Μαρτυρίες από τις πρώτες στιγμές του Πολέμου του 1940 (βίντεο)

Συνεντεύξεις στο Νίκο Γιαννόπουλο – ιστορικός – Μηχανή του Χρόνου

Βασίλειος Χρ. Αρχιμανδρίτης, αντισυνταγματάρχης Π.Δ., βετεράνος του 1940-41

 

Τις ημέρες εκείνες ήμουν έφεδρος ανθυπολοχαγός του Ανεξάρτητου Τάγματος Προκαλύψεως Κονίτσης. Η μέρα αυτή, η 27η Οκτωβρίου του ΄40 ήταν μια διαφορετική μέρα, το τηλέφωνο δεν σταματούσε καθόλου. Είναι αλήθεια πως όλοι μας στη διμοιρία τη μέρα εκείνη από το πρωί βρισκόμαστε στο πόδι….

Ήταν η ώρα 11 τη νύχτα. Ο τηλεφωνητής για μια στιγμή με φωνάζει. «Κύριε ανθυπολοχαγέ στο τηλέφωνο». -«Εμπρός!» φωνάζω από το μικρόφωνο. «Διμοιρία Καβασίλων, ο ανθυπολοχαγός». -«Ναι κύριε Αρχιμανδρίτη», μου απαντάει. «Ταγματάρχης Γίγας στο τηλέφωνο». Χωρίς να προσθέσει τίποτε άλλο μου είπε επί λέξει: «Αμέσως κε ανθυπολοχαγέ να ανοίξετε τα κιβώτια και να μοιράσετε πυρομαχικά στους άνδρες σας». -«Μάλιστα» του απάντησα. Δεν πέρασε πολύ ώρα και τα πυρομαχικά είχαν μοιραστεί στους άνδρες μου οι οποίοι και τα ταχτοποιούσαν στις φυσιγγιοθήκες και τους γυλιούς τους. Εγώ ύστερα από όλα αυτά έφυγα σχεδόν 12 η ώρα τα μεσάνυχτα, αφού έδωσα οδηγίες στον τηλεφωνητή και τον σκοπό του τηλεφώνου και πήγα στο σπίτι όπου έμενα με τη γυναίκα μου, λίγο πιο πάνω από τη διμοιρία. Σε λίγο έτσι πρόχειρα, ξάπλωσα μήπως μπορέσω και κλείσω μάτι. -«Κύριε ανθυπολοχαγέ! Σας ζητούν στο τηλέφωνο». Καθώς λαγοκοιμόμουν, σηκώθηκα, άνοιξα το παράθυρο και ξεχώρισα μέσα στο σκοτάδι τον Ντίνο, στρατιώτη της διμοιρίας, κοντοχωριανό μου κι’ από τα καλύτερα παιδιά της διμοιρίας. Εγώ σε δύο λεπτά, όπως ήμουνα σχεδόν έτοιμος από βραδύς, πήρα το ηλεκτροφάναρο και την γκλίτσα μου και ροβόλησα προς τη διμοιρία. Σε λίγο μιλούσα με τον διοικητή του τάγματος, τον αείμνηστο ταγματάρχη τότε Νικόλαο Γίγα, έναν υπέροχο άνθρωπο και γενναίο αξιωματικό. -«Κύριε Αρχιμανδρίτη», μου είπε επί λέξει, «τα πράγματα είναι πολύ άσχημα, όπως σας έλεγα και ψες. Θα έχουμε πόλεμο με τους γείτονες μας, σήμερα κι’ όλας». Κατέβασα κι εγώ το ακουστικό και το άφησα στη θέση του. Για μια στιγμή έμεινα ακίνητος, σκεπτικός. «Ώστε έχουμε πόλεμο» ψιθύρισα. Δεν πρόλαβα να βγω από το γραφείο, και νασου μπροστά μου πολλοί από τους άνδρες μου, που ανυπομονούσαν να μάθουν τι γίνεται.

Για μια στιγμή αφού δεν μπόρεσα να κρατηθώ άλλο, τους είπα: «Παιδιά έχουμε πόλεμο, αυτό μου είπε ο Γίγας». «Σοβαρώς κε ανθυπολοχαγέ»; μου απαντάει ο Ντίνος, που είχε κάπως περισσότερο το θάρρος. «Τι; Αστεία θα λέμε τέτοια ώρα;» του απαντώ. «Πόλεμο εκατό φορές», απάντησαν όλοι με μια φωνή. Βαρεθήκαμε να περιμένουμε. Από πέρυσι ακόμη που επιστρατευτήκαμε ψιθύριζαν. Πόλεμο σήμερα, πόλεμο αύριο». Δεν είχα ακόμη κατέβει τις σκάλες και ταυτόχρονα κάτι σαν βροντές ακούστηκαν πέρα, μακριά προς της Αρβανιτιάς τα μέρη. Σκέφτηκα για μια στιγμή πως πρέπει να είναι μπουμπουνητά αφού ψιχάλιζε, γιατί δεν αποκλειόταν πιο πέρα, μακριά, να έβρεχε δυνατά. Είχα όμως γελαστεί. Εκείνα τα μπουμπουνητά δεν ήταν τίποτε άλλο παρά εκπυρσοκροτήσεις από τις βαριές πυροβολαρχίες τους, που ήταν ταγμένες μέσα βαθιά στης Αρβανιτιάς τα μέρη και χτυπούσαν τα προκαθορισμένα σημεία εισβολής.

 

Βάιος Μύρικνας, βετεράνος μαχητής του Ελληνοϊταλικού πολέμου

 

Τον Μάρτιο του 1940 κατατάχθηκα στον στρατό. Πέρασα τη βασική εκπαίδευση στο 50ο Σύνταγμα, στον 1ο Λόχο Πολυβόλων. Η εκπαίδευση ήταν σκληρή, καθώς περιμέναμε τον πόλεμο. Ήμασταν ο καλύτερος στρατός του κόσμου. Εγώ εκπαιδεύθηκα ως πολυβολητής και είχα αποκτήσει μεγάλη εμπειρία από τις συνεχείς ασκήσεις. Όταν τορπιλίστηκε η «Έλλη» βρισκόμασταν σε νυχτερινή πορεία έξω από τη Θεσσαλονίκη. Μας διέταξαν να γυρίσουμε άρον άρον πίσω με το αιτιολογικό ότι θα έπρεπε να είμαστε παρόντες στα εγκαίνια της ΔΕΘ την οποία θα επισκέπτονταν ο βασιλιάς Γεώργιος Β΄. Φυσικά δεν το πιστέψαμε. Τρεις-τέσσερις ημέρες μετά μας ανακοίνωσαν τον τορπιλισμό της «Έλλης». Αμέσως λάβαμε διαταγή να βγάλουμε τα πολυβόλα από τις αποθήκες και να τα ετοιμάσουμε. Εν συνεχεία επιτάξαμε με μυστικότητα υποζύγια για τη μεταφορά του οπλισμού και των εφοδίων…. Τη νύχτα της 27ης προς 28η Οκτωβρίου επέστρεφα στον καταυλισμό ύστερα από περιπολία με τρεις στρατιώτες. Τότε είχα τον βαθμό του δεκανέα. Ξαφνικά κατά τις 05.00 ακούσαμε μια μακρινή βολή πυροβόλου στο βουνό Μαλιμάδι (ν. Καστοριάς). Αμέσως μετά ακούσαμε και μια δεύτερη. Φωνάξαμε: «στα όπλα!». Τάξαμε τα πολυβόλα και ετοιμάσαμε τις χειροβομβίδες.

