ΕΡΕΥΝΑ ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ: Ο ΚΑΥΤΟΣ ΦΑΚΕΛΟΣ ΤΗΣ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑΣ JOHNSON and JOHNSON

ΕΡΕΥΝΑ /ΑΠΟΔΟΣΗ ΚΕΙΜΕΝΟΥ: Δέσποινα Συριοπούλου

Η απόφαση του  Εφετείου και η απολογία του  κατηγορούμενου Robert John Dougall

ΔΕΙΤΕΤΟ ΤΟ ΣΧΕΤΙΚΟ ΝΤΟΚΟΥΜΕΝΤΟ!

ΝΤΟΚΟΥΜΕΝΤΟ 2

 Στις 14 Απριλίου 2010, Robert John Dougall, καταδικάζεται σε ένα χρόνο φυλάκιση από το Δικαστήριο Southwark Crown, για την εμπλοκή του σε παράνομες πληρωμές (μίζες) ύψους 4,5 εκατομμυρίων στερλινών. Η απόφαση αναφέρει τα εξής: Ο Robert John Dougall μεταξύ της 13ης Φεβρουαρίου 2002 και 1ης Ιανουαρίου 2006 συνωμότησε με την DePuy International Limited και άλλους προκειμένου να πραγματοποιούνται παράνομες πληρωμές (διεφθαρμένες) και/ή να δίνονται άλλα κίνητρα, πράξεις που αντίκεινται στον νόμο του 1906 για την αντιμετώπιση της διαφθοράς, σε στελέχη της Ελληνικής Δημοκρατίας, δηλ. επαγγελματίες του εθνικού συστήματος υγείας στην Ελλάδα, ως αντάλλαγμα συμβόλαια για την προμήθεια ορθοπεδικών προϊόντων προς όφελος της DePuy International Limited.

Τα στοιχεία που καταγράφονται στο Δελτίο Τύπου της βρετανικής υπηρεσίας κατά των σοβαρών υποθέσεων απάτης, όπου και ανακοινώνεται η απόφαση για την 12 μήνη φυλάκιση του Dougall  έχουν ως εξής:

 

Το 1999, DePuy International Limited (“DPI”), μέσω της μητρικής της εταιρίας, DePuy Inc εξαγοράστηκε από την αμερικανική εταιρεία Johnson&Johnson (“J&J»).
Το 1999, O Robert John Dougall (γεννηθείς την 25η Απριλίου 1965) διορίστηκε Διευθυντής Marketing της DPI. Από το 2000 του είχε την ευθύνη για την ανάπτυξη των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων στην Ελλάδα. Η DPI πουλούσε ορθοπεδικά προϊόντα σε διάφορες αγορές – Η συγκεκριμένη υπόθεση αφορά την διαφθορά που υφίστατο οι διαδικασίες απόκτησης και διατήρησης των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων στην ελληνική αγορά ορθοπεδικών ειδών με την παροχή κινήτρων / αμοιβών  στους χειρούργους, οι οποίοι θα αγόραζαν τα προϊόντα της DPI.

Η DPI χρησιμοποιούσε την ελληνική εταιρία διανομής, την Medec Α.Ε., η οποία ανήκε και διοικείτο από τον κ. Νικόλαο Καραγιάννη. Για την ιστορία, και πριν από τη συμμετοχή Dougall, η DPI κατέβαλε «προμήθειες» εκ των προτέρων για όλες τις πωλήσεις που έκανε η Medec, στα νησιά Man σε εταιρία με την επωνυμία Madison Management Limited, (η οποία επίσης ανήκε στον Καραγιάννη). Μέρος από τις προμήθειες ήταν αποδεκτές εντός της DPI για να τις χρησιμοποιεί ο Καραγιάννης, προκειμένου να επηρεάσει ή “να ανταμείψει” τους χειρουργούς να χρησιμοποιούν τα προϊόντα της DPI. Αργότερα, χρησιμοποιήθηκαν και άλλες μέθοδοι για την παροχή “οικονομικών κινήτρων” ή με την λεγόμενη “Επαγγελματική Εκπαίδευση” (Prof-Ed), η οποία δεν ήταν τίποτε άλλο παρά ένας τρόπος για να καταβάλλονται παράνομες πληρωμές. Κατά τη διάρκεια της περιόδου που ξεκινά τον Φεβρουάριο του 2002, το ύψος των κονδυλίων που διατίθενται στον Καραγιάννη για “Επαγγελματική Εκπαίδευση” (Prof-Ed )ήταν το 20% της αξίας της τιμής πώλησης από τον τελικό χρήστη.

Το 2004, όταν η DPI αποφάσισε να τερματίσει τη χρήση των μεσαζόντων στην ελληνική αγορά, ο Dougall ανέφερε ότι αν σταματήσει η πρακτική αυτή (η χρήση μεσαζόντων), θα οδηγήσει σε απώλειες ύψους 95% της επιχειρηματικής δραστηριότητας της εταιρίας στην ελληνική αγορά.

Κατά τη διάρκεια της περιόδου που καταγράφεται στο κατηγορητήριο (Φεβρουάριος 2002-Δεκέμβριος 2005) το συνολικό ποσό από καταβολή παράνομων πληρωμών (διαφθορά) ανήλθε σε περίπου £ 4,5 εκατομμύρια στερλίνες. Αποτέλεσμα της εν λόγω πρακτικής, οι έλληνες φορολογούμενοι πλήρωναν τα ποσά από την διεφθαρμένη αυτή πρακτική.

 

 


Ο Dougall ενεργούσε για λογαριασμό της εταιρίας. Δεν ζήτησε αλλά ούτε είχε προσωπικό όφελος, το οποίο να σχετίζεται με τις συγκεκριμένες πρακτικές. 

Ο Dougall σήμερα καταδικάστηκε σε 12 μήνες φυλάκιση.

