Οι προσωπικότητες που αντιστάθηκαν στις προσπάθειες εκκοσμίκευσης της Ορθόδοξίας

Η Παρουσία και η Συνδρομή των Στρατιωτικών Ιερέων στο Νεοσύστατο Ελληνικό Έθνος {A΄ ΜΕΡΟΣ}

Aρχιμ. Αλεξίου Ιστρατόγλου Ανχη (ΣΙ)

Στρατιωτικού Ιερέως Αρχηγείου Στόλου – Ναυστάθμου Σαλαμίνας

Στο τέλος της προηγούμενης αναφοράς μας, κάναμε λόγο για το έγγραφο του Υπουργείου των Εσωτερικών, που απευθυνόταν στους Νομάρχες και αφορούσε τον έλεγχο που έπρεπε να ασκήσουν στους μοναχούς που βρίσκονταν εκτός της μονής της μετανοίας των, άνευ της αδείας και εγκρίσεως της Ιεράς Συνόδου. Αυτό το έγγραφο το κοινοποίησαν και στο Υπουργείο των Στρατιωτικών, προκειμένου να δώσει και αυτό με τη σειρά του, κατευθύνσεις και οδηγίες στο Στρατό και στη Χωροφυλακή.

Αυτό το έγγραφο αν και δεν αφορά τους Στρατιωτικούς Ιερείς, βρισκόμενο μέσα στο φάκελο τον οποίο μελετούμε και παρουσιάζουμε, μας δίνει την ευκαιρία να θυμηθούμε λίγο το κλίμα της εποχής εκείνης και να γνωρίσουμε τους λόγους που οδήγησαν την εξουσία να προβεί σε μια τέτοια απόφαση. Λίγα χρόνια μετά την απελευθέρωση της Ελλάδας από τον τουρκικό ζυγό και μόλις 22 χρόνια, μετά την αναγνώριση της ανεξαρτησίας του ελληνικού κρατιδίου από τις «προστάτιδες δυνάμεις», η Ελλάδα είχε να αντιμετωπίσει μια πρόκληση, ως προς την πορεία που θα ακολουθούσε. Μια πορεία που θα της εξασφάλιζε το μέλλον της.

Οι Έλληνες έπρεπε να επιλέξουν το δρόμο που θα ακολουθούσαν, προκειμένου να χαράξουν τη νέα τους πορεία, αντάξια της ιστορίας, της πίστεως και του πολιτισμού. Υπήρχαν εκείνη την εποχή δύο ρεύματα, που και τα δύο είχαν τους οπαδούς τους. Και στα δύο αυτά ρεύματα, θέλουμε αφ’ ενός μεν να επισημάνουμε τα αγαθά κίνητρα τα οποία είχαν και τις αγνές τους προθέσεις, για μια πορεία αληθινή, ελεύθερη και γεμάτη πρόοδο και επιτυχία, αφ’ ετέρου και τον κίνδυνο που παραμόνευε, όταν κάποιοι προσπαθούσαν να εκμεταλλευτούν τις καταστάσεις, προς ίδιον όφελος.

Το πρώτο ρεύμα ήταν ότι οι ελεύθεροι πλέον Έλληνες, έπρεπε να αναβιώσουν την ανατολική αυτοκρατορία, το ρωμαίικο, μέσα στην οικουμενική του διάσταση, όπως αποτυπώθηκε στα λαϊκά χρησμολογικά κείμενα της Τουρκοκρατίας, όπως μας επισημαίνει ο π. Γεώργιος Μεταλλήνος, στο έργο του ꞉ «Τουρκοκρατία. Οι Έλληνες στην Οθωμανική Αυτοκρατορία». Μια εικόνα γεμάτη νοσταλγία για το παρελθόν και ένα όνειρο που μπορούσε να πραγματοποιηθεί στο μέλλον, μέσα από τις προφητείες και ότι άλλο είχε ειπωθεί και καταγραφεί. Όλα αυτά υπήρξαν μια αστείρευτη πηγή, από την οποία ζούσαν και ανέπνεαν οι υπόδουλοι Έλληνες.