Απόστολος Κοκμάδης, συνταγματάρχης ε.α., βετεράνος του 1940-41

 

Τον Οκτώβριο του 1940 υπηρετούσα με τον βαθμό του ανθυπολοχαγού στο 14ο Σύνταγμα Ορειβατικού Πυροβολικού στην Ξάνθη. Διοικητής του συντάγματος ήταν ο συνταγματάρχης (ΠΒ) Γκαγκούρης. Τη νύχτα της 27ης Οκτωβρίου 1940 ήμουν αξιωματικός υπηρεσίας στο σύνταγμα. Στις 03.00 έφθασε από την Καβάλα, από τη διοίκηση του Σώματος Στρατού ένα τηλεγράφημα με το εξής περιεχόμενο: «Εκηρύχθη γενική επιστράτευσις. Ανοίξατε φακέλους Β και Γ». Αμέσως έστειλα και ειδοποίησαν τον διοικητή και τον υποδιοικητή του συντάγματος. Στη συνέχεια σήμανα εγερτήριο. Μέσα σε μισή ώρα το σύνταγμα ήταν απολύτως έτοιμο. Όλοι οι άνδρες ήταν στις προκαθορισμένες θέσεις έξω από τα όρια του στρατοπέδου. Σέλωσα δύο άλογα και πήγα να παραλάβω τον διοικητή από το σπίτι του. Πήγαμε και ήλθαμε με καλπασμό. Στον δρόμο μου είπε: «Κύριε Κοκμάδη πόλεμο έχουμε». Εγώ βέβαια τότε δεν πολυκαταλάβαινα τη χροιά εκείνων των λέξεων.

Σταύρος Γαλανός, βετεράνος του Ελληνοϊταλικού πολέμου

 

O πόλεμος με βρήκε στο 2ο Σύνταγμα Βαρέος Πυροβολικού στη Λάρισα με τον βαθμό του υπολοχαγού (ΠΒ). Από τους 4.000-5.000 άνδρες έπρεπε να στείλουμε σε μάχιμες υπηρεσίες τους πρόσφατα απολυμένους, τους νεότερους και αυτούς που δεν είχαν πολλές οικογενειακές υποχρεώσεις. Προ του πολέμου είχαμε πολύ πυκνή αλληλογραφία με όλους τους σταθμούς και τις υπηρεσίες της Χωροφυλακής σε ολόκληρη την επικράτεια. Διότι αυτοί που απολύονταν από το σύνταγμα είχαν διασπαρεί σε όλη την Ελλάδα. Η Χωροφυλακή μας ενημέρωνε διαρκώς για τις μεταβολές στην οικογενειακή κατάσταση του κάθε εφέδρου. Έτσι διαλέγαμε τους πιο ικανούς που θα στέλναμε σε μάχιμες μονάδες. Oι έφεδροι προσέρχονταν προς κατάταξη με πρωτοφανή ενθουσιασμό. Όλα συντελέστηκαν με απόλυτη πειθαρχία και τάξη. Μέσα σε πέντε ημέρες είχαμε συγκροτήσει τις μονάδες και είχαμε αποστείλει ήδη τις περισσότερες στο μέτωπο. Ωστόσο επρόκειτο για πολύ κοπιαστική εργασία. Δεν έκλεισα μάτι πέντε ολόκληρες νύχτες.

Θεόδωρος Παππάς, βετεράνος του Ελληνοϊταλικού πολέμου

 

Ο πόλεμος του 1940 με βρήκε να υπηρετώ ως ανθυπολοχαγός (ΠΖ) στο Σύνταγμα Ευζώνων Φρουράς Αθηνών. Εκείνο το πρωί ξύπνησα από τον ήχο των σειρήνων. Πετάχτηκα πάνω, ντύθηκα βιαστικά και βγήκα στον δρόμο. Το σακάκι μου το κούμπωνα τρέχοντας. Πλησιάζοντας στο κέντρο της πόλης τα τραμ και τα λεωφορεία ήταν ήδη γεμάτα από πολίτες που πήγαιναν να καταταχθούν. Τραγουδούσαν σαν να πήγαιναν σε πανηγύρι. Το ηθικό τους ήταν απερίγραπτο. Έφτασα στη μονάδα μου. Ο συνταγματάρχης μου στεκόταν στην πύλη. «Πήγαινε Παπά» μου είπε «να πάρεις τον φάκελο επιστράτευσης». Πήρα τον φάκελο και τον άνοιξα. Περιείχε σαφείς οδηγίες για το που θα παρουσιαζόμουν και ποια θα ήταν τα καθήκοντά μου. Ήμουν υπεύθυνος επιστράτευσης. Οι επιστρατευμένοι προσέρχονταν να παρουσιαστούν κατά ομάδες και αμέσως τους κατατάσσαμε σε λόχους. Η οργάνωσή μας ήταν άψογη.