Σχολιάζοντας σχετικά με την υπόθεση, ο διευθυντής του SFO Richard Alderman ανέφερε ότι «Είναι ικανοποιητικό το γεγονός της παραδοχής ότι υπήρξε διαφθορά, ο κατηγορούμενος συνεργάστηκε και έχει εξεταστεί. Ελπίζω το σημερινό αποτέλεσμα να θεωρηθεί ως παράδειγμα για τον τρόπο  σύμφωνα με τον οποίο τέτοιες υποθέσεις μπορούν να επιλυθούν αποτελεσματικά”.

Διερεύνηση και Πρακτικά

Η έρευνα ξεκίνησε από το Υπουργείο Δικαιοσύνης των ΗΠΑ τον Οκτώβριο του 2007. Η επίσημη έρευνα από το SFO ξεκίνησε στις 4 Μαρτίου 2008.

Ο Dougall είναι ο πρώτος κατηγορούμενος που συνεργάζεται σε μια μεγάλη έρευνα του SFO για διαφθορά.

Ο Dougall συνεργάστηκε και παρείχε σημαντική βοήθεια στην βρετανική υπηρεσία (SFO) και υπόκειται σε συμφωνία (με το SFO), σύμφωνα με το άρθρο 73 του βρετανικού νόμου του για το οργανωμένο έγκλημα (Serious Organised Crime and Police Act 2005) την οποία και υπέγραψε στις 10 Ιουνίου 2009.

Η έρευνα για το ρόλο και τη συμμετοχή άλλων βρίσκεται σε εξέλιξη.


Κατηγορητήριο

JOHN Dougall, από τις 13 Φεβρουαρίου του 2002 μέχρι και την 1η Ιανουαρίου του 2006, συνωμότησε με την DePuy International Limited και άλλους ώστε να καταβάλουν παράνομες πληρωμές και / ή να δίνουν άλλα κίνητρα σε στελέχη της Ελληνικής Δημοκρατίας, δηλ. επαγγελματίες του εθνικού συστήματος υγείας στην Ελλάδα, ως αντάλλαγμα συμβόλαια για την προμήθεια ορθοπεδικών προϊόντων προς όφελος της DePuy International Limited,  παραβιάζοντας το άρθρο 1 του νόμου του 1906 για την Πρόληψη της Διαφθοράς.

 

Ωστόσο αναγνωρίζοντας την σημασία της υπόθεσης, ο δικαστής επέτρεψε στον  Robert Dougall να ασκήσει έφεση. Ύστερα από την ακροαματική διαδικασία της 29ης Απριλίου 2010, στις 13 Μαΐου 2010 το εφετείο αποφάσισε για τον Robert John Dougall να ανασταλεί η ποινή φυλάκισης των 12 μηνών, υποβάλλοντας το αίτημα για εποπτεία του κατηγορουμένου, ο οποίος υποχρεώθηκε να εκπληρώσει την συμφωνία σύμφωνα με το άρθρο 73 (το οποίο καθορίζει γραπτώς τους όρους βάσει των οποίων ο κατηγορούμενος ο οποίος, στοχεύοντας στην μείωση της ποινής του στο πλαίσιο s.73, είναι πρόθυμος να βοηθήσει στην έρευνα ή στην δίωξη) του SOCPA (Serious Organised Crime and Police Act 2005).

Πέρα από την συμφωνία που έκανε ο Robert John Dougall αναφορικά με την συνεργασία του με τις αρχές, η έφεση περιέχει όλα τα στοιχεία (τα πραγματικά περιστατικά) για τον τρόπο που η DPI έδινε μίζες στους δημόσιους γιατρούς του εθνικού συστήματος υγείας.

 

Τα πραγματικά περιστατικά

8. Αποτελεί υπόθεση διεθνούς διαφθοράς. Ο κατηγορούμενος εργάστηκε για την εταιρεία Depuy International Limited (DPI), με έδρα το Leeds, όπου και κατασκευάζονται ορθοπεδικά είδη. Η εταιρία διέθετε περίπου 950 εργαζομένους και ο τζίρος της εταιρείας κατά το οικονομικό έτος 2008 / 9 ήταν £ 158.000.000.

9. Η DPI, από το 1990, ήταν θυγατρική της αμερικανικής εταιρείας, Depuy Incorporated. Από το 1998, τόσο η αμερικανική εταιρεία, όσο και η θυγατρική στο Leeds αγοράστηκε από την Johnson & Johnson, μια από τις μεγαλύτερες εταιρίες κατασκευής και διανομής προϊόντων υγείας παγκοσμίως.

10. Μία από τις χώρες στις οποίες τα προϊόντα της πωλούντο ήταν η Ελλάδα, η αγορά της οποίας ήταν άκρως ανταγωνιστική. Η Υγειονομική περίθαλψη στην Ελλάδα παρέχεται μέσω ενός συνδυασμού δημοσίων και ιδιωτικών υπηρεσιών, κλινικές που χρηματοδοτούνται μέσω ενός συνδυασμού υποχρεωτικών εισφορών από το Δημόσιο, κυβερνητικών επιχορηγήσεων και ιδιωτικής ασφάλισης. Περίπου το 70% των ιατρικών προμηθειών στην Ελλάδα αγοράζονται μέσω του δημόσιου τομέα. Η πλειοψηφία των γιατρών και χειρουργών απασχολούνται άμεσα από την κυβέρνηση. Οι χειρουργοί στην Ελλάδα και άλλοι που εμπλέκονται στις υπηρεσίες υγείας διαθέτουν τεράστια επιρροή για το ποια ορθοπεδικά είδη πρέπει να παραγγελθούν από τα νοσοκομεία ή της κλινικές τους.

