αίγισθο να αποκρίνεται εις την αποδοκιμασία του Χορού που λέγει, «προς κέντρα μη λάκτιζε, μη παίσας μογής».[xiv] Έχει παρατηρηθή ότι δεν υπάρχει παράλληλη φράσις σε καμμία Εβραϊκή ή Σημιτική πηγή.

Ευρίσκονται πολλές ακόμη ενδείξεις της Ελληνικής επιδράσεως εις την λοιπή Καινή Διαθήκη. Υπάρχουν διάφορες σχολές που προσπάθησαν να αντιληφθούν και να ιδούν τον Παύλο και τις επιστολές από διαφορετική σκοπιά. Μία σχολή τον βλέπει ως ανεξάρτητα σκεπτόμενο, μία άλλη τον βλέπει ως μυστικιστή θεολόγο. Ιστορικοί της συγκριτικής θρησκείας τον μελετούν κάτω από το φως των αιρέσεων και θρησκευμάτων της εποχής του. Και άλλοι ειδικοί της Βίβλου, είναι ωσαύτως διηρημένοι. Ορισμένοι τον μελετούν εντός του χώρου του ραββινικού Ιουδαϊσμού. άλλοι, όμως, παράλληλα με τους σπουδαστάς της μεταγενεστέρας αρχαιότητος ιστορικούς, φιλολόγους και θεολόγους, τονίζουν ότι ο καλύτερος τρόπος να μελετήσουμε τον Παύλο είναι να τον ιδούμε μέσα στο πλαίσιο του θρησκευτικού, φιλοσοφικού και πολιτιστικού κλίματος του εξελληνισμένου Ιουδαϊσμού.

Ο Helmut H. Koester, καθηγητής στο Harvard και επιστημονική αυθεντία, γράφει τα εξής: «Σχετικά με την ελληνική φιλοσοφική παράδοσι, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο Παύλος, όσον αφορά το ύφος του κηρύγματός του και τον τρόπον υποστηρίξεως ιδεών, βασίζεται εις την διαλογικήν μέθοδο συζητήσεως των Κυνικών και Στωικών. Γενικά, η ρητορική του εκπαίδευσις ήτο Ελληνική μάλλον παρά ενός Ιουδαίου εκ Παλαιστίνης». Ο Dr. Koester προσθέτει ότι ένας λόγος που υποτιμάται από μερικούς το ελληνικό υπόβαθρο του Παύλου είναι η αξιοθρήνητη διάβρωσις στην μάθησι της Ελληνικής γλώσσης από τους σπουδαστές».[xv]

Οι γνώμες αυτές του διακεκριμένου επιστήμονα δεν πρέπει να μας εκπλήττουν. Η Ελληνική παιδεία και παράδοσις είχαν αναγεννηθή και υιοθετηθή ως τρόπος ζωής από τους Έλληνες, Ρωμαίους, Εβραίους, Σύρους και άλλους, ειδικά μετά την ηγεμονία του Οκταβίου Αυγούστου. Οι συνθήκες κατά τον πρώτον αιώνα μ.Χ. ευνοούσαν την Ελληνική γλώσσα και παιδεία εις την Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, τόσον εις την πρωτεύουσα Ρώμην όσο και εις την Ιερουσαλήμ. Ο Απόστολος Παύλος ήτο δημιούργημα της εξελληνισμένης Εβραϊκής κοινωνίας. Ο μόνος τρόπος να εννοήσωμε την Ελληνική υπόστασι του πνεύματος και του τρόπου εκφράσεως του Παύλου είναι δια μέσου της επανεξετάσεως του φιλοσοφικού και πνευματικού κλίματος της εποχής του. Οι αρχικές δυσφορίες εναντίον των ιδεών και θεολογικών απόψεων του Παύλου ήλθαν από Εβραίους Χριστιανούς, οι οποίοι κατέκριναν και δεν κατανοούσαν το Ελληνικό πνεύμα του Παύλου. Τον απεδοκίμαζαν σκληρώς και τον κατηγορούσαν δια περιφρόνησι και προδοσία Χριστιανικών αληθειών, όπως τις εδέχοντο εκείνοι, και ότι τις αντικατέστησε με Ελληνικές ιδέες.[xvi]

Αν και η ακριβής τοποθέτησι του Παύλου μέσα στην Ελληνική κοινωνία της εποχής του είναι ακόμη αντικείμενο μελέτης, η επικρατούσα επιστημονική γνώμη είναι ότι ανετράφη εις Ελληνικό περιβάλλον. Η Ελληνική γλώσσα ήτο πολύ διαδεδομένη, γνωστή όχι μόνον εις τον Παύλο, τον Πέτρο, τον Ιωάννη και τον Ιάκωβο και τους άλλους αποστόλους εκ Γαλιλαίας, η οποία ήτο γνωστή ως «Γαλιλαία των Εθνών», αλλά και εις τον Ιησούν εκ Ναζαρέτ. Επί πλέον, η γραμματεία της Κοινότητος των Εσσαίων (Qumran or Dead Sea Scrolls), αποκαλύπτει ότι ακόμη και εις τις πλέον συντηρητικές ομάδες ήκμαζαν ιδέες που δείχνουν τον εξελληνισμό του Ιουδαϊσμού.