Νικόλαος Τασιάκος, μέλος του πληρώματος του υποβρυχίου «Παπανικολής», βετεράνος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου

 

Στις 27 Οκτωβρίου 1940, το «Παπανικολής» ήταν σκοπούν πλοίο (σ.σ σε βραχεία ετοιμότητα απόπλου). Με κάλεσε ο ύπαρχος, μου έδωσε έναν κατάλογο με τους άνδρες των άλλων υποβρυχίων που ήταν σε έξοδο λόγω του Σαββατοκύριακου και μου είπε να βγω και να πάω στην Υποδιεύθυνση Αστυνομίας για να τους ανακαλέσουν στα πλοία τους. Πράγματι μου διέθεσαν μία μοτοσικλέτα με οδηγό και, καθώς γνώριζα καλά την Αθήνα και τον Πειραιά τους ειδοποίησα γρήγορα. Στη συνέχεια επέστρεψα στον «Παπανικολή». Την επομένη, κατά την πρωινή αναφορά, ήλθε ο ίδιος ο κυβερνήτης και μας ανακοίνωσε την ιταλική επίθεση. Ο ενθουσιασμός μας δεν περιγράφεται. Ζητωκραυγάζαμε, πετούσαμε τα καπέλα μας στον αέρα. Ήταν σαν να έβραζε το καζάνι, να έβγαζε κάποιος το καπάκι και να πεταγόταν ο ατμός. Μπορεί να μην ήξερα τι σημαίνει πόλεμος (το έμαθα στη συνέχεια), αλλά εκείνη τη στιγμή με πλημμύρισε τέτοια περηφάνια που ανήκα στο Ναυτικό και που θα πολεμούσα για την Ελλάδα.

Θεόδωρος Μανωλόπουλος, αντιναύαρχος ε.α., βετεράνος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου

 

Ο πόλεμος με βρήκε ως δευτεροετή σπουδαστή στη Σχολή Ναυτικών Δοκίμων. Την Κυριακή 27 Οκτωβρίου απολάμβανα με μια παρέα συμμαθητών μου την έξοδο από τη Σχολή. Η Αθήνα ήταν κατάφωτη. Επικρατούσε μια κατάσταση απολύτως ειρηνική. Τίποτε δεν προμήνυε αυτό που θα ακολουθούσε. Το βράδυ επιστρέψαμε στη Σχολή. Ένας συμμαθητής μας, ο πατέρας του οποίου ήταν φρούραρχος Έβρου, είπε: «Πληροφορούμαι ότι θα εκραγεί πόλεμος». Έφαγε καρπαζιά που πήγε σύννεφο!

-«Τι πόλεμος ρε;». -«Πληροφορήθηκα από τον πατέρα μου ότι θα γίνει πόλεμος». Δώσε του και άλλες καρπαζιές. Πέσαμε να κοιμηθούμε. Κατά τις 05.00 εμφανίστηκε ο διοικητής μας χωρίς κολάρο και γραβάτα. Πρωτοφανής αμφίεση για έναν άνθρωπο που πάντα ήταν στην πένα. «Εγερσις, έγερσις!» άρχισε να φωνάζει.

«Γενική κλήσις των δοκίμων!». Παραταχθήκαμε στο προαύλιο και εκεί πληροφορηθήκαμε την κήρυξη του πολέμου. Αμέσως ζητωκραυγάσαμε. Το ηθικό μας ήταν άριστο και θεωρούσαμε πως θα τους φάμε τους Ιταλούς. Μας χορηγήθηκε σαρανταοκτάωρη άδεια. Πήρα ένα ταξί και έφθασα στο σπίτι μου στην γωνία Ιωάννου Δροσοπούλου και Λήμνου. Χτύπησα το κουδούνι. Άνοιξε η μητέρα μου. «Πως έτσι;» με ρώτησε. «Πόλεμος» της απάντησα. Με τη λέξη «πόλεμος» άναψε η γειτονιά. Το νέο μεταδόθηκε ταχύτατα. Μετά από λίγο άρχισαν να ηχούν οι σειρήνες.

Παύλος Γαβράς, πλωτάρχης ε.α., βετεράνος του Ελληνοϊταλικού πολέμου

 

Τον Οκτώβριο του 1940 ήμουν δευτεροετής σπουδαστής στη Σχολή Ναυτοπαίδων στον Πόρο. Στις 28 Οκτωβρίου ήμασταν στο θωρηκτό «Κιλκίς» στον ναύσταθμο για να περάσουμε τη σχολή Πυροβολικού. Χτύπησε συναγερμός, ξυπνήσαμε και ανεβήκαμε στο κατάστρωμα του πλοίου. Οι επικεφαλής αξιωματικοί μας ανακοίνωσαν την κήρυξη του πολέμου και μας συμβούλευσαν να παραμείνουμε κοντά στα θωρακισμένα μέρη του πλοίου ώστε να προστατευτούμε από τυχόν βομβαρδισμό. Σε μέρος των σπουδαστών διατέθηκαν και όπλα υπό τον φόβο αιφνιδιαστικής επίθεσης Ιταλών αλεξιπτωτιστών. Το ηθικό μας ήταν ακμαίο. Δεν υπήρξε καμία αρνητική αντίδραση. Άλλωστε τότε η κυβέρνηση λογόκρινε τα πάντα οπότε δεν υπήρχε δικαίωμα αντίδρασης. Πολύ υψηλό ήταν επίσης το ηθικό των αξιωματικών μας.

Ελευθέριος Παπαγιαννάκης, βετεράνος του Ελληνοϊταλικού πολέμου

 

Τις παραμονές του πολέμου υπηρετούσα τη θητεία μου ως ναύτης στον ναύσταθμο, στον Πόρο. Την εποχή εκείνη ήμασταν όλοι ενθουσιώδεις πατριώτες. Με το που μας ανακοίνωσαν την κήρυξη του πολέμου ζητωκραυγάσαμε όλοι μαζί. Τα αδέλφια μου πήγαν στρατιώτες στο μέτωπο. Εγώ ζήτησα μετάταξη στον στρατό για να τα ακολουθήσω. Τότε όμως ήμουν κατηγορούμενος από το καθεστώς Μεταξά ως δημοκρατικός και το αίτημα μου έπεσε στο κενό. Τότε εγώ και άλλοι συνάδελφοι μου, δημοκρατικών πεποιθήσεων, ζητήσαμε τη μετάθεσή μας σε μάχιμη υπηρεσία. Δυστυχώς όμως οι ανώτεροι μας κώφευσαν. Νοιώσαμε πίκρα που ουσιαστικά δεν μας επέτρεπαν να υπερασπιστούμε την πατρίδα.

Βύρων (Νώτης) Κ. Σαχαρίδης, ταξίαρχος (Ι) ε.α. της Πολεμικής Αεροπορίας, βετεράνος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου

 

Στην Σχολή Αεροπορίας, το πρωινό εκείνο της 28ης Οκτωβρίου, ακούσαμε τις σειρήνες να ηχούν δαιμονισμένα: «συναγερμός». Αμέσως όλη η Σχολή Ικάρων με τους αξιωματικούς επιτηρητές τρέξαμε στα καταφύγια και τα ορύγματα που βρίσκονταν λίγο πιο έξω από το αεροδρόμιο. Στον ουρανό, διακρίναμε σε μεγάλο ύψος, σχηματισμούς αεροπλάνων με κατεύθυνση από τον Πειραιά προς το Τατόι. Η αντιαεροπορική άμυνα, προφανώς από σύγχυση και έλλειψη ορθών πληροφοριών, εξέλαβε τα αεροπλάνα αυτά ως αγγλικά και δεν αντέδρασε. Η πρώτη αντίδραση της αντιαεροπορικής μας άμυνας, εκδηλώθηκε μόλις άρχισαν να πέφτουν οι πρώτες βόμβες, με προφανή στόχο το αεροδρόμιο του Τατοϊου.