11. Μια εξέταση της αγοράς κατά την περίοδο μέχρι και μετά το 2002 αποδεικνύει ότι στην Ελλάδα οι τιμές των ορθοπεδικών προϊόντων ήταν σημαντικά διογκωμένες σε σύγκριση με την υπόλοιπη Ευρώπη. Έτσι, για παράδειγμα, στην Ελλάδα η τιμή του προσθετικού γονάτου ήταν £ 4.400, όταν ο ευρωπαϊκός μέσος όρος τιμής ήταν ακριβώς το μισό (£ 2.200), και σε ορισμένες περιπτώσεις ήταν ακόμα χαμηλότερη, στο ποσό των £ 1.100. Ένας λόγος που οι τιμές ήταν τόσο υψηλές στην Ελλάδα ήταν γιατί η αγορά ήταν διεφθαρμένη. Στους υπευθύνους για την προμήθεια ιατρικών ειδών δίδονταν μετρητά ή άλλα κίνητρα για τη σύναψη των επίμαχων συμβάσεων, προς όφελος συγκεκριμένου προμηθευτή. Η πρακτική ήταν ενδημική, και η DPI δεν ήταν η μοναδική εταιρεία που ενεπλάκη στη διαφθορά.

12. Για να καταλάβει κάποιος, σε μια περίοδο λίγο μικρότερης διάρκειας των 4 ετών, οι πωλήσεις από DPI στην Ελλάδα ήταν σημαντικές, ύψους περίπου £ 20.000.000 (κάτι λιγότερο) ή € 29 εκατ. ευρώ, με περίπου 4.500.000 £ σε μίζες που κατεβλήθησαν σε υπαλλήλους στο σύστημα υγείας, σε γιατρούς και σε χειρούργους. Ο στόχος ήταν να διατηρήσει τη θέση στην ελληνική αγορά η DPI, και η καταβολή μίζας ήταν ο ενδεδειγμένος τρόπος για να γίνει. Στο μεταξύ, βέβαια, οι επιβαρύνσεις στις τιμές έπεφταν στους ώμους των φορολογουμένων στην Ελλάδα.

13. Οι παράγραφοι 21 έως 33 της έφεσης παρέχουν περαιτέρω διευκρινίσεις.

21. Η πρακτική της Depuy International Limited (“DPI”) να έχει στην διάθεσή της κονδύλια για την πληρωμή των “χρηματικών κινήτρων” ή ανταμοιβών στους χειρουργούς στην ελληνική αγορά ορθοπεδικών χρονολογείται τουλάχιστον από το 1997, εάν όχι νωρίτερα. Εκείνη την εποχή, η DPI πωλούσε τα προϊόντα της στο ελληνικό σύστημα δημόσιας υγείας μέσω σύμβασης που είχε για την διανομή των προϊόντων της με την Medec SA (“Medec”), μια ελληνική εταιρεία, ιδιοκτησίας του Νικολάου Καραγιάννη (“Καραγιάννης”). Ξεχωριστά, η DPI κατέβαλε το 35% «προμήθεια» (εκ των προτέρων, για όλες τις πωλήσεις που έκανε η Medec) σε μια εταιρία στα νησιά Man, με την επωνυμία Madison Management Limited (“Madison”), που επίσης ανήκε στον Καραγιάννη. Στην πραγματικότητα, η καταβολή του 35% ήταν κατανοητή, ώστε να μπορεί ο Καραγιάννης (μετά από διάφορα έξοδα) να πληρώνει μίζες ή παρόμοια κίνητρα / οφέλη στους χειρουργούς στην ελληνική αγορά, προκειμένου να χρησιμοποιούν τα προϊόντα της DPI. Αυτά συνέβαιναν την εποχή πριν τον Dougall.

22. Ο Dougall ισχυρίζεται ότι η διεφθαρμένη πρακτική καταβολής μιζών ή ανταμοιβών στους ορθοπεδικούς χειρουργούς στο ελληνικό σύστημα δημόσιας υγείας ήταν ενδημική. Βέβαια, η συγκεκριμένη πρακτική φαίνεται να είναι διαδεδομένη. Οι «πληρωμές αυτές» συνήθως χαρακτηρίζονται ως «οικονομικά κίνητρα», ή αλλιώς ως «Επαγγελματική Εκπαίδευση (Prof-Ed)». Το ύψος των χρημάτων που διατίθενται για “επαγγελματική εκπαίδευση” (Prof-Ed) άγγιζε το 20% της τελικής αξίας της τιμής πώλησης. Οι τιμές των ορθοπεδικών προϊόντων είχαν καθορισθεί σύμφωνα με τον εθνικό τιμολογιακό κατάλογο, σε συμφωνία με την ελληνική κυβέρνηση. Οι τιμές αυτών των προϊόντων φαίνεται να είναι διογκωμένες στην Ελλάδα, συγκριτικά με την υπόλοιπη Ευρώπη (περίπου στο διπλάσιο του ευρωπαϊκού μέσου όρου και μερικές φορές στο τετραπλάσιο). Η ελληνική κυβέρνηση επεδίωκε περιοδικά να επιβάλει τη μείωση των τιμών με στόχο τη μείωση/εξάλειψη των πρακτικών της “επαγγελματικής εκπαίδευσης” (Prof-Ed). Ωστόσο, οι μειώσεις τιμών είτε δεν εφαρμόζονταν καθόλου, είτε δεν εφαρμόζονται αποτελεσματικά.

23. Τον Μάιο του 1999, μετά την εξαγορά της De Puy Incorporated (“Depuy”) από την Johnson & Johnson (“J&J»), η καταβολή των off-shore πληρωμών προς την εταιρία Madison διεκόπησαν λόγω των κανόνων λειτουργίας της και πολιτικής της J&J. Περίπου την ίδια εποχή, άτομα στην J&J πρότειναν την λύση της σύμβασης διανομής της DPI με την Medec και την ένταξη της ελληνικής επιχείρησης της DPI στην τοπική θυγατρική της J&J, J&J Hellas (“JJH”). Στις αρχές του 2000, ο Πρόεδρος της εταιρίας του ομίλου Depuy, Mike Dormer (Dormer) ζήτησε από τον  Dougall και τον Gary Fitzpatrick (“Fitzpatrick”), τον Αντιπρόεδρο Οικονομικών της DPI, να αποφασίσουν για τον τρόπο που η DPI θα συνεχίσει τις δραστηριότητες της στην Ελλάδα. Ο Dougall είχε ωστόσο προαχθεί σε διευθυντή του Marketing για την DPI το 1999. Επιπλέον, από το 2000, του δόθηκε η επιχειρησιακή ευθύνη για τις ευρωπαϊκές αγορές της DPI (συμπεριλαμβανομένης και της Ελλάδα, με εξαίρεση το Ηνωμένο Βασίλειο, Ιταλία, Γαλλία και Γερμανία).