Η λογοτεχνία καθώς και η ιστορία της τέχνης επιβεβαιώνουν ότι δεν υπήρχε μεγάλη διαφορά μεταξύ του Εβραϊκού και του Ελληνικού τρόπου εκφράσεως, Ιουδαϊκά σύμβολα, επιτύμβιες επιγραφές, επιτάφια επιγράμματα αποτελούν τρανή απόδειξι δια τον ευρύτατο εξελληνισμό της ζωής των Εβραίων, γεγονός που ωδήγησε εις τον πρώϊμο εξελληνισμό του Χριστιανισμού. Το Ελληνικό παιδαγωγικό σύστημα εχρησιμοποιείτο εξ ίσου υπό των Ελλήνων, των Ρωμαίων και Ιουδαίων… και η «κοινή» Ελληνική γλώσσα ωμιλείτο από όλες τις κοινωνικές, εμπορικές και πνευματικές τάξεις ανθρώπων. Η «κοινή» ήτο και η γλώσσα του Παύλου. Αναμφιβόλως, ο Χριστιανισμός εκυοφορήθη μέσα εις την γαστέρα του Εβραϊσμού αλλά εγαλουχήθη μέσα εις την αγκάλη του Ελληνισμού.[xvii]

Όταν ο Παύλος έγραψε δια τον «άγραφον νόμον της συνειδήσεως», όπως εις Ρωμ. 2.14 και Α’ Κορινθ. 5, 1, εχρησιμοποιούσε λόγους Ελλήνων φιλοσόφων. Η ευνοϊκή τοποθέτησις του έναντι των μαρτυριών περί της υπάρξεως ενός «αγνώστου θεού» (Πράξεις 17, 23, Ρωμ. 2, 14) και η από μέρους του αφομοίωσις της ηθικής των Στωικών φιλοσόφων της Ταρσού, όπου είχε γεννηθή, όπως οι Πράξεις 17, 28, Α’ Κορινθ. 15, 33, Γαλατάς 6.7-8, Τίτον 1, 12, φανερώνουν ότι η θύραθεν παιδεία του Παύλου δεν ήτο επιφανειακή αλλά διαβρωτική της όλης προσωπικότητός του.[xviii] Το χρέος του Παύλου προς το Ελληνικό πνεύμα και πολιτισμό της εποχής του κατοπτρίζεται μέσα στις επιστολές του. Ιδού μερικά ακόμη παραδείγματα.

Εις την προς Ρωμαίους επιστολήν του (7.24) φοβούμενος ότι θα νικηθή εις τον αγώνα μεταξύ του γραπτού νόμου του Θεού, όπως είχε εγχαραχθεί εις την Αγία Γραφή, και του νόμου ή τις υπαγορεύσεις του νου και της συνειδήσεώς του, ο Παύλος ανεφώνησε, «ταλαίπωρος εγώ άνθρωπος, τις με ρύσεται εκ του σώματος του θανάτου τούτου;» Και απαντά εις το ερώτημα αυτό με την διαβεβαίωσι ότι ευρήκε την ελευθερία και την νίκη μόνο με την δύναμι του Θεού δια του Ιησού Χριστού. Η κραυγή αγωνίας αλλά και νίκης του Παύλου μας υπενθυμίζει πολύ τον Επίκτητο, τον καλύτερο ερμηνευτή της Στωικής φιλοσοφίας. Είναι γνωστό ότι οι Στωικοί συνεταύτιζαν τους αγώνας του ατόμου με τους αγώνας ενός αθλητού ο οποίος πρέπει να ανταγωνίζεται εις τους πειρασμούς που ωθούν εις ηθικήν πτώσιν: «Ούτος εστίν ο ταις αληθείαις ασκητής, ο… γυμνάζων εαυτόν. Μείνον, τάλας, μη συναρπασθής. Μέγας ο αγών εστιν, θείον το έργον, … του Θεού μέμνησο, εκείνον επικαλού βοηθόν και προστάτην…».[xix]

Όταν ο Παύλος γράφει εις τους Κορινθίους, «είτε Παύλος, είτε Απολλώς, είτε Κηφάς, είτε κόσμος, είτε ζωή, είτε θάνατος, είτε ενεστώτα, είτε μέλλοντα, πάντα υμών εστί» (Α’ Κορ. 3, 22), δανείζεται μια έκφρασι των Στωικών, οι οποίοι εδίδασκαν ότι «όλα ανήκουν σε όλους». Αλλά ο Παύλος εχρησιμοποίησε το Στωικό ρητό με μια παραλλαγή δια να μη σκανδαλίσει τους αναγνώστας του. Εις άλλο μέρος της ιδίας επιστολής (4.8) κάμνει χρείαν μιας ειρωνείας και σαρκασμού που συνήθιζαν να λέγουν οι Έλληνες φιλόσοφοι εναντίον εκείνων που αγνοούσαν να εφαρμόσουν το Δελφικό απόφθεγμα «γνώθι σαυτόν», που αναφέρεται σε εκείνους οι οποίοι ενόμιζαν ότι εγνώριζαν, ενώ δεν εγνώριζαν ότι δεν εγνώριζαν. Όταν γράφη εις τους Κορινθίους, «ει τις δοκεί σοφός είναι εν υμίν εν τω αιώνι τούτω, μωρός γενέσθω, ίνα γένηται σοφός» (Α’ Κορ. 3, 18), μας υπενθυμίζει τον Πλάτωνα, ο οποίος γράφει, ότι ο σοφός άνθρωπος είναι αυτός που γνωρίζει εαυτόν, ότι δεν είναι καταρτισμένος δια την μελέτη της σοφίας.