Αργότερα μάθαμε πως τα αεροσκάφη αυτά ήταν τα τρικινητήρια βομβαρδιστικά της Ιταλικής Αεροπορίας «Savoia Marchetti». Με αληθινή έκπληξη, μάθαμε πως το ανακοινωθέν από την ιταλική πλευρά, έλεγε πως «καταστράφηκαν όλες οι εγκαταστάσεις και το αεροδρόμιο του Τατοϊου». Στην πραγματικότητα όλες οι βόμβες έπεσαν δύο με τρία χιλιόμετρα μακριά από το αεροδρόμιο και μόνον μια απ’ αυτές έπεσε στην άκρη του αεροδρομίου καταστρέφοντας ένα τμήμα μιας εγκαταλελειμμένης αποθήκης.

 

Διαβάσετε τα δύο βιβλία του Νίκου Γιαννόπουλου: «Πόσο αλήθεια γνωρίζουμε το 40» &  «Το Ξεχασμένο «ΟΧΙ». Εκδόσεις Historical Quest : 210 2611832

 

Ο στρατιώτης που είπε το πρωτο ΟΧΙ

Ερευνα: Χρίστος Βασιλόπουλος-Μηχανή του Χρόνου

Η ιστορία του άγνωστου στρατιώτη που αντιμετώπισε την 28η Οκτωβρίου την ιταλική επίθεση και έγραψε το όνομά του στην σκοπιά της ελληνοαλβανικής μεθορίου. Εντοπίσαμε τα ίχνη του και κάναμε αυτοψία στα φυλάκια που ακούστηκε το πρώτο ΟΧΙ … 


Η κήρυξη του πολέμου από τους Ιταλούς και η εισβολή των στρατευμάτων τους στην ελληνοαλβανική μεθόριο ξημερώματα της 28ης Οκτωβρίου αποτελεί κεντρικό θέμα της σύγχρονης ιστοριογραφίας. Έχουν γραφτεί πολλά για τον σχεδιασμό, το διπλωματικό παρασκήνιο και τις κινήσεις των επιτελείων ενόψει του πολέμου που θα ξεκινούσε. Επίσης έχει ερευνηθεί και παρουσιαστεί ο συσχετισμός δυνάμεων και οι κινήσεις των δυνάμεων. Αυτό που παραμένει σε γενικές γραμμές «άγραφη» ιστορία είναι η δράση των στρατιωτών μεμονωμένα ή σε ομάδες. Ο μικρόκοσμος ενός οχυρού, η αγωνία της σκοπιάς και η ευθύνη όσων στελέχωσαν ένα φυλάκιο στα σύνορα μας παρότρυνε να αναζητήσουμε αυτήν την πλευρά του πολέμου

Η δημοσιογραφική έρευνα μας έφερε στην περιοχή της Κόνιτσας. Ανάμεσα στον Αωό, τον Βοϊδομάτη και το Σαραντάπορο σχηματίζεται ένα εντυπωσιακό ανάγλυφο με πυκνή βλάστηση, γεφύρια και χωμάτινες διαδρομές. Αναζητήσαμε το φυλάκιο το οποίο έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην άμυνα της περιοχής, καθώς βρίσκεται πάνω στα σύνορα εκεί όπου ξημερώματα της 28ης Οκτωβρίου 1940 οι Ιταλοί εκδήλωσαν μια από τις πρώτες επιθέσεις τους. Το μονοπάτι ήταν κλειστό από τα κλαδιά και τα «πατήματα» είχαν χαθεί. Μετά από μια δεκάλεπτη ανάβαση φτάσαμε στο ύψωμα και αντικρίσαμε τους πέτρινους τοίχους. Το φυλάκιο ήταν ακόμα όρθιο, αλλά χωρίς στέγη, πόρτες και παράθυρα.

Μπροστά από το φυλάκιο στέκει ακόμα όρθια, αλλά «λαβωμένη», η σκοπιά του 40. Όταν πλησιάσαμε, περιεργαστήκαμε τον χώρο και με έκπληξη διακρίναμε καθαρά το όνομα ενός στρατιώτη, που βρέθηκε εκεί την ιστορική εκείνη μέρα. Χωρίς να το γνωρίζει πέρασε στην ιστορία από μια κίνηση που έκανε την ώρα της αγωνιώδους βάρδιας του. Έγραψε το όνομά του με μια πρόκα στον  σοβά της σκοπιάς. Έγραψε τη σειρά του, τη χρονολογία και το χωριό του: Βασίλειος Χαλβατζής από το Στρυμονικό Σερρών.

Αναζητήσαμε τον  όνομά του στα αρχεία και με χαρά διαπιστώσαμε ότι ο τότε 19χρονος Χαλβατζής ήταν υπαρκτό πρόσωπο του ’40 και πράγματι είχε υπηρετήσει στη συγκεκριμένη μονάδα. Δυστυχώς σήμερα δεν είναι πια στη ζωή. Ήταν ένας από τους δώδεκα που επέζησαν από τον λόχο του και έζησε όλη την ένταση και τη φρίκη του πολέμου. Είχε χάσει μέρος της ακοής του από τους σφοδρούς βομβαρδισμούς, αλλά κατάφερε μετά τη συνθηκολόγηση με τους Γερμανούς να φτάσει με τα πόδια στο χωριό του μέσω της Πίνδου. Έζησε το υπόλοιπο της ζωής του ως αγρότης και ασχολήθηκε με τα καπνά. Έκανε δύο αγόρια και απέκτησε έξι εγγόνια, που μας έδωσαν τις φωτογραφίες του. Ακόμα τον θυμούνται να τους μιλάει για τους χαμένους συμπολεμιστές του και το πυκνό χιόνι που είχε γίνει κατάμαυρο από τις οβίδες.