24. Η απόφαση που ελήφθη από τους Dougall και Fitzpatrick ήταν η συμφωνία για την διανομή μεταξύ DPI και Medec έπρεπε να τερματιστεί και η ελληνική εταιρία της DPI να μεταφερθεί στην J&J Hellas. Ο Dougall δεν έβλεπε κάποιον λόγο από εμπορικής άποψης, γιατί η DPI έπρεπε να συμμετέχει σε μια εταιρία στην Ελλάδα (όπως αντίστοιχα εξέφρασε την αντίθεσή του να μεταβιβάσει την εταιρία στην J&J Hellas). Οι Dougall, Fitzpatrick και Greg Franks, ο πρόεδρος της DPI ενημέρωσαν τον Dormer για την συγκεκριμένη απόφαση τον Ιανουάριο του 2000, μια απόφαση με την οποία ο Dormer αρχικά είχε συμφωνήσει. Ωστόσο, μετά από συνάντησή του με τη Δέσποινα Φιλίππου (“Φιλίππου”), την περίοδο εκείνη προσωπική βοηθός του Καραγιάννη», ο Dormer άλλαξε την απόφαση και στράφηκε προς την ανεύρεση ενός επιχειρηματικού μοντέλου, το οποίο θα συνέχιζε τη σχέση της DPI με την Medec.

25. Ο Dougall ενημερώθηκε για την πρακτική της καταβολής χρημάτων για “επαγγελματική εκπαίδευση” (Prof-Ed) περίπου στις αρχές του 2000. Αναγνώρισε ότι τέτοιου είδους καταβολές χρημάτων δεν ήταν πρέπουσες, εκφράζοντας την ανησυχία του με την προοπτική να καταβάλει το 20% σε μεσάζοντα για τους συγκεκριμένους σκοπούς, λόγω των εγγενών επιχειρηματικών κινδύνων. Ωστόσο, κανείς εντός της Depuy, της DPI ή της J&J δεν πρότεινε κάποιο επιχειρηματικό μοντέλο, το οποίο να μην προέβλεπε ποσοστό 20% για την “επαγγελματική εκπαίδευση” (Prof-Ed). Ο Dormer και οι υπόλοιποι εντός της J&J συμμετείχαν στην λήψη της απόφασης από το 2000 και εφεξής, γνωρίζοντας πολύ καλά την ανάγκη που υπήρχε για το 20%. Σε κάποιο βαθμό, μια σειρά στελεχών, ανώτερα και πιο έμπειρα από τον Dougall γνώριζαν τι συνέβαινε στην Ελλάδα, αντιμετωπίζοντας ωστόσο την κατάσταση χωρίς την απαιτούμενη προσοχή. Ο Dougall ήταν νέος στο διοικητικό συμβούλιο και δεν προέβαλε αντιρρήσεις ως προς την καταβολή των χρημάτων για “επαγγελματική εκπαίδευση” (Prof-Ed), όπως ο ίδιος εξήγησε σε συνέντευξή του, «αυτό έγινε αποδεκτό από όλους, αναφορικά με το κόστος της επιχειρηματικής δραστηριότητας στην Ελλάδα και ότι δεν επρόκειτο να είναι αυτός που θα έφερνε τις αντιρρήσεις”. Κατάλαβε ότι σημαντικός παράγοντας για την απόφαση του Dormer ήταν η άποψή του ότι η πρακτική της καταβολής χρημάτων για “επαγγελματική εκπαίδευση” (Prof-Ed) στην ελληνική αγορά δεν θα συνεχιζόταν επ ‘αόριστον, καθώς η ελληνική κυβέρνηση θα λάμβανε μέτρα για την εξάλειψη της εν λόγω  πρακτικής.

26. Στα τέλη του 2000, ελήφθη η απόφαση η DPI να αγοράσει την Medec, να πουλά απευθείας στους τελικούς χρήστες, και ανεξάρτητα ο Καραγιάννης, ως σύμβουλος, να λαμβάνει κεφάλαια που θα ισοδυναμούν με το 20% της αξίας των πωλήσεων,  που θα χρησιμοποιούνται με σκοπό την “επαγγελματική εκπαίδευση” (Prof-Ed). Το πλεονέκτημα του συγκεκριμένου μοντέλου ήταν ότι έδωσε στην DPI την πρόσβαση στα έσοδα του τελικού αποδέκτη, σε αντίθεση με τα έσοδα που λαμβάνονταν από πωλήσεις/dealers. Στελέχη στην J&J, ωστόσο, όπως οι Hak και Bruce van der Merwe («van der Merwe”), ο Αντιπρόεδρος της J&J είχαν αντιρρήσεις για το συγκεκριμένο μοντέλο της DPI. Αν και ποτέ δεν εξέφρασαν την αντίθεσή τους στην αρχή της λήψης του 20% από κάποιον ενδιάμεσο για καταβολή χρημάτων με σκοπό την “επαγγελματική εκπαίδευση” (Prof-Ed), η J&J προτιμούσε το “τυπικό” μοντέλο των πωλήσεων των προϊόντων με έκπτωση σε ανεξάρτητους dealers, έκπτωση με πρόβλεψη για την καταβολή του 20% με σκοπό την “επαγγελματική εκπαίδευση” (Prof-Ed). Οι dealers θα πωλούσαν τα προϊόντα στους τελικούς χρήστες και θα έκαναν οποιεσδήποτε πληρωμές ήταν αναγκαίες για την “επαγγελματική εκπαίδευση” (Prof-Ed).