Περιγράφων την οργανωμένη Εκκλησία ως ένα ζώντα οργανισμό, ως το σώμα του Χριστού (Εφεσ. 1, 22, Εφεσ. 5, 23, Κολασ. 1, 18 και 24) ο Παύλος μετεχειρίσθη ένα βιολογικό σχήμα λόγου που εχρησιμοποιούσαν οι Στωικοί. Οι Στωικοί, όπως ο Ζήνων, ο Κλεάνθης και ο Ποσειδώνιος, δια να εξηγήσουν την γένεσι του κόσμου, την παραλλήλιζαν με την ανθρώπινη φύσι. Εννοούσαν τον κόσμο ως μιας ζώσα ύπαρξι, ένα ζωτικό οργανισμό ενωμένο με το πνεύμα και τον λόγον, προικισμένο με ευρεία ποικιλία. Αν και είναι ένας, ο κόσμος έχει ποικιλία, αλλά η ποικιλία του του δίδει όχι μόνο ωραιότητα αλλά και αρμονία και τάξι[xx], στοιχεία τα οποία χαρακτηρίζουν κατά πολύ και την Εκκλησία, ήτις είναι οργανισμός αποτελούμενος από πλήθος πιστών.

Ένα ακόμη παράδειγμα του πως η Ελληνική σκέψι και η Χριστιανική διδασκαλία συζούν εις τον νουν του Απ. Παύλου. Εις την προς Γαλατάς επιστολήν του (5.13-21) ο Παύλος συμβουλεύει ότι οι Χριστιανοί πρέπει να ζουν πνευματικά ελεύθεροι, να μη υποτάσσονται εις τον ζυγόν της δουλείας, είτε δουλείας των παθών της σαρκός είτε των αυστηρών διατάξεων του νόμου. Η Στωική φιλοσοφία είχε θέσει ως βασικό όρο της διδασκαλίας της την αρχή ότι η σωτηρία και ευτυχία του ατόμου συσχετίζονται με την εσωτερική ελευθερία. Ο Επίκτητος, άριστος αντιπρόσωπος της Στωικής φιλοσοφίας, εκήρυττε την ελευθερία από τα πάθη και τις επιθυμίες της σαρκός. Όταν ο Παύλος έγραφε πως ο Ιάκωβος, ο Κήφας και ο Ιωάννης ήσαν στύλοι («δοκούντες στύλοι είναι» Γαλ. 2.9), εχρησιμοποιούσε παράφρασι του Αισχύλου και του Ευριπίδου.[xxi] Και εις άλλες επιστολές του ο Παύλος ομιλεί με όρους οι οποίοι καθαρά φανερώνουν το χρέος του εις την Ελληνική σκέψι.

Ετονίσαμε προηγουμένως ότι υπάρχουν πολλοί παραλληλισμοί όχι μόνο μεταξύ του Επικτήτου και του Παύλου, αλλά και μεταξύ ολοκλήρου της Καινής Διαθήκης και της γραμματείας της Στωικής φιλοσοφίας. Τονίζουμε ότι εις αμφότερα υπάρχουν τα ίδια ονόματα, επίθετα, αντωνυμίες, ρήματα και ρηματικές εκφράσεις, προθέσεις, σύνδεσμοι, μόρια, καθώς και παρομοία σύνταξις. Ιδού δύο παραδείγματα. Ο Επίκτητος γράφει: «Ο θέλει ου ποιεί, και ο μη θέλει ποιεί». Και ο Παύλος διακηρύττει: «Ου γαρ ο θέλω τούτο πράσσω, αλλ’ ο μισώ τούτο ποιώ» (Ρωμ. 7, 15). Ο Επίκτητος και ο Παύλος χρησιμοποιούν παρομοίους όρους δια να περιγράψουν το βραβείο νίκης δι’ ένα αθλητή. «Δος μοι απόδειξιν, ει νομίμως ήθλησας», γράφει ο πρώτος. Και ο Παύλος γράφει εις τον μαθητή του Τιμόθεο: «Εάν δε και αθλή τις, ου στεφανούται, εάν μη νομίμως αθλήση» (Β’ Τιμ. 2, 5). Φράσεις όμοιες ή ταυτόσημες, ομοιομορφίες εις την γλώσσα, την σκέψι και τις διδασκαλίες μεταξύ της Καινής Διαθήκης γενικώς και του Επικτήτου έχουν συλλεγή υπό του Douglas S. Sharp[xxii] εις παλαιά μεν, αλλά αξιόλογο και χρήσιμη ανθολογία. Ο Παύλος, ήτο και γνώστης πολλών Ελληνικών παροιμιών, όπως «φθείρουσι ήθη χρηστά ομιλίαι κακαί» (Α’ Κορινθ. 15, 33), ρητόν που αποδίδεται εις τον Αθηναίο ποιητή Μένανδρο, ο οποίος το είχε διδαχθή από τον Επίκουρο.