Στην περιήγηση είχαμε κοντά μας τον αντισυνταγματάρχη ε.α Αθανάσιο Λάκκα που γνώριζε την περιοχή και μας βεβαίωσε ότι σε εκείνο το σημείο δόθηκε μια από τις πρώτες μάχες του πολέμου. Ο λόχος που επάνδρωνε το φυλάκιο βρέθηκε στο στόχαστρο του ιταλικού πυροβολικού, αλλά αμύνθηκε. Μάλιστα ανταπέδωσε τα πυρά όταν ξεπρόβαλαν τα τεθωρακισμένα της Ιταλικής φάλαγγας. Μπροστά και κάτω από το φυλάκιο η περιοχή ήταν παγιδευμένη με νάρκες και κυρίως με τάφρους που είχαν ανοίξει λίγους μήνες πριν οι κάτοικοι με τις οδηγίες του στρατού. Εκεί μέσα έπεσαν τα τανκς που επιχείρησαν εισβολή, ακινητοποιήθηκαν και βγήκαν εκτός μάχης από τους Έλληνες φαντάρους. Μετά τη λήξη του πολέμου το φυλάκιο εγκαταλείφθηκε και σήμερα κινδυνεύει με κατάρρευση. Αρχικά ανήκε στη δικαιοδοσία του στρατού, αλλά πλέον έχει περάσει στην ευθύνη της Αρχαιολογικής υπηρεσίας καθώς στην περιοχή υπάρχουν αρχαιολογικά ευρήματα που συνδέονται με την παρουσία του βασιλιά Πύρρου, ο οποίος απ΄αυτό το σημείο πέρασε τον στρατό του στη μεγάλη εκστρατεία κατά της Ρώμης. Το φυλάκιο «Πανταζή», όπως είναι η επίσημη ονομασία, θα μπορούσε να συντηρηθεί και με την κατάλληλη οργάνωση και φροντίδα να γίνει ένα ζωντανό μουσείο ιστορίας ακριβώς πάνω στο πεδίο της μάχης του 1940. Προϋπόθεση για αυτό είναι κάποιος να ενδιαφερθεί πέρα από τις πατριωτικές ομιλίες και τις παρελάσεις. 

Η πρώτη νίκη του μετώπου και τα 75 γαϊδουράκια!

«Ξημέρωνε 28 Οκτώβρη, ο καιρός ήταν βροχερός κατά τις πέντε το πρωί άρχισε να ακούγεται ο κρότος των πολυβόλων και τα λιανοντούφεκα. Ο κόσμος δεν ήξερε περί τίνος πρόκειται ακόμη και αυτός ο διοικητής του λόχου προκαλύψεως που έδρευε στο Νεστόριο δεν γνώριζε, γιατί τότε στο χωριό μας δεν υπήρχαν ούτε ραδιόφωνα».
Είναι γραπτή μαρτυρία για τις πρώτες στιγμές του πολέμου στο Νεστόριο, του 55αχρονου τότε Ιωάννη Λιάμμου, ο οποίος κατέγραψε με κάθε λεπτομέρεια την επίθεση των Ιταλών και τους βομβαρδισμούς στο Νεστόριο, την προσφορά των κατοίκων με τις μεταφορές εφοδίων και πυρομαχικών στους στρατιώτες που μάχονταν στην πρώτη γραμμή. Τη γραπτή μαρτυρία που αποτελεί σημαντικό ιστορικό ντοκουμέντο για τις στρατιωτικές επιχειρήσεις με τη συμμετοχή του άμαχου πληθυσμού ως υποστήριξη στην ανατολική πλευρά του Γράμμου, διέσωσε ο πρώην δήμαρχος Νεστορίου Χρήστος Γκοσλιόπουλος.
«Οι Ιταλοί επιτέθηκαν στο φυλάκιο της «Xελώνας» που βρίσκεται στο Γιαννοχώρι στο Γράμμο, το φυλάκιο ειδοποιεί τον διοικητή του λόχου που κοιμάται στο σπίτι του Λιάππα. Αμέσως δίδει τις σχετικές διαταγές στους άντρες του και με το άλογο του ξημερώματα αναχωρούν για το φυλάκιο. Ο λοχαγός Στασινόπουλος με τους άνδρες του και με όλες τις εφεδρείες του λόχου που έφτασαν αργότερα από το Νεστόριο καταφέρνουν να επανακαταλάβουν το ακριτικό φυλάκιο».
Πρόκειται για την πρώτη νίκη του ελληνικού στρατού που καταγράφεται την πρώτη κιόλας μέρα του πολέμου. Όταν το απόγευμα της ιδίας ημέρας θυροκολλείται σε όλο το χωριό η διαταγή επιστρατεύσεως οι κάτοικοι αντιλαμβάνονται ότι η Ελλάδα βρίσκεται σε πόλεμο με την Ιταλία.
Η περιγραφή του Ιωάννη Λιάμμου για το κλίμα και την εικόνα της μικρής κωμόπολης την πρώτη ημέρα του πολέμου είναι λιτή.
«Την επόμενη μέρα στις 29 Οκτώβρη φθάνει στο χωριό η 9η Μεραρχία και το αρχηγείο της με διοικητή τον συνταγματάρχη Μπιγέτη, όπου εγκαθίστανται στο κτίριο της κοινότητας, ενώ συγκροτείται ορεινό χειρουργείο και μικρό νοσοκομείο στο δημοτικό σχολείο του χωριού. Αμέσως δημιουργείται υπηρεσία από τον άμαχο πληθυσμό για την εξυπηρέτηση του στρατού με επικεφαλής τον έφεδρο λοχία Στέργιο Παπατέρπο. Συμμετέχουν άνδρες και γυναίκες που ξέρουν κάθε σπιθαμής γης και τα μονοπάτια του Γράμμου για τη μετακίνηση των τμημάτων του στρατού προς την πρώτη γραμμή που οδηγούν στη Σλημίτσα, το Μονόπυλο, την Καλήβρυση και τη Διποταμία».
Πρόκειται για ορεινά χωριά που δεν είχαν οδικό δίκτυο παρά μόνο μονοπάτια που ήξεραν καλά οι ντόπιοι. Την 1η Νοέμβρη και ενώ τα στρατεύματα του συνταγματάρχη Δαβάκη αμύνονται σθεναρά στους Ιταλούς αλπινιστές της Μεραρχίας «Τζούλια» στη Φούρκα και στις γύρω πλαγιές του Επταχωρίου, μια παράτολμη επιχείρηση ετοιμάζεται στο Νεστόριο. Διατάχθηκε να συγκροτηθεί ένα κλιμάκιο από γυναίκες και μεγάλα παιδιά με κάπου 75 γαϊδουράκια -γιατί μουλάρια δεν υπήρχαν ήταν επιταγμένα – για να μεταφέρουν οπλισμό και εφόδια στην έδρα του αρχηγείου του Δαβάκη στο Επταχώρι.
Ο Ιωάννης Λιάμμος αναφέρει στο ημερολόγιο του ότι εκείνη την ημέρα ο καιρός ήταν πολύ βροχερός και το κομβόι που ξεκίνησε από το Νεστόριο θα έφτανε μετά από μια δύσκολη διαδρομή που διαρκούσε περίπου οκτώ ώρες στο Επταχώρι. Τα ιταλικά αεροπλάνα περνούσαν συχνά πάνω από το Νεστόριο αλλά μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν το είχαν βομβαρδίσει. «Ο φόρτος ήταν δυσανάλογος για τα γαϊδουράκια και όταν κατέβαιναν από την Κουρούσια στην Κοτύλη επειδή γλιστρούσε πολλά ζώα έπεφταν. Παρόλα αυτά οι γυναίκες δεν εγκατέλειψαν την προσπάθεια και κάποιες από αυτές έβαλαν μέρος του φορτίου στις πλάτες τους για να φτάσουν έγκαιρα στον προορισμό τους».
Το κομβόι με τις γυναίκες του Νεστορίου έφτασε τελικά αργά το απόγευμα στο Επταχώρι που ήταν η έδρα του αρχηγείου του συνταγματάρχη Δαβάκη.
Σύμφωνα με την αφήγηση της μάνας του Π. Μπατσόπουλου που ήταν και η πιο γριά από όλη την ομάδα, όταν ο Δαβάκης είδε τη φάλαγγα να φτάνει στο αρχηγείο του, φώναξε στους συνεργάτες του και τους είπε γεμάτος ενθουσιασμό ”να ξέρετε ότι νικήσαμε” και διέταξε να προσφέρουν στις γυναίκες σταφίδες και κονιάκ».
Την επομένη ο Δαβάκης τραυματίστηκε σοβαρά στο στήθος στο ύψωμα Π. Ηλίας στη Φούρκα όπου τελικά μετά σκληρές μάχες τριών ημερών οι Ιταλοί αλπινιστές αναγκάστηκαν σε αναδίπλωση και στη συνέχεια σε οπισθοχώρηση. Η βοήθεια των γυναικών και αγοριών του Νεστορίου ήταν μια από τις σημαντικές στιγμές του ελληνοϊταλικού πολέμου στα βουνά της Πίνδου.
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ, Σπύρος Κουταβάς