Το δεύτερο ρεύμα, το οποίο και αυτό είχε μια ισχυρή μερίδα από λογίους, που έζησαν και έδρασαν έκτος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και είχαν επηρεαστεί από τα ιδεώδη του Διαφωτισμού και της Γαλλικής επανάστασης, απαιτούσαν την ανεξαρτησία της Ελλάδας, με βάση τις απαιτήσεις και τα ιδεώδη των συμμάχων, αλλά και τον εξευρωπαϊσμό της. Ήθελαν μια Ελλάδα που θα είχε άρωμα Ευρώπης, μέσα από νέες συνήθειες, παραδόσεις και αντιδράσεις, σε όλους τους τομείς της καθημερινότητας του νέου αυτού κράτους, που έπρεπε να είναι το ίδιο με τα άλλα και να μην θυμίζει τίποτα από το παρελθόν.

Πέρα από ποιόν δρόμο θα ακλουθούσαν οι Έλληνες και σε αυτόν θα χάραζαν την πορεία τους, υπήρχε και ένα ακόμη πρόβλημα που έπρεπε να λυθεί και ήταν πάρα πολύ ουσιαστικό και σχετιζόταν με την ορθόδοξη πίστη, παράδοση και διδασκαλία, όπου η θεολογία εκείνη που κράτησε ζωντανό τον Έλληνα μέσα από την ζωντανή και προσωπική σχέση του με το Θεό, κινδύνευε τώρα να μετατραπεί σε μια θεωρητική ενασχόληση, καλλιεργούμενη στα ακαδημαϊκά έδρανα. Από πολύ νωρίς ευτυχώς, εμφανίστηκαν πρόσωπα καλλιεργημένα, με πίστη στο Θεό και με αφοσίωση στην Εκκλησία, που κατανόησαν πολύ γρήγορα, ότι έπρεπε να καλλιεργηθεί το γνήσιο φρόνημα και ήθος της Ορθοδοξίας, απαλλαγμένο από ξενόφερτες διδασκαλίες.

Ο Κωνσταντίνος Οικονόμος ο εξ Οικονόμου, τον οποίο είχαμε συναντήσει σε παλαιότερη αναφορά μας, ήταν αντίθετος με το αυτοκέφαλο της Ελλαδικής Εκκλησίας και συγκρούστηκε με τον Φαρμακίδη, ο οποίος καιροφυλακτούσε να κατηγορήσει τον αντίπαλό του, ορμώμενος από τις διαφωνίες τους σε πολιτικό και ιδεολογικό επίπεδο. Επίσης διέβλεπε την υποταγή της Εκκλησίας στην Πολιτεία, ενώ κατενόησε ότι πλέον μόνο στα μοναστήρια μπορούσε πια να διασώζεται και να καλλιεργείται το γνήσιο φρόνημα και ήθος της Ορθοδοξίας. Αυτό τον δυναμισμό που έκρυβαν τα μοναστήρια και τον αποκάλυψαν τον καιρό του αγώνα, με την ανεκτίμητη προσφορά τους, και καταγράφτηκε στις συνειδήσεις των ανθρώπων, αλλά και στην ιστορία, η πολιτεία ήλθε να τον ανακόψει, να τον περιορίσει ή ακόμα και να τον εξαφανίσει, κλείνοντας εκατοντάδες μοναστήρια και δημεύοντας τις περιουσίες των.