Όταν ο Παύλος περιγράφει την μυστική συνάντησί του με τον Χριστό είναι πλησιέστερος με τον Ελληνικό παρά με τον Εβραϊκό μυστικισμό. Δια τον Παύλο, ο αεί ζων Χριστός είναι το αείζωον πνεύμα. Δια τούτο ο Χριστός είναι πάντοτε παρών εις την γη, ζει μέσα εις τον άνθρωπο, και κατευθύνει τον άνθρωπο. Εν συγκρίσει με άλλους Ιουδαίους θεολόγους, ο Παύλος ευρίσκει μεταξύ των Εθνικών αυτό που ήτο κοινή γνώσις μεταξύ των Ελλήνων, ότι ο άγραφος νόμος της συνειδήσεως έχει θείαν προέλευσιν (όπως εις την Αντιγόνη του Σοφοκλέους). Επίσης προσέδιδε ηθική αξία εις τους Έλληνες, οι οποίοι είχαν φθάσει εις το σημείο να λατρεύουν και τον άγνωστο Θεό (Ρωμ. 3, 29). Η θεολογική γλώσσα της Δευτέρας Επιστολής του Πέτρου είναι ένας συνδυασμός Ελληνιστικής θρησκευτικής γλώσσας και Ιουδαϊκών αποκαλυπτικών αντιλήψεων. Ένας σύγχρονος ειδικός γράφει ότι η ηθική και θρησκευτική ορολογία εις το κεφάλαιον 1, 3-11 της Β’ Πέτρου είναι ίσως η πιο Ελληνιστική εις ολόκληρη την Καινή Διαθήκη.[xxiii] Όταν ο συγγραφεύς γράφει ότι ο Χριστός έδωσε εις τους μαθητές του και τους ακολούθους του την δύναμι να διαφύγουν την φθορά του κόσμου, και να «γίνουν κοινωνοί θείας φύσεως», και ότι εις την συντέλεια του χρόνου «η γη και τα εν αυτή έργα κατακαήσεται» (Β’ Πέτρου 3, 10), χρησιμοποιεί Ελληνικά φιλοσοφικά και θρησκευτικά νοήματα.

Παράλληλα με τις Πλατωνικές και Στωικές αρχές, έχουν εντοπισθή και Πυθαγόρειες επιδράσεις εις τα κείμενα της Καινής Διαθήκης. Πυθαγόρειες διδασκαλίες εξαπλώθησαν ταχέως τον πρώτον προ Χριστού αιώνα και εξακολούθησαν να ακμάζουν εις τα κέντρα της Μεσογείου κατά τον πρώτον αιώνα μ.Χ. ως Νεοπυθαγορειανισμός. Οι απόψεις του συνέβαλαν εις την διαμόρφωσι του Μεσοπλατωνισμού και την εμφάνισι του Νεοπλατωνισμού. Νεοπυθαγόρειες διδασκαλίες προσπαθούσαν να επισκιάσουν τον ειδωλολατρισμό και να προωθήσουν την ανώτερη εκ Θεού σοφία. Διεκήρυτταν μιαν αντίληψι της θεότητος ανωτέραν εκείνης που ήτο κοινώς διαδεδομένη και εδίδασκαν την αθανασία του ανθρώπου και την δυνατότητα της «ομοιώσεως τω Θεώ». Επιπροσθέτως, τα Πυθαγόρεια «ακούσματα» ή «σύμβολα», Πυθαγόρειος παράδοσις, συνέβαλαν εις την διαμόρφωσι των αφηγήσεων, ακόμη και των διδασκαλιών εις την Καινή Διαθήκη. Ένας σύγχρονος ειδικός της Καινής Διαθήκης διακρίνει ένα Πυθαγόρειο «άκουσμα» εις την Κυριακή Προσευχή, το «Πάτερ ημών…», και ένα άλλο εις τις δοξασίες των εν Κολοσσαίς χριστιανών, τις οποίες απεκήρυξε ο Παύλος εις το κεφάλαιον 2, 8, 16, 18, 20-23. Ο Johan C. Thom συγκρίνει και αναλύει διάφορες αρχές και διδασκαλίες εις την Καινή Διαθήκη και την Ελληνική φιλοσοφική γραμματεία και ευρίσκει πολλές ομοιότητες μεταξύ των. Εν ολίγοις, υπάρχουν ενδείξεις που φανερώνουν ότι τα Νεοπυθαγόρεια «ακούσματα» και οι διδασκαλίες της Καινής Διαθήκης συνυπήρχαν εις το ίδιο ηθικό και θρησκευτικό περιβάλλον της Ελληνιστικής εποχής.[xxiv] Όταν ο Παύλος γράφει, «εγώ γαρ έμαθον εν οις ειμί αυτάρκης είναι» (Φιλιπ. 4, 11), χρησιμοποιεί την γλώσσα του Σωκράτη και των Στωικών, οι οποίοι ετόνιζαν πολύ την αρετήν αυτήν. Όταν ερωτούσαν τον Σωκράτη «ποιος είναι ο πιο πλούσιος στον κόσμος», εκείνος απαντούσε: «εκείνος που αρκείται εις τα ολίγα».[xxv]