Η πρώτη μέρα του Πολέμου

Νίκος Σαραντάκος-sarantakos.wordpress

Εκείνο το πρωί όταν κατέβηκα στην τραπεζαρία του σπιτιού μας για να πιω το πρωινό και εν συνεχεία να πάρω την τσάντα μου και να φύγω για το σχολείο, βρήκα τη μητέρα μου να κλαίει.. Ο πατέρας μου είχε κι όλας φύγει για τη δουλειά του, ενώ από το ραδιόφωνό μας ακουγόταν το εμβατήριο «περνάει ο στρατός της Ελλάδος φρουρός».

«Πόλεμος!» μου λέει όταν με είδε «μας χτύπησαν οι Ιταλοί» Όταν άκουσα τα νέα, πήρα την τσάντα μου και έφυγα αμέσως για το σχολείο, ενώ εκείνη μου φώναζε ξοπίσω μου:  «Κάτσε να βάλεις κάτι στο στόμα σου!» Εμένα όμως δε με σταματούσε τίποτα.

Πηγαίνοντας προς το Γυμνάσιο, καθώς διέσχιζα την αγορά, μου έκανε εντύπωση πως όλος ο κόσμος κουβέντιαζε ζωηρά, αλλά δεν έδειχναν ούτε φόβο ούτε ηττοπάθεια, αλλά κάτι που έμοιαζε με ενθουσιασμό.

Τότε θυμήθηκα την κουβέντα που παρακολούθησα να κάνουν οι μεγάλοι, όταν προχτές πήγαμε να χαιρετίσουμε τον διευθυντή της Τράπεζας, στην οποία δούλευε ο πατέρας μου, που λεγόταν Δημήτρης, σαν και μένα. Είχαμε πάει μαζί με τη μητέρα μου και τον Χαράλαμπο και βρήκαμε εκεί μαζεμένους πολλούς: διευθυντές άλλων τραπεζών, τον Νομάρχη, τον Δεσπότη, τον υποδιοικητή της Αστυνομίας, που συζητούσαν ζωηρά. Μετά τον τορπιλισμό της «Έλλης» το Δεκαπενταύγουστο στην Τήνο, όλοι περιμέναμε πως οι Ιταλοί θα μας χτυπούσαν, αλλά τούτοι εδώ πίστευαν πως ο πόλεμος θα διαρκούσε λίγες μέρες.

«Θα πέσουν μερικές ντουφεκιές για την τιμή των όπλων κι όλα θα τελειώσουν σε λίγες μέρες» έλεγε ο διευθυντής της Εθνικής τράπεζας

Ο Γράβαλης, που έβγαζε την εφημερίδα «το Φως» είπε: «Είναι καιρός να ενταχθώμεν εις την Ευρώπην, ηνωμένην υπό μίαν σιδηράν εξουσίαν»

Είδα πως η μητέρα μου κοίταζε με μεγάλη ανησυχία τον πατέρα μου, γιατί φοβόταν πως δε θα κρατιόταν άλλο και θα ξεσπούσε. Έτσι με νοήματα συνεννοήθηκε μαζί του και με τον Χαράλαμπο και σηκωθήκαμε όλοι, τους χαιρετήσαμε και φύγαμε.

Γυρνώντας στο σπίτι τους άκουσα να κουβεντιάζουν. Ο πατέρας μου ήταν πολύ στεναχωρημένος: «Να δεις που θα μας πουλήσουν στους φασίστες, είναι βλέπεις σαρξ εκ της σαρκός τους» είπε του Χαράλαμπου. Εκείνος όμως, που είχε σπουδάσει τέσσερα χρόνια στην Ιταλία δε συμφώνησε μαζί του. Τον άκουσα που του έλεγε.

«Ξέρεις, μπορεί ο Μεταξάς να είναι φασίστας, αλλά αντίθετα με τον Μουσολίνι, την εξουσία του τη χρωστά στο βασιλιά, δηλαδή στους Άγγλους».

Με τις σκέψεις αυτές, έφτασα στο Γυμνάσιο, όπου βρήκα όλα τα παιδιά να συζητάνε ζωηρά. Χτύπησε το κουδούνι και παραταχθήκαμε για την προσευχή, κατόπιν όμως αντί να μπούμε στις τάξεις, ο Γυμνασιάρχης μας είπε πως δε θα γινόταν μάθημα, αλλά να ξανάρθουμε χωρίς τις τσάντες μας στις 12 η ώρα για να παρελάσουμε.