Για το λόγο αυτό, από πολύ νωρίς συνδέθηκε στενά με τα μοναστικά κέντρα της εποχής του και δη με τη Μονή του Μεγάλου Σπηλαίου, οπού εκεί ήθελε να ιδρύσει Θεολογική Σχολή ή καλύτερα ένα εκκλησιαστικό σεμινάριο, το οποίο θα απηχούσε την Ορθόδοξη διδασκαλία της Εκκλησίας μας. Αυτό το μεγαλόπνοο έργο του Οικονόμου, θα αποτελούσε την αληθινή φωνή της Ορθοδοξίας, την εποχή εκείνη, σε αντίθεση με αυτά που εξέφραζε η άρτι ιδρυθείσα Θεολογική Σχολή στην Αθήνα. «Η παιδεία (και η θρησκευτική) εντάχθηκε στα πλαίσια της κρατικής σκοποθεσίας και μεταβλήθηκε σε υπηρετική των επιδιώξεων της κρατικής ιδεολογίας, αφού πρώτα αποεκκλησιοποιήθηκε, για να καταστεί έτσι δυνατή η κρατικοποίηση και εκκοσμίκευσή της. Και αυτοί οι Κληρικοί, που θα χρησιμοποιηθούν στην εκπαίδευση, θα είναι απλοί κρατικοί υπάλληλοι, που θα καλούνται να διακονούν όχι την Εκκλησία, ως λαό του Θεού, αλλά το κράτος και την ιδεολογία του», όπως επισημαίνει και πάλι ο π. Γ. Μεταλλήνος. Το έργο αυτό, ποτέ δεν υλοποιήθηκε, παρ’ όλη την επιθυμία του ιδίου, αλλά και άλλων επιφανών προσώπων της εποχής, εξαιτίας πολλών παραγόντων.

Στο πρόσωπό του Οικονόμου, εκτός από τους μοναχούς, όλοι οι ακραιφνείς ορθόδοξοι της εποχής βρήκαν έναν ικανό υποστηρικτή, ώστε να συσπειρωθούν γύρω του, με σκοπό την αντιμετώπιση των σοβαρών προβλημάτων που απειλούσαν την ελλαδική Ορθοδοξία. Πολλά πρόσωπα κληρικών, μοναχών και λαϊκών, εμπνεόμενοι από τη διδασκαλία του, έδωσαν ένα δυναμικό παρόν, στο να μην αλλοιωθεί η διδασκαλία και το φρόνημα της Ανατολικής Εκκλησίας, προστατεύοντάς την από νέους εχθρούς, απειλές και κινδύνους. Η παρουσία του Οικονόμου κατόρθωσε να επηρεάσει θετικά και τη Σύνοδο, ώστε και αυτή να αντισταθεί στα αντιεκκλησιαστικά σχέδια της Κυβέρνησης.

Ο Κωνσταντίνος Οικονόμος το 1842, γνωρίστηκε στο Μέγα Σπήλαιο με τον μοναχό Κοσμά Φλαμιάτο. Γεννήθηκε το 1786 και καταγόταν από την Κεφαλονιά. Ήταν κοσμοκαλόγερος, ησυχαστής στο μοναστήρι του Μεγάλου Σπηλαίου. Υπήρξε παθιασμένος ιεροκήρυκας. Είχε υψηλή μόρφωση και ήταν δραστήριος υπέρ της ανεξαρτησίας των Ιονίων νήσων. Εξορίστηκε γι’ αυτή του τη δράση από τους Άγγλους τόσο στα Κύθηρα, όσο και στους Βαρδιάνους της Κεφαλονιάς. Το 1840, όταν απελευθερώθηκε, πέρασε στην Πάτρα και από εκεί κατέφυγε στην Μονή του Μεγάλου Σπηλαίου. Έχοντας ως ορμητήριο το μοναστήρι αυτό, έκανε αρκετές περιοδείες στην Πελοπόννησο κηρύττοντας. Το περιεχόμενο των κηρυγμάτων του, εκτός των άλλων, ήταν μια οξεία κριτική εναντίον των πολιτικών και κυρίως εναντίων των αγγλόφιλων. Κατέκρινε τις «κυβερνητικές διώξεις» εναντίον του μοναχισμού και επέκρινε τον ξενόφερτο τρόπο ζωής, ως υπεύθυνο για την αλλοίωση του ορθοδόξου φρονήματος.

Όταν αποκαλύφτηκε τον Ιούνιο 1839, η ύπαρξη της Φιλορθόδοξης Εταιρείας, η οποία ήταν οργανωμένη σύμφωνα με τα πρότυπα «κρυφών» εταιρειών της εποχής, ο Φλαμιάτος αναδείχθηκε ίσως στην πιο δραστήρια και ηγετική φυσιογνωμία της. Το 1842 έρχεται σε επαφή με τον ιεροκήρυκα Ιγνάτιο Λαμπρόπουλο. Μεταξύ των ετών,1845-1848 αναφέρεται ότι διδάσκει ελληνικά γράμματα στην Πάτρα και ότι είχε πολλούς μαθητές. Η πεποίθησή του ότι η Ορθοδοξία Εκκλησία διερχόταν κίνδυνο ήταν ισχυρή και επηρέασε τη διδασκαλία του Παπουλάκου. Ήταν κατά κάποιο τρόπο ο πνευματικός του διδάσκαλος.