Υπάρχουν αρκετές ακόμη ενδείξεις της Ελληνικής επιδράσεως εις την Καινή Διαθήκη. Λέξεις που περιγράφουν τις ιδιότητες του Θεού, όπως «άφθαρτος», «αόρατος», κατά το Κολασ. 1, 15 και 1 Τιμ. 1, 17, είναι δανεισμένες από την Ελληνική φιλοσοφική και θρησκευτική σκέψι. Ο φιλόσοφος Επίκουρος (341-270 π.Χ) συνεβούλεψε, «Πρώτον πίστευε ότι ο Θεός υπάρχει» και είναι «άφθαρτος» και «μακάριος».[xxvi] Και ο Φίλων εχρησιμοποίησε τους ίδιους όρους δια τις ιδιότητες του Θεού. Γράφει ότι ο Μωϋσής επέβαλε την θανατική ποινή σε όσους είχαν αρνηθή τον αληθινό Θεό, τον «άφθαρτο» και «αγέννητον», και ελάτρευσαν τους φθαρτούς θεούς.

Η έννοια της χριστιανικής πίστεως ως εμπιστοσύνη, πεποίθησις, βεβαιότης πηγάζει εκ της Ελληνικής ρητορικής και φιλοσοφικής σκέψεως. Η Ελληνική θεωρία της ρητορικής ενήργησε ως υπόβαθρο επί του οποίου στηρίχθηκαν διάφορες αντιλήψεις περί της πίστεως εις τον Ματθαίον, Μάρκον, Λουκάν, Ιωάννην, Παύλον, Ιάκωβον και Πέτρον. Αλλά και πριν ακόμη από τους συγγραφείς της Καινής Διαθήκης, οι Εβραϊκές αντιλήψεις περί της πίστεως είχαν συνδεθή με Ελληνικές ιδέες και αντιλήψεις, κάνοντας ευκολώτερη την υιοθέτησί της από τον Χριστιανισμό. Ο καθηγητής Kinneavy σε πενήντα ολόκληρες σελίδες περιγράφει πολύ διαφωτιστικά πως μορφές Ελληνικής ρητορικής επηρέασαν Εβραίους και Χριστιανούς συγγραφείς κατά την Ελληνορωμαϊκή εποχή. Και προσθέτει ότι η έννοια της πίστεως εις την Καινή Διαθήκη σχεδόν πάντοτε ομοιάζει με την Ελληνική ιδέα της πειθούς ή πεποιθήσεως. Η επίδρασις του Ελληνισμού εξ απόψεως γλώσσης, παιδείας και κοινωνικής ζωής ήτο τόσο έντονη κατά την εποχή που εγράφησαν τα βιβλία της Καινής Διαθήκης, ώστε ήτο εντελώς απίθανον οι συγγραφείς των να μη εγνώριζαν τα αποτελεσματικά όργανα πειθούς που εχρησιμοποιούσαν οι Έλληνες εις την διδακτική, πολιτική και θρησκευτική των ζωή. Η ύπαρξις περισσοτέρων από 37 Ελληνικών πόλεων εις την Παλαιστίνη, και η ευρεία επίδρασις της Ελληνικής γλώσσας, παιδείας, αθλητισμού και εμπορίου εκεί, συνέβαλε τα μέγιστα εις τον εξελληνισμό του Ιουδαϊσμού και του Χριστιανισμού. Οι Εβραίοι συμμετείχαν ως ελεύθεροι πολίτες εις την πολιτική ζωή των Ελληνικών πόλεων. Μεταξύ των πρώτων χριστιανών οι περισσότεροι ήσαν από τις εξελληνισμένες εβραϊκές κοινότητες στις Ελληνικές πόλεις, ειδικά εις την Γαλιλαία. Ως εκ τούτου, ένας χριστιανός που ωμιλούσε ή έγραφε Ελληνικά κατά τους χρόνους της Καινής Διαθήκης θα εχρησιμοποιούσε την λέξι «πίστις» με την Ελληνική της έννοια της πειθούς. Ο Kinneavy έχει αναλύσει 491 περιπτώσεις της λέξεως «πίστις» και του ρήματος «πιστεύω» και διαπιστώνει ότι πολύ ολίγες από αυτές απέχουν από την Ελληνική αντίληψι των όρων αυτών[xxvii]. Και άλλοι φιλοσοφικοί και θρησκευτικοί όροι εις την Καινή Διαθήκη και τον πρώιμο Χριστιανισμό, όπως οι λέξεις «μετάνοια», «μεταστροφή», «καιρός», «δόξα», «αίρεσις», «θεοφάνεια» και πολλές άλλες, είχαν συγκεκριμένη σημασία στην Ελληνική ρητορική και φιλοσοφική παιδεία. Κατέληξαν να χρησιμοποιούνται πολύ συχνά από τους συγγραφείς της Καινής Διαθήκης και τους πρώτους χριστιανούς δια να προωθήσουν την ιδική των χριστιανική παιδεία. Η νέα Πόλις του Θεού (η χριστιανική πόλις – Εκκλησία) εκληρονόμησε, και συνέχισε να χρησιμοποιεί, την αρχαία παιδεία μέσα στον χώρο της χριστιανικής παιδείας.[xxviii] Δεν επήλθε απρόοπτη ρήξις, μόνον συνέχεια αλλά και τροποποίησις.