Με τον Κώστα και τον Στράτο, που ήμασταν γειτονόπουλα, γυρίσαμε μαζί στα σπίτια μας. Η είδηση πως είχαμε πόλεμο δε μας είχε τρομάξει αλλά πάντως μας επηρέασε και έτσι δεν κάναμε τις καθιερωμένες μας σκανταλιές, που συνοδεύαν απαραίτητα τον γυρισμό μας από το σχολείο. Δεν αγριέψαμε, γαβγίζοντας, το σκύλο του γιατρού του Αθανασίου, δε χτυπήσαμε επίμονα το κουδούνι στην εξώπορτα της κυρίας Ευτέρπης, που έμενε στο τρίτο πάτωμα του σπιτιού της και δε σπρώξαμε τα σκουπίδια που μάζευε η κυρία Γκόλφω, από την πόρτα της στην διπλανή πόρτα του κυρίου Κοντοπιάδη. Μπαίνοντας στο δρομάκο μας, τα τέσσερα ραδιόφωνα της γειτονιάς παίζανε δυνατά δημοτικά τραγούδια και εμβατήρια.

Καθώς δεν είχα φάει φεύγοντας έπεσα με τα μούτρα στην ομελέτα που μου έφτιαξε στα σβέλτα η μητέρα μου. Έτρωγα όταν μπήκε ο πατέρας μου: «Θα ξαναπάω στο Γυμνάσιο, γιατί θα κάνουμε παρέλαση» τους ανακοίνωσα.

«Πατριώτης θα μου γίνεις τώρα;» μου έβαλε πάγο η μητέρα μου, που δυσφορούσε με τις παρελάσεις που κάθε λίγο και λιγάκι οργάνωνε η ΕΟΝ και μας υποχρέωναν να πηγαίνουμε. Μου έκανε εντύπωση η κουβέντα του πατέρα μου, που τον ήξερα πως ήταν αριστερός και μισούσε το Μεταξά και την 4η Αυγούστου. «Όλοι μας είμαστε σήμερα πατριώτες» της λέει.

Στο Γυμνάσιο μαζεύτηκαν όλα τα παιδιά και ο γυμναστής μας μας είπε να παραταχθούμε κατά τάξεις. Μπήκε μπροστά η μπάντα των προσκόπων (τι μπάντα δηλαδή, την αποτελούσαν δυο τυμπανιστές, δυο σαλπιγκτές κι ένας που χτυπούσε να πιάτα) και ξεκινήσαμε. Βγαίνοντας από την αυλή του Γυμνασίου είδαμε πως η Προκυμαία ήταν γεμάτη κόσμο.  Λες και όλη η Μυτιλήνη είχε βγει στους δρόμους. Παντού επικρατούσε ο ίδιος ενθουσιασμός.

Από τα ραδιόφωνα των καφενείων και των άλλων κέντρων της Προκυμαίας, που παίζανε στη διαπασών, ακούγονταν δημοτικά τραγούδια και εμβατήρια. Μου έκανε εντύπωση πως δεν έπαιξαν ούτε το «Γιατί χαίρεται ο κόσμος» ούτε το «Εμπρός για μια Ελλάδα νέα» που ήταν τα καθιερωμένα εμβατήρια των παρελάσεων της ΕΟΝ, αλλά παλιά εμβατήρια, που εμείς δεν τα ξέραμε. Μερικά εγώ τα άκουγα να τα τραγουδά, όταν ερχόταν στο κέφι, ο θείος μου ο Αντρέας, που ήταν αξιωματικός, απότακτος του κινήματος του ΄35. Πιο πολύ όμως παίζανε δημοτικά τραγούδια, που δημιουργούσαν ατμόσφαιρα πανηγυριού.

Το βράδυ μαζεύτηκαν στο σπίτι μας συγγενείς και φίλοι  για να ακούσουμε τις ειδήσεις και να σχολιάσουν την κατάσταση. Γενικώς ήταν όλοι χαρούμενοι. Τους είχε συνεπάρει ο ενθουσιασμός με τον οποίον ο λαός αντιμετώπισε την κήρυξη του πολέμου. Ο Κανόνης ως σπουδάσας στην Ιταλία, ανάπτυξε την άποψή του

«Ο ιταλικός λαός είναι σίγουρο πως δε θέλει τον πόλεμο. Και από ιδιοσυγκρασία αλλά και γιατί πολεμά από το 1935, πρώτα στην Αβησσυνία και μετά στην Ισπανία. Μονάχα οι μελανοχίτωνες και οι λοιποί φασίστες είναι φιλοπόλεμοι, αλλά αυτοί και λίγοι είναι και στα μετόπισθεν φροντίζουν να μένουν»

Ο θείος Ανδρέας μας είπε ότι είχε παρουσιαστεί στο Φρουραρχείο κι είχε ζητήσει να καταταγεί έστω και απλός στρατιώτης. Του είπανε πως τους απότακτους του κινήματος αξιωματικούς θα τους αντιμετώπιζαν ομαδικά και όχι μεμονωμένα.  Ο θείος Θόδωρος μας είπε ότι όπως άκουσε στην αγορά οι κομμουνιστές κρατούμενοι στις φυλακές και τις εξορίες είχαν επίσης ζητήσει να στρατευτούν για να πολεμήσουν. Μου έκανε εντύπωση το ξέσπασμα του θείου Αντρέα, όταν ακούσαμε από το ραδιόφωνο πως Αρχιστράτηγος ορίστηκε ο στρατηγός Αλέξανδρος Παπάγος

«Φτου! Τον πιο απόλεμο αξιωματικό βρήκαν να βάλουν;» και στράφηκε στον πατέρα μου. «Ξέρεις, βρε Νίκο, δεν έχει ποτέ του διοικήσει μεγάλη μονάδα».

 

Έτσι πέρασε η πρώτη μέρα του πολέμου.

 

Η πρώτη μέρα των Ιταλικών βομβαρδισμών στην Πάτρα (Πηγή: onalert)

Ο Παναγιώτης Γεωργόπουλος ήταν μαθητής της τετάρτης δημοτικού όταν βομβαρδίστηκε η Πάτρα, το πρωί της 28ης Οκτωβρίου του 1940. Το σχολείο του βρισκόταν πολύ κοντά στο σημείο όπου έπεσαν βόμβες από τα ιταλικά αεροπλάνα και παρά το μικρό της ηλικίας του, οι πρώτες ώρες του βομβαρδισμού έχουν αποτυπωθεί στη μνήμη του σαν κινηματογραφική ταινία.