27. Τον Φεβρουάριο του 2001, η DPI απέκτησε την Medec, η οποία στην συνέχεια μετονομάστηκε σε Depuy Medec SA (“DPM”). Περίπου την ίδια εποχή, η Medec ξεκίνησε μια τριετή (έως το Δεκέμβριο του 2003) συμφωνία παροχής συμβουλευτικών υπηρεσιών με τον Καραγιάννη, μέσω της νέας εταιρείας του, της Med-K. Η πρόθεση ήταν μετά την τριετή περίοδο, η DPM να είναι σε θέση να ενοποιηθεί (να ενσωματώσει τις δραστηριότητές της) με J&JHellas. Βάσει της συμφωνίας παροχής συμβουλών, στην Med-K θα καταβαλλόταν το 27% της αξίας των πωλήσεων  της Medec/DPM. Η ιδέα ήταν ότι, μετά την επιβολή (ελληνικών) φόρων, το ποσό που θα διετίθετο στον Καραγιάννη για τον σκοπό της “επαγγελματικής εκπαίδευσης” (Prof-Ed), θα μειωνόταν στο 20%. Ο Καραγιάννης θα αμειβόταν χωριστά από τον συνδυασμό της πληρωμής της καταβαλλόμενης υπεραξίας για την απόκτηση της Medec και της πληρωμής του ετήσιου μπόνους της τάξεως του 10% που θα λάμβανε, με την επίτευξη των στόχων για πωλήσεις της Medec/DPM.

28. Στην πράξη, αν και ο Dougall γνώριζε τον σκοπό των πληρωμών για την “επαγγελματική εκπαίδευση” (Prof-Ed), δεν ήξερε ωστόσο τι ακριβώς έκανε ο Καραγιάννης με τα χρήματα που τίθεντο στη διάθεσή του ή πόσα ακριβώς χρήματα στην πραγματικότητα χρησιμοποιούνταν για “επαγγελματική εκπαίδευση ” (Prof-Ed). Ο Dougall δήλωσε σε συνέντευξή του ότι ένα από τα “δυσάρεστα” πράγματα για μια εταιρεία που μπλέκεται σε μια κατάσταση, όπου τα κεφάλαια τίθενται στη διάθεση του μεσάζοντα, χωρίς να απαιτείται κανένας λογιστικός έλεγχος για τα κεφάλαια αυτά, είναι ότι η ίδια η εταιρεία (είναι ανοιχτή) γίνεται ευάλωτη στην εκμετάλλευση και σε εκβιασμούς από τον μεσάζοντα. Παρά το γεγονός ότι τα χρήματα που καταβάλλονταν στον Καραγιάννη διετίθεντο για την κάλυψη των εξόδων της λεγόμενης “επαγγελματικής εκπαίδευσης” (Prof-Ed), ήταν ενδεχόμενο κατά τον Dougall, ο Καραγιάννης κάλλιστα να κρατούσε κάποια από τα κονδύλια για τον εαυτό του, καθώς ήταν επίσης πιθανό ένα μεγάλο μέρος των κονδυλίων να είχε δαπανηθεί  ως ανταμοιβή, εκτός από τα άμεσα “χρηματικά κίνητρα”, για παράδειγμα, για τον εξοπλισμό των γραφείων χειρουργών, ή για  (ματαιόδοξες) εκδηλώσεις του χειρουργικού κλάδου.

29. Αν και η πρακτικές περί «επαγγελματικής εκπαίδευσης” (Prof-Ed) διευκολύνονταν από DPI, ήταν αναμφισβήτητα παράνομες, σύμφωνα με τον νόμο που επρόκειτο να τεθεί σε ισχύ για την  καταπολέμηση της τρομοκρατίας, της εγκληματικότητας και τον αντίστοιχο νόμο περί ασφάλειας του 2001 στις 14 Φεβρουαρίου 2002, συνέχισαν χωρίς να υπάρξει κάποια σημαντική αλλαγή. Πράγματι, από το 2002, οι πληρωμές προς την Med-Κ αυξήθηκαν σε 31% (23% μετά τους φόρους), ως αποτέλεσμα της απαίτησης Καραγιάννη ότι χρειαζόταν περισσότερα κεφάλαια, προκειμένου να ανταγωνιστεί άλλους στην αγορά, συμπεριλαμβανομένης και της JJHellas, της οποίας οι αντιπρόσωποι λειτουργούσαν ως προς το επίπεδο της “επαγγελματικής εκπαίδευσης ” (Prof-Ed) σε ποσοστό ύψους 30%. Τον Οκτώβριο του 2003, ωστόσο, εξαιτίας της διακοπής της σχέσης με τον Καραγιάννη, η συμφωνία για την παροχή συμβουλευτικών υπηρεσιών με την Med-K, τερματίστηκε. Την ίδια στιγμή, η DPM μετονομάστηκε σε Depuy Hellas SA (“DPH”) και μια αντίστοιχη συμφωνία για την παροχή συμβουλευτικών υπηρεσιών, με τους ίδιους όρους με εκείνη που ίσχυε στο παρελθόν, σύναψε η DPI με τον αδερφό του Καραγιάννη, τον Χρήστο Καραγιάννη, με την προϋπόθεση ότι ο Χρήστος Καραγιάννης θα συνέχιζε να κάνει τις απαραίτητες πληρωμές για την “επαγγελματική εκπαίδευση ” (Prof-Ed).

30. Το Νοέμβριο του 2004,  ο Dougall (για άσχετους λόγους) απολύθηκε από DPI. Ωστόσο, μετά από μια περίοδο μερικών εβδομάδων κλήθηκε να επιστρέψει στην εταιρεία, από τον τότε πρόεδρο της DPI, τον Mike Thompson. Όσο έλειπε ο Dougall, η επιχειρησιακή ευθύνη για την Ελλάδα είχε μεταφερθεί κατά τρόπο ώστε, όταν επέστρεψε στην εταιρεία, αν και ο Dougall διατήρησε ένα σημαντικό ρόλο, δεν είχε πλέον εκτελεστική ευθύνη, για τις δραστηριότητες της DPI στην Ελλάδα. Ωστόσο, συνέχισε, λόγω της εμπειρίας του στην αγορά να διαδικασία λήψης αποφάσεων.