Ο Πλάτων, ο Αριστοτέλης και οι Στωικοί ήσκησαν μόνιμη επίδρασι στις ιδέες, εκφράσεις και τύπους επί του Ελληνιστικού Ιουδαϊσμού και του Χριστιανισμού. Οι Πλατωνικές και Νεοπλατωνικές απόψεις περί της «μονάδος», «δυάδος» και «τριάδος», «ουσίας» και «τύπου», συνέβαλαν εις την προς Εβραίους επιστολή, η ιδέα της πίστεως είχεν επηρεασθή από την Πλατωνική αντιπαράθεσι μεταξύ των αενάων αρχέτυπων και των εφήμερων τύπων (Εβρ. 8. 1-5). Η επιστολή του Ιακώβου «χρησιμοποιεί ρητορικά σχήματα χαρακτηριστικά της περιόδου αυτής». Εκτός από τα κανονικά βιβλία της Καινής Διαθήκης, υπάρχουν άνω των εξήντα άλλων συγγραμμάτων γύρω από τον μεταγενέστερο Ιουδαϊσμό και πρώιμο Χριστιανισμό, όπως τα Δευτεροκανονικά βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης, τα Γνωστικά Ευαγγέλια, τα Απόκρυφα της Καινής Διαθήκης και Αποστολικά ψευδεπίγραφα, τα οποία περιέχουν αναρίθμητες ενδείξεις της επιδράσεως του Ελληνισμού επάνω εις τον Ιουδαϊσμό της εποχής του Χριστού και της ζωής του Χριστιανισμού κατά τα πρώτα 250 χρόνια.

Ως κατακλείδα εις το πρώτο τούτο μέρος της ανά χείρας πραγματείας, θέτω και πάλι το ερώτημα… Ποιοι, λοιπόν, ήσαν οι πρόδρομοι εις την αλληλοπεριχώρησι Ελληνισμού και Ορθοδόξου Χριστιανισμού; Δια τον πιστόν, η εύλογος απάντησις είναι… ο Θεός· βεβαίως ο Θεός. Ο Θεός ως Παγκόσμιο Πνεύμα, ο πανταχού παρών και τα πάντα πληρών, όστις υπάγει όπου βούλεται, ο Θεός που ενεργεί «πολυμερώς και πολυτρόπως» (Εβρ. 1.1). Αναμφιβόλως, η Καινή Διαθήκη, το βασικώτερο βιβλίο του Χριστιανισμού, περιέχει θείες αποκαλύψεις και αιώνιες αλήθειες. Κατά πόσον τα Ελληνικά θεολογικά στοιχεία εις την Καινή Διαθήκη πρέπει να κατέχουν δεύτερη αξία εν συγκρίσει με αυτά που θεωρούνται Ιουδαϊκής ή Παλαιστινιακής προελεύσεως, είναι θέμα συζητήσιμο. Πιστεύω ότι οποιαδήποτε αυστηρή διάκρισις μεταξύ του Παλαιστινιακού και Ελληνιστικού Ιουδαϊσμού και, επομένως, μεταξύ Παλαιστινιακού και Ελληνιστικού Χριστιανισμού, είναι εσφαλμένη.

Η χρήσις Ελληνικών νοημάτων, αντιλήψεων και λέξεων από την Ελληνική πνευματική κληρονομιά έγινε σκοπίμως δια την προώθησι του Χριστιανισμού. Ένα ακόμη κλασικό παράδειγμα είναι η χρήσις της λέξεως Κύριος. Η χρήσις της λέξεως Κύριος εις τις Ελληνιστικές θρησκείες συνέβαλε ώστε ο Χριστιανισμός να προσελκύση τους πιστούς των αιρέσεων αυτών, πράγμα που εξηγεί διατί οι πρώτοι χριστιανοί ιεραπόστολοι ετόνιζαν περισσότερο τον τίτλον αυτόν του Χριστού υπεράνω των άλλων. Ο θρίαμβος του Χριστιανισμού στηρίζεται όχι εις τον Ιησούν τον Ναζωραίον αλλά εις τον Κύριον ημών Ιησούν τον Χριστόν.[xxix] Εκείνο που προσεπάθησα να τονίσω μέχρι τώρα είναι ότι υπήρξαν πολλοί παράγοντες που εχρησιμοποιήθησαν ως όργανα του Θεού εις την πραγματοποίησι της συζυγίας Ελληνισμού και Χριστιανισμού, όπως η εξάπλωσις της Ελληνικής γλώσσης, της Ελληνικής σκέψεως και των Ελληνικών ιδανικών, η Ελληνική μετάφρασις της Εβραϊκής Βίβλου, και οι πρωτοπόροι Ελληνιστές Ιουδαίοι, όπως ο Φίλων και ειδικά ο Παύλος. Όπως ο Παύλος που αποτελεί το κατεξοχήν παράδειγμα, έτσι και οι εξελληνισμένοι Ιουδαίοι ήσαν οι πρώτοι μεταξύ των προδρόμων του Χριστιανισμού. Οι πρώτοι ιεραπόστολοι ήσαν κυρίως οι εξελληνισθέντες Ιουδαίοι και ακολούθησαν Έλληνες προσήλυτοι στον Χριστιανισμό.