Εξαιτίας των κηρυγμάτων πολιτικοκοινωνικής διαμαρτυρίας του, μετά την περιοδεία του Παπουλάκου στην Πελοπόννησο το 1852 και την άρνηση του δευτέρου να παραδοθεί, κατόπιν των επεισοδίων στη Λακωνία, ο βασιλιάς Όθωνας, θεωρώντας οργανωμένη εξέγερση τη δράση του Παπουλάκου, διέταξε να συλλάβουν τον Κοσμά Φλαμιάτο, τον Ιγνάτιο Λαμπρόπουλο και εκατόν πενήντα ακόμη «συνωμότες», λαϊκούς, ιερείς και καλογέρους από διάφορα μοναστήρια και ιδίως από αυτό του Μεγάλου Σπηλαίου, ως αρχηγούς ανταρσίας, καθότι μέλη της Φιλορθόδοξης Εταιρείας.

Συνελήφθηκε στη Λακωνία. Φυλακίστηκε, όπως και ο Παπουλάκος, στις φυλακές «Αράπη» του Κάστρου του Ρίου, το διάστημα 27 Ιουλίου 1852-Ιούνιος 1853 και περίμενε να δικαστεί στην Αθήνα. Έγινε μία μεταγωγή του στην Αθήνα, αλλά επέστρεψε στη φυλακή του Κάστρου Ρίου λόγω αναβολής της δίκης. Η δίκη του τελικά ματαιώθηκε και τον έστειλαν «προς σωφρονισμόν εκκλησιαστικόν» σε μοναστήρι στην Άνδρο, όπου και πέθανε. Κατά μία άλλη άποψη, ο Φλαμιάτος εκάρη μοναχός όντας φυλακισμένος, λίγο πριν πεθάνει, και δηλητηριάστηκε στις φυλακές του Κάστρου Ρίου από αγγλόφιλους. Αναφέρεται ως έτος θανάτου του, το 1852.

Μια άλλη μορφή που αξίζει να σημειώσουμε στο σημείο αυτό και σχετίζεται με τα πρόσωπα που αναφέραμε είναι ο Χριστόφορος Παπουλάκος (ή Παναγιωτόπουλος), ο οποίος ήταν Έλληνας Ορθόδοξος μοναχός και κήρυκας. Γεννήθηκε το 1770 στο χωριό Άρμπουνα της επαρχίας Καλαβρύτων και αρχικά υπήρξε κρεοπώλης. Ήταν τελείως αγράμματος, όταν πήρε την απόφαση να ακολουθήσει τον μοναχικό βίο. Αρχικά μόνασε στην Μονή του Μεγάλου Σπηλαίου, ενώ αργότερα ασκήτεψε σε καλύβι κοντά στο χωριό του. Έμεινε στην απομόνωση για περίπου 20 χρόνια κατά τη διάρκεια των οποίων έμαθε γραφή και ανάγνωση. Σε ηλικία 80 ετών πήρε την απόφαση να κηρύξει. Η φήμη του διαδόθηκε γρήγορα, αφού είχε τον δικό του τρόπο να συνεπαίρνει το κοινό του.

Κυρίως κήρυττε εναντίον της μοιχείας, της κλοπής και υπέρ της προσευχής. Μέσα από τα κηρύγματα του καυτηρίαζε την πολιτική της Βαυαρικής διακυβέρνησης και την συγκατάβαση σε αυτήν της Συνόδου της Εκκλησίας. Παραπέμφθηκε ενώπιον του Επισκόπου Καλαβρύτων, ο οποίος τον επέπληξε και του ζήτησε να περιορίσει τα κηρύγματα του. Έξι μήνες αργότερα ο Παπουλάκος ξεκίνησε περιοδεία στην νότια Πελοπόννησο, συγκεντρώνοντας χιλιάδες κόσμο στο πέρασμα του.