31. Κατά τη διάρκεια της απουσίας του Dougall στο τέλος του 2004 ο Thompson είχε αποφασίσει ότι δεν ήθελε πλέον η DPI να έχει σχέση με την ελληνική αγορά, ύστερα από μια σύσκεψη με την Φιλίππου. Όταν επέστρεψε ο Dougall, και χωρίς να έχει εμπιστοσύνη στην Φιλίππου προσπάθησε να βρει ένα επιχειρηματικό μοντέλο που θα επέτρεπε στην DPI να συνεχίσει να δραστηριοποιείται στην ελληνική αγορά, χρησιμοποιώντας ωστόσο ένα δίκτυο διανομής. Ο Dougall πρότεινε το συγκεκριμένο μοντέλο στον  Dormer, ο οποίος επέμενε ότι δεν ήθελε να χρησιμοποιεί ούτε διανομέα, ούτε σύμβουλο, ούτε οποιονδήποτε άλλο ενδιάμεσο. Ο Dougall εξήγησε ότι αυτό θα είχε ως αποτέλεσμα απώλειες για την DPI ύψους 95% στην ελληνική αγορά. Ο Dormer ήταν ευχαριστημένος με ένα τέτοιο σενάριο, αποτέλεσμα του οποίου ο Dougall αναφέρεται σε μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου ότι «είναι η κατάλληλη στιγμή για να κάνει τα πράγματα καθαρά και σαφή στην Ελλάδα».

32. Το 2004 η EUCOMED είχε ήδη προσπαθήσει να εφαρμόσει έναν κώδικα συμπεριφοράς στον κλάδο με τις επιχειρήσεις που απευθύνονται σε όλους τους προμηθευτές ιατρικής τεχνολογίας και των υπηρεσιών τους στην Ευρώπη. Αυτό αποτελούσε μέρος μιας γενικότερης τάσης στην βιομηχανία προς την κατεύθυνση μεγαλύτερης συμμόρφωσης με τα πρότυπα δεοντολογίας των επιχειρήσεων. Στις 12 Μαΐου του 2005, έγινε μια συνάντηση της EUCOMED, στην οποία συμμετείχαν εκπρόσωποι από τους σημαντικότερους προμηθευτές ορθοπεδικών στην Ελλάδα. Ο Dougall συμμετείχε στην συνάντηση για λογαριασμό της DPI. Σύμφωνα με τον Dougall σε συνέντευξή του, η συζήτηση ήταν κάπως συγκρατημένη, μέχρι την στιγμή που ο Dougall σηκώθηκε και έθεσε το ζήτημα ότι όλες τις εταιρείες διέθεταν χρήματα σε μεσάζοντες, δαπανούμενα με τρόπους που δεν ήταν σύμφωνοι με τους κανόνες, συμπεριλαμβανομένων και “μετρητών”, και ότι αυτή η πρακτική έπρεπε να σταματήσει. Περίπου την ίδια εποχή, σε συζητήσεις αναφορικά με την ενσωμάτωση της DPH στην JJH, ο Dougall προσπάθησε να εφαρμόσει την απόφαση του Dormer να σταματήσει να χρησιμοποιεί μεσάζοντες, έτσι ώστε να εξαλειφθούν όλες οι πληρωμές για “επαγγελματική εκπαίδευση” (Prof-Ed) και η πώληση να γίνεται απευθείας στους τελικούς χρήστες.

33. Δεν υπάρχουν αποδεικτικά στοιχεία ότι ο Dougall είχε ζητήσει ή είχε λάβει άμεσα μετρητά (ή ισοδύναμα άμεσα οφέλη ή άλλα προσωπικά οφέλη) από το διεφθαρμένο καθεστώς στην Ελλάδα. Τα οφέλη ήταν για την εταιρία. “

14. Τα επιβαρυντικά στοιχεία αυτής της υπόθεσης είναι ξεκάθαρα. Το σύστημα της διαφθοράς ήταν ενδημικό, και ήταν επίμονο. Ο κατηγορούμενος ενεπλάκη για ακριβώς λίγο λιγότερο από 4 χρόνια. Το σύνολο των ποσών που αφορούν στην δραστηριότητα διαφθοράς ήταν πολύ σημαντικό. Ήταν ποσά από το δημόσιο χρήμα που συγκεντρώνονται από τη φορολογία στην Ελλάδα. Η συγκεκριμένη πρακτική απαγορευόταν από τις πολιτικές της J&J. Η συγκεκριμένη υπόθεση που αφορούσε στη διαφθορά υπουργών ξένης κυβέρνησης, αλλά τη διαφθορά που γινόταν κατά σύστημα, συνειδητά και σκόπιμα από εκείνους που επιθυμούν να κερδίζουν από τις επιχειρήσεις στην Ελλάδα, συμπεριλαμβανομένων και πολύ υψηλότερα επίπεδα στην DPI από τη θέση του κατηγορουμένου και μιμούμενες (οι συγκεκριμένες πρακτικές) από ανταγωνιστές της DPI σε άλλες χώρες.

15. Τα στοιχεία-χαρακτηριστικά του αδικήματος που μετριάζουν την ενοχή του κατηγορουμένου είναι ισχυρά. Και είναι τα εξής:

(Α) Το σύστημα για την καταβολή πληρωμών σε ξένη χώρα λειτουργούσε προκειμένου να γίνονται πληρωμές διαφθοράς στην Ελλάδα πριν ο κατηγορούμενος έχει την οποιαδήποτε ευθύνη για την δραστηριότητας της εταιρίας στη χώρα αυτή (Ελλάδα). Με λίγα λόγια ο κατηγορούμενος εισήλθε στο σύστημα της διαφθοράς και των διεφθαρμένων πληρωμών: δεν ήταν υπεύθυνος για την έναρξη τέτοιων πρακτικών, και οι διεφθαρμένες δραστηριότητες της DPI προηγούντο της δικής του συμμετοχής.