Οι εξελληνισθέντες Ιουδαίοι προετοίμασαν την οδόν και δια αρκετούς αιώνες παρέμειναν σημαντική πηγή δια προσηλύτους εις τον Χριστιανισμόν. Εις αυτούς οφείλεται κατά το πλείστον ο αρχικός Χριστιανισμός. Οι περισσότεροι Ιουδαίοι της διασποράς ήσαν εξελληνισμένοι και εζούσαν εις Ελληνικές πόλεις. Ως εκ τούτου ωμιλούσαν, εδιάβαζαν, έγραφαν, εσκέπτοντο και ελάτρευαν εις την Ελληνική. Πρώτιστο παράδειγμα ήτο η Ελληνόφωνη Εβραϊκή κοινότης της Ρώμης. Από τις 534 Εβραϊκές επιγραφές που ευρέθησαν σε ανασκαφές εις τις κατακόμβες της Ρώμης, 76% ήσαν εις την Ελληνική, 1% ήσαν Εβραϊκές, Αραμαϊκές, Ελληνορωμαϊκές, Αραμαϊκές – Ελληνικές, και 23% στην Λατινική. Η Εβραϊκή κοινότης ευρίσκετο εις την Ρώμη από το 100 π.Χ. Προφανώς ήτο Ελληνόγλωσση κοινότης, που εξηγεί διατί η πρώτη χριστιανική κοινότης εκεί ήτο Ελληνόγλωσση.[xxx] Βέβαια η Ρώμη, η οποία ήτο γνωστή και ως «πόλις Ελληνίς», είχε γίνει δίγλωσση αιώνες πρωτύτερα.

Η Ελληνική φιλοσοφία και μάθησις ήσαν τόσο πολύ διαδεδομένες εις τα χρόνια της Καινής Διαθήκης και μετέπειτα, ώστε να καταστεί αδύνατο να εκμηδενισθούν εξ αιτίας της αντιθέσεως ορισμένων αντιφρονούντων μεταξύ των πρώτων χριστιανών, όπως του Τερτυλλιανού, Τατιανού και Επιφανίου της Κύπρου, οι οποίοι απέρριπταν την Ελληνική παιδεία ως αντίθετη εις την πίστι και τας αρχάς του Χριστιανισμού. Ο Ελληνικός πολιτισμός παρήγαγε μια τόσο ισχυρή ενότητα και μαγνητισμό δια μέσου των αιώνων, ωλοκληρωμένη και διάπλατα ανοικτή επικοινωνία ιδεών, που επλούτιζε και συνάμα επλουτίζετο από άλλους, που τελικά απετέλεσε ένα ουσιώδες κεφάλαιο του ιστορικού Χριστιανισμού. Περί το τέλος του πέμπτου αιώνος το Ελληνικό στοιχείο είχε βαθειά ριζωθή μέσα εις την χριστιανική παράδοσι. Και παράδοσις δεν είναι απλώς μια χλιαρή διατήρησις ωραίων αναμνήσεων, αλλά μια πάλη μεταξύ μιας δυναμικής σοφίας και ζωντανής παραδόσεως του παρελθόντος με νέους πραγματοποιήσιμους οραματισμούς. Ο καρπός αυτής της συμπλοκής είναι πάντοτε κάτι το νέο αλλά συνάμα κάτι το παλαιό – μια αρμονική σύνθεσις του παλαιού και του νέου.

Όμως, καθώς ο Ελληνισμός εμπλούτισε τον Χριστιανισμό, εκ παραλλήλου ο Χριστιανισμός μετεμόρφωσε τον Ελληνισμό. Η εξ αρχής αυτή συνάντησις και αρμονική σύνδεσις μεταξύ των δύο ενισχύθη και εμπλουτίσθη ακόμη περισσότερο κατά την βυζαντινή περίοδο. Πράγματι, ήτο κατά την διάρκεια της βυζαντινής χιλιετίας που επετελέσθη η αλληλοπεριχώρησις του Ορθοδόξου Χριστιανισμού και του Ελληνισμού, Είναι εμφανές ότι πολύ ενωρίς, ήτοι από την εποχή που εγράφησαν τα βιβλία της Καινής Διαθήκης, Έλληνες φιλόσοφοι εθεωρούντο «διδακτοί Θεού» και οι πνευματικές αξίες του Ελληνισμού ως προπαίδεια δια την επιτυχή διάδοσι του Ορθοδόξου Χριστιανισμού.[xxxi]

 

Παραπομπές

[i] Βλέπε Μεθόδιος Γ. Φούγιας, Το Ελληνικό Υπόβαθρο του Χριστιανισμού (Αθήναι 1992), ιδιαιτέρως σσ. 15-31. Constantine Cavarnos, The Hellenic Christian Philosophical Tradition (Belmont, Mass. 1989)

[ii] Σωκράτης Σχολαστικός, Εκκλησιαστική Ιστορία, Βιβλ. 3, κεφ. 16.