Ύστερα από πιέσεις, ο Όθων υπέγραψε διάταγμα για τον περιορισμό του σε μοναστήρι. Ο Παπουλάκος κατέφυγε στην Μάνη για να σωθεί. Η αντίδραση της κυβέρνησης ήταν να στείλει άμεσα τον Στρατηγό Κολοκοτρώνη με επιτελείο αξιωματικών, για να οργανώσει την σύλληψη του. Ο στρατός έφτασε τη νύχτα, αλλά το πρωί βρέθηκε περικυκλωμένος από 2000 Μανιάτες. Ακολούθησε εξέγερση των Μανιατών, ενώ σε πολλές περιπτώσεις ο στρατός έδινε μάχη σώμα με σώμα με τους οπαδούς του Παπουλάκου.

Τελικά στις 21 Ιουνίου 1852, συνελήφθη από τον στρατό, ύστερα από προδοσία, και μεταφέρθηκε στις φυλακές του Ρίου όπου έμεινε δύο χρόνια στην απομόνωση. Επρόκειτο να δικαστεί από το κακουργιοδικείο Αθηνών ως στασιαστής, αλλά τα γεγονότα του Κριμαϊκού πολέμου, υποχρέωσαν τον Όθωνα να του δώσει αμνηστία. Το 1854 εξορίστηκε σε ένα μοναστήρι στην Άνδρο, όπου και απεβίωσε το 1861.Η σκέψη του επηρεάστηκε πολύ από τον πνευματικό του δάσκαλο Κοσμά Φλαμιάτο, των οποίων η δράση υπήρξε παράλληλη και η διδασκαλία παρόμοια.

Πριν κλείσουμε τη σημερινή μας αναφορά, σε πρόσωπα που σχετίζονταν με το έγγραφο που παρουσιάσαμε και αναφερόταν στην απαγόρευση των μοναχών να βρίσκονται εκτός του μοναστηριού τους, κρίνουμε σκόπιμο να αναφέρουμε ότι πολλές φορές, μέσα από την λανθασμένη ερμηνεία γεγονότων, προσώπων, καταστάσεων και κινήσεων, γίνονται και λέγονται πράγματα που δεν αντιπροσωπεύουν την αλήθεια. Γίνονται πράγματα τα οποία απαξιώνουν τα πρόσωπα και το έργο τους. Σπιλώνουν συνειδήσεις και διαστρεβλώνουν την αλήθεια. Δημιουργούν εντυπώσεις που απέχουν μακράν της αλήθειας και της δικαιοσύνης.

Έτσι έγινε και με τα δύο πρόσωπα που αναφέραμε παραπάνω του Παπουλάκου και του Φλαμιάτου, αλλά και άλλων προσώπων που έχει καταγραφτεί η προσφορά τους και το αγωνιστικό τους φρόνημα και οι οποίοι υπέστησαν διώξεις, συκοφαντίες και εξευτελισμούς, παρομοιάζοντάς τους όλοι εκείνοι που τους εδίωξαν πολλές φορές ως εχθρούς, προδότες και οτιδήποτε άλλο μπορεί να φανταστεί ο καθένας. Δεν πτοήθηκαν, δεν υπέστειλαν την σημαία της πίστεως και της πατρίδας. Δεν πρόδωσαν τα ιδανικά και ότι άλλο πρέσβευαν με όποιο κόστος και όποιες συνέπειες και αν είχαν. Στο τέλος δικαιώθηκαν. Στο τέλος, το αλάνθαστο κριτήριο του απλού λαού που ξέρει να τιμά, να σέβεται, να αναγνωρίζει και να επιβραβεύει τους τίμιους αγωνιστές και ήρωες, τους δικαίωνε τον τίμιο και αληθινό τους αγώνα και τους ανέβαζε ακόμα περισσότερο στη συνείδησή τους και τους καταξίωνε, χωρίς οι ίδιοι ποτέ να επιθυμούν κάτι τέτοιο, αφού ο αγώνας τους ήταν πέραν των οποιοδήποτε προσωπικών απολαβών ή επιβραβεύσεων.

Συνεχίζεται

Πηγή