(Β) Ο κατηγορούμενος προήχθη στη θέση του Διευθυντή Marketing της DPI τον Οκτώβριο του 1999 και του δόθηκαν περαιτέρω (επιχειρησιακές) ευθύνες για την δραστηριότητα της DPI στην Ελλάδα από το 2000. Το Νοέμβριο του 2004 απολύθηκε, αλλά λίγο αργότερα επέστρεψε στην εταιρεία. Δεν είχε πλέον εκτελεστική ευθύνη για την Ελλάδα, αλλά του ζητήθηκε να διατηρήσει σε κάποιο βαθμό την εμπλοκή του στην δραστηριότητα της DPI στην Ελλάδα. Η συνεργασία του με την εταιρία τερματίστηκε με κοινή συμφωνία τον Απρίλιο του 2007. Ο Dougall ποτέ δεν ήταν αυτός που διεύθυνε.

(Γ) Οι διεφθαρμένες πρακτικές αφορούσαν στην γνώση, τη συναίνεση και τη συμμετοχή ατόμων σε θέσεις ευθύνης, κυρίως ανώτερων ιεραρχικά στελεχών σε σχέση με τον κατηγορούμενο εντός της DPI, Depuy και J&J. Παρά το γεγονός ότι ο κατηγορούμενος είχε την ευθύνη για τις συναλλαγές στην Ελλάδα, δεν ήταν ο επικεφαλής, υπήρχαν άλλα ανώτερα στελέχη από αυτόν, που εμπλέκοντο στην προώθηση και στις πρακτικές διαφθοράς. Η δίωξη τίθεται ως εξής:

«Όπως προκύπτει από τα έγγραφα όταν ο κ. Dougall αναφέρει ότι τα εν λόγω θέματα δεν ήταν μόνο σε γνώση στους πιο έμπειρους και στους πολύ ανώτερους στην ιεραρχία, αλλά και συναινούσαν θετικά, είναι αναμφίβολα αλήθεια.”

(Δ) Ο κατηγορούμενος εξήγησε σε συνέντευξή του ότι έμαθε για την ανάγκη “επαγγελματικής εκπαίδευσης ” (Prof-Ed) στην ελληνική αγορά στις αρχές του 2000, στο πλαίσιο της διερεύνησης ενός μελλοντικού επιχειρηματικού μοντέλου. Θεώρησε ότι οι αυτές πληρωμές είναι ακατάλληλες (παράνομες) και εξέφρασε την δυσαρέσκειά του, καθώς επίσης και την ανησυχία του για την προοπτική να δοθεί το 20% σε μεσάζοντα με σκοπό την “επαγγελματική εκπαίδευση” (Prof-Ed). Ωστόσο, αισθάνθηκε ότι δεν είχε άλλη επιλογή. Έμαθε πως τα κεφάλαια είχαν προηγουμένως διατεθεί για διεφθαρμένες πληρωμές, και ακολουθούσαν άλλες διαδρομές. Κανείς δεν πρότεινε κάποιο επιχειρηματικό μοντέλο, το οποίο να μην περιλαμβάνει πρόβλεψη για το 20% για την “επαγγελματική εκπαίδευση” (Prof-Ed). Ένας αριθμός στελεχών, πιο έμπειρα και πιο παλιά στην εταιρία σε σχέση με τον κατηγορούμενο γνώριζαν τι συνέβαινε στην Ελλάδα. Ο κατηγορούμενος ήταν νέος στο διοικητικό συμβούλιο, δεν είχε άμεση εμπειρία της επιχειρησιακής διαχείρισης στην Ελλάδα ή σε οποιαδήποτε άλλη αγορά και δεν ήταν σε θέση να προβάλει αντιρρήσεις για την ήδη αποδεκτή πρακτική της καταβολής μιζών.

(Ε) Ο κατηγορούμενος στις αρχές της συνεργασίας του, διατήρησε την άποψη ότι οι δραστηριότητες της DPI στην Ελλάδα θα πρέπει να περιλαμβάνουν τον τερματισμό της συμφωνίας με την Medec και να δοθεί η διαχείριση της DPI για την δραστηριότητα στην Ελλάδα στην JJHellas, την ελληνική θυγατρική της J&J. Σε μια συνεδρίαση στις 20 Ιανουαρίου 2000, ο κατηγορούμενος και άλλοι συνέστησαν η συμφωνία με την Medec να τερματιστεί και η επιχειρηματική δραστηριότητα να μεταφερθεί στην JJH. Η πρόταση έγινε αποδεκτή αρχικά, αλλά αργότερα την ίδια ημέρα η απόφαση μονομερώς αντιστράφηκε από ένα ιεραρχικά ανώτερο στέλεχος που αποφάσισε ότι η σχέση με την Medec θα συνεχιστεί. Η απόφαση αυτή ελήφθη προκειμένου να διατηρηθεί το μερίδιο αγοράς που κατέχει η εταιρία στην Ελλάδα. Ο  κατηγορούμενος και οι άλλοι έλαβαν την εντολή για τον προσδιορισμό ενός επιχειρηματικού μοντέλου, προκειμένου να συνεχιστεί η παρουσία της εταιρίας στην Ελληνική αγορά.

(Στ) Ο κατηγορούμενος και ένα άλλο στέλεχος, ενεργώντας κατ ‘εντολή ανώτερου διευθυντικού στελέχους, συνέχισαν να επιτρέπουν την ίδια πρακτική και να εφαρμόζουν τις ρυθμίσεις που είχαν τεθεί σε εφαρμογή το 2001, όταν η Medec είχε αποκτηθεί από την DPI.

(Ζ) Μετά την επιστροφή του το Νοέμβριο του 2004, ο κατηγορούμενος δεν είχε πλέον την επιχειρησιακή ευθύνη για την Ελλάδα και επομένως δεν είχε εκτελεστική θέση, ώστε να επηρεάσει για το αν πρέπει ή όχι να συνεχιστεί η συγκεκριμένη πρακτική στην Ελλάδα. Ωστόσο, λόγω της εμπειρίας του στην αγορά, διατήρησε σε κάποιο βαθμό συμμετοχή.