[iii] Georges Florofsky, «The Problem of Old Russian Culture», στο περιοδικό Slavic Review, τόμ. 21, αρ. 1 (1962), σσ. 1-17, κυρίως 6-10. G. P. Fedotov, The Russian Religious Mind (New York 1960), σσ. 21-60.

[iv] John Meyendorff, «Greek Philosophy and Christian Theology in the Early Church», στο La Theologie dans l’ Eglise et dans le Monde, edited by D. Papadendreou (Chambésy, Généve 1984), σσ. 65-76.

[v] Κωνσταντίνος Σιαμάκης, «Βιβλικές Εβραϊκές λέξεις στην αρχαία Ελληνική γλώσσα», εις το Κούρος, Επιστημονική Επετηρίδα, Νέα Σειρά, τόμ. 4 (Θεσσαλονίκη 1994), σσ. 351-375.

[vi] Franz Altheim, Weltfeschichte Asiens im griechischen Zeitalter, 2 τόμοι (Halle: 1947-1948), τόμ. 2, σσ. 147-148.

[vii] Βλέπε το κλασικό βιβλίο του Martin Hengel, Judaism and Hellenism, 2 τόμοι (Philadelphia, Pa. 1974)

[viii] W. H. C. Frend, The Rise of Christianity (Philadelphia, Pa 1984), σσ. 35. John J. Collins, Between Athens and Jerusalem (New York 1983), σ. 9.

[ix] Victor Tcherikover, «The Ideology of the Letter of Aristeas», Harvard Theological Review, τόμ. 51 (1958), σ. 81.

[x] Π. Ν. Τρέμπελα, «Υπόμνημα εις το κατά Ιωάννην Ευαγγέλιον» (Αθήναι 1954), σ.273. Raymond E. Brown, S. J., The Gospel According to John 1-XII, 2η έκδ. (New York 1958) σσ. 314-318.

[xi] Brown, ένθ. άνωτ., σσ. 466-470.

[xii] Η βιβλιογραφία επί του θέματος είναι πλούσια. Βλέπε Martin Hengel, The «Hellenization» of Judaea in the First Century after Christ (Philadelphia 1983).

[xiii] H. J. Cadbury, The Beginnings of Christianity, ed. by F. J. Foakes-Jackson και K. Lake (London 1933), σ. 59.

[xiv] Αισχύλος, Προμηθεύς Δεσμώτης, Ι, 323, Αγαμέμνων, Ι, 1624.

[xv] Helmut H. Koester, «Paul and Hellenism», στο The Bible in Modern Scholarship, εκδ. J. Phillip Hyatt (Nashville, 1965, σ. 187).

[xvi] S. Pines, «The Jewish Christians of the early centuries of Christianity according to a new source», Proceedings of the Israel Academy of Science and Humanities, τόμ. 2, 13 (1968), σσ. 239, 249-250.

[xvii] E. R. Goodenough, «Paul and the hellenization of Christianity», στο συλλογικό βιβλίο Religions of Antiquity, ed. by J. Neusner (Leiden 1962), σσ. 23-68.

[xviii] Adolf Deissmann, Paul, A Study in Social and Religious History (New York 1957), σσ. 77-78.

[xix] Επίκτητος, Εγχειρίδιον, fr. 77.

[xx] Samuel Enoch Stumpf, Socrates to Sartre: A History of Philosophy, 5η έκδ. (New York 1993), σσ. 113-120.

[xxi] Επίκτητος, Διατριβαί, 4, 1. 128-131 ειδικώς στη σ. 151· Αισχύλος, Αγαμέμνων, 897, Ευριπίδης, Ιφιγένεια εν Ταύροις 75.

[xxii] Douglas S. Sharp, Epictetus and the New Testament, London 1974.

[xxiii] Richard J. Bauckham, The Oxford Companion to the Bible (New York 1993), σ. 588.

[xxiv] Johan C. Thom, «Don’t Walk on the Highways: The Pythagorian Akousmata and Early Christian Literature», Journal of Biblical Literature, τόμος 113, αρ. 1 (1994), σσ. 93-112.

[xxv] Στοβαίος, Ανθολόγιον, εκδ. C. Wacshmuth και H. Hense, 5 volumes (Berlin, 1884-1912), τ. 4. 43.

[xxvi] Διογένης Λαέρτιος, Επίκουρος, χ. 123· Φίλων, Μωϋσής ΙΙ. 171.

[xxvii] James L. Kinneavy, Greek Rhetorical Origins of Christian Faith: An Inquiry (New York 1987), σσ. 101-150.

[xxviii] Werner Jaeger, Early Christianity and Greek Paideia (Cambridge, Mass. 1961), σσ. 6-26.

[xxix] Kinneavy, έργ. Μνημ., σ. 62. Helmut Koester, History, Culture and Religion of the Hellenistic Age, 2η εκδ. (New York 1995). G. B. Caird και L. D. Hurst, New Testament Theology (Oxford 1995), σσ. 11, 283.

[xxx] Harry J. Leon, The Greek Inscriptions of the Jews of Rome, στο Greek – Roman and Byzantine Studies, τόμ. 2.1 (1959), σσ. 47-49.

[xxxi] Κύριλλος Αλεξανδρείας, «Ομιλίαι εις τους Ψαλμούς», ομιλία 44, εκδ. J. P. Migne, P.G. 69, 1028 L.