(Η) Το καλοκαίρι του 2005 ο κατηγορούμενος ανέλαβε ηγετικό ρόλο στην προσπάθεια να πείσει τα μέλη του EUCOMED, ​​μια πανευρωπαϊκή ένωση που εκπροσωπεί τους σχεδιαστές, τους κατασκευαστές και τους προμηθευτές της ιατρικής τεχνολογίας, να σταματήσει τις πρακτικές διαφθοράς στην Ελλάδα. Σε συνάντηση της EUCOMED στις 19 Απριλίου 2005, ο κατηγορούμενος, προέτρεψε τους συναδέλφους του ότι «είναι η κατάλληλη στιγμή τα πράγματα στην Ελλάδα να γίνουν καθαρά και σαφή». Υποστήριξε στις άλλες εταιρείες το μοντέλο εκείνο, το οποίο δεν χρησιμοποιεί μεσάζοντες στην Ελλάδα, και κατά συνέπεια εξαλείφει την πρακτική καταβολής μιζών. Πρότεινε μια κίνηση ώστε να υπάρξει πλήρης συμμόρφωση μέχρι την 1η Ιουνίου 2006. Ωστόσο, η πλειοψηφία ήταν εναντίον του και εκείνος συμφώνησε να αποδεχθεί την άποψη που επεκράτησε ότι ο Οκτώβριος θα πρέπει να είναι η καταληκτική ημερομηνία.

(I) Η εταιρία DPI τελικά μεταφέρθηκε στην ευθύνη της JJH από τις αρχές του 2006. Κατά συνέπεια, ο μηχανισμός που χρησιμοποιούσε σύμβουλο για να διατίθενται τα κεφάλαια για την καταβολή διεφθαρμένων πληρωμών φαίνεται ότι σταμάτησε την 1η Ιανουαρίου 2006. Ωστόσο, ο κατηγορούμενος δεν γνώριζε αν η εταιρία DPI και J&J στην Ελλάδα ήταν συμβατές στη συνέχεια.

(Ι) Τα οφέλη του διεφθαρμένου συστήματος ήταν εξ ολοκλήρου για την εταιρία. Δεν υπήρξε καμία ένδειξη ότι κάποιος από τους διευθυντές της DPI ζήτησε ή έλαβε μετρητά από το διεφθαρμένο καθεστώς. Ο μισθός του κατηγορουμένου είχε ως εξής: το 2002 – £ 86.000, το 2003 – £ 90.000, το 2004 – £ 92.000, το  2005 – £ 95.000. Ο κατηγορούμενος έλαβε πολύ μικρή συμμετοχή στα κέρδη συνολικής αξίας κατώτερης των £ 20.000. Η  αμοιβή του μπορεί να θεωρηθεί μέτρια για τα δεδομένα, συγκριτικά με τις αποδοχές των ανώτερων στελεχών των εταιρειών αυτών. Η διεφθαρμένη πρακτική του δεν απέφερε κανένα προσωπικό όφελος στον κατηγορούμενο. Δεν υπήρχαν μπόνους από την δραστηριότητα στην Ελλάδα

(ια) Δεν υπάρχουν στοιχεία που να υποδηλώνουν ότι o κατηγορούμενος πήρε μεγάλης αξίας συμβόλαια. Αυτό ίσχυσε για την J&J και DPI. Παρά το γεγονός ότι ο κατηγορούμενος θεωρούσε ότι τα χρήματα του 20% για την “επαγγελματική εκπαίδευση” (Prof-Ed)  δεν ήταν ούτε ηθικά, ούτε εμπορικά αποδεκτή πρακτική, του ζητήθηκε να παίξει το ρόλο του από τους ανωτέρους του. Ως εκ τούτου, δεν τίθεται θέμα παραβίασης της εμπιστοσύνης.

(ιβ) Ο κατηγορούμενος είναι ο μοναδικός σε ολόκληρο τον κόσμο που έχει αποδεχθεί την προσωπική ποινική ευθύνη για διεφθαρμένη συμπεριφορά, στην οποία επιδίδονται η J&J και η DPI. Έχει αποδεχτεί πλήρως τις δραστηριότητες του (περί διαφθοράς), έχει συνεργαστεί πλήρως με τις έρευνες από το πολύ πρώιμο στάδιο τους και έχει παράσχει σημαντική βοήθεια στις αρχές. Έχει συνάψει συμφωνία, σύμφωνα με το άρθρο 73 της SOCPA που επιβάλλει επαχθείς όρους για τον ίδιο, συμπεριλαμβανομένης της υποχρέωσης να συνεργαστεί τόσο με το Ηνωμένο Βασίλειο και τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, αναφορικά με τις έρευνες που διεξάγονται περί διαφθοράς και αναμένεται να διαρκέσουν για μεγάλο χρονικό διάστημα, αφήνοντας τον εκτός εργασίας μέχρι και την ολοκλήρωση της έρευνας.

(ιγ) Αναγνωρίζεται ότι η συνεργασία του με τις διωκτικές αρχές, τόσο στο Ηνωμένο Βασίλειο και στις Ηνωμένες Πολιτείες ήταν μεγάλη. Η αξία του να έρθει σε συμφωνία σε το συντομότερο πιθανό διάστημα και της βοήθειας που έχει ήδη παρέξει για την δίωξη και την πιθανή δίωξη άλλων, τόσο οι εταιρείες όσο και άτομα, είναι ουσιαστική.

(ιδ) Ο κατηγορούμενος είναι 44 ετών, μέχρι τώρα ένας άνθρωπος με καλό χαρακτήρα, διαζευγμένος με μια κόρη στην εφηβεία. Η εμπλοκή του σε αυτές τις αγωγές φέρνει μια πολλά υποσχόμενη καριέρα στο τέλος της, και δεν κατάφερε να συνεχίσει την καριέρα του σε άλλη εταιρία. Στην πραγματικότητα ήταν σε θέση να διασφαλίσει μια περιορισμένης έκτασης παροχής ad hoc συμβουλών.

Διαβάστε :

Υπόθεση Johnson & Johnson: Η αγωγή του Αμερικανικού Υπ.Δικαιοσύνης δείχνει την διαφθορά στην Ελλάδα στο χώρο της Υγείας!