Αυτές τις στιγμές περιγραφεί στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, όπως και τα όσα διαδραματίστηκαν πριν από 75 χρόνια στη βομβαρδισμένη πόλη. Ο Παναγιώτης Γεωργόπουλος είχε το θάρρος, όχι μόνο να βρεθεί στο σημείο που έπεσε μία από τις βόμβες, αλλά και να περπατήσει μόνος του μέσα στην πόλη, μέχρι να επιστρέψει στο σπίτι του. Άλλωστε, η σύλληψη του πατέρα του από την αστυνομία, λόγω των δημοκρατικών πεποιθήσεών του, μία εβδομάδα πριν ξεσπάσει ο πόλεμος, αλλά και η έρευνα που έκαναν οι αστυνομικοί στη σχολική τσάντα του, άρχισαν να χαράσσουν βαθιά στη μνήμη του όσα ξεκινούσαν να διαδραματίζονται.

Επίσης, ο Παναγιώτης Γεωργόπουλος μιλάει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ και για την κοινότητα των Ιταλοπατρινών, που τότε έφθαναν περίπου τους 10.000.
Η Πάτρα ήταν η πρώτη πόλη που βομβάρδισε η ιταλική αεροπορία λίγες ώρες αφότου ξέσπασε ο πόλεμος και ο ίδιος θυμάται:

«Στις 8 το πρωί ξεκίνησα από το σπίτι μου, που τότε βρισκόταν στην οδό Παπαρρηγοπουλου, στο κέντρο της πόλης, για να πάω με τα πόδια στο σχολείο μου το “Στρούμπειο” δημοτικό, που βρισκόταν στη διασταύρωση των οδών Μαιζώνος και Σατωβριάνδου. Φθάνοντας στην πλατεία Όλγας, σταμάτησα στο περίπτερο του Τσακανίκα, που βρισκόταν στη διασταύρωση των οδών Ρήγα Φεραίου και Κολοκοτρώνη. Εκεί συζητούσαν κάποιοι άνδρες γύρω από το περίπτερο και άκουσα τη λέξη “πόλεμος”. Συνέχισα τη διαδρομή μου για το σχολείο και πριν μπούμε στις αίθουσες, την ώρα δηλαδή της προσευχής, μας έβγαλε λόγο μία δασκάλα. Θυμάμαι και το όνομά της, η κυρία Κλεονίκη. Μας μίλησε για την πατρίδα μας, την ελευθερία, για τον πόλεμο που είχε κηρυχθεί, αλλά και για αγώνες. Όμως, εμείς δεν ξέραμε τι πάει να πει πόλεμος, δεν τα ξέραμε αυτά, δεν τα καταλαβαίναμε. Στο πρώτο διάλειμμα, λίγο μετά τις 9 το πρωί, θυμάμαι την πρώτη εικόνα. Εκεί είδα σε μία γωνία του προαυλίου τον συμμαθητή μου τον Λορέντζο, που ήταν Ιταλοπατρινός, να τον έχουν στριμώξει κάποια παιδιά και να τον βρίζουν, χωρίς όμως να τον προπηλακίζουν. Μόλις πήγα να τον πλησιάσω, γιατί πάντα τον έβλεπα με καλή διάθεση, ακούσαμε έναν βόμβο να έρχεται από τον ουρανό, χωρίς να ξέρουμε τι είναι. Σε λίγο είδαμε να εμφανίζονται πάνω από τα κεφάλια μας αεροπλάνα. Είχαμε ακούσει για αεροπλάνα, αλλά τα βλέπαμε για πρώτη φορά. Τότε αποσπάστηκε η προσοχή μας από τον Λορέντζο και κοιτούσαμε συνεχώς προς τον ουρανό. Βλέποντας λοιπόν τα αεροπλάνα, διακρίναμε στην ουρά τους έναν σταυρό και πιστέψαμε πως ήταν ελληνικά. Έτσι αρχίσαμε να τα χαιρετάμε, φωνάζοντας ταυτόχρονα “ζήτω”. Το βλέμμα μου είχε “κολλήσει” πάνω στα αεροπλάνα, που πετούσαν στο ύψος της ακτογραμμής της Πάτρας. Εκείνη τη στιγμή, βλέπω να πέφτει από ένα αεροπλάνο ένα μαύρο πράγμα και φωνάζω: “Κάποιος πήδηξε από το αεροπλάνο”. Δεν πήγε το μυαλό μας ότι ήταν βόμβα, που ξεκίνησε να πέφτει. Τελικά, ήταν η πρώτη βόμβα που έπεσε στην Πάτρα, κοντά στην Αγγλικανική Εκκλησία, στη διασταύρωση των οδών Αγίου Ανδρέου και Σατωβριάνδου. Μέχρι να συνειδητοποιήσουμε τι είχε γίνει, η βόμβα είχε πέσει. Ακούσαμε έναν τρομερό θόρυβο και είδαμε μία μαύρη στήλη καπνού, σαν πίδακας. Ταυτόχρονα, άρχισαν να σπάνε τα τζάμια του σχολείου και να τραυματίζονται παιδιά. Τότε δημιουργήθηκε πανικός και τα περισσότερα παιδιά άρχισαν να κλαίνε. Εγώ, όμως, όχι. Δεν φοβήθηκα, γιατί πίστεψα πως ήταν κανονιά από τα αντιαεροπορικά που είχαμε ακούσει ότι είχαν τοποθετηθεί στον κυματοθραύστη του λιμανιού. Αμέσως μετά πήγα στην αίθουσα, πήρα τη σάκα μου και έφυγα από το σχολείο».

Όμως, ο Παναγιώτης Γεωργόπουλος δεν πήγε προς το σπίτι, όπως έκαναν τα άλλα παιδιά. Ήθελε να δει από κοντά τι είχε συμβεί: «Αντί, λοιπόν, να πάω στο σπίτι μου, κατέβηκα την οδό Σατωβριάνδου και κατευθύνθηκα προς την Αγγλικανική Εκκλησία για να δω τι είχε γίνει εκεί κάτω, από όπου είχε ακουστεί το μεγάλο μπουμ. Πλησιάζοντας προς την εκκλησία, είδα γκρεμισμένους τοίχους και έναν μεγάλο λάκκο, επί της οδού Αγίου Ανδρέου, από όπου είχε αρχίζει να αναβλύζει νερό, διότι προφανώς είχε χτυπηθεί κάποιος αγωγός ύδρευσης. Ήταν ακριβώς το σημείο όπου είχε πέσει η βόμβα». «Δεν εντυπωσιαζόμουν με αυτά που έβλεπα και αποφάσισα να επιστρέψω στο σπίτι μου» αναφέρει. Τότε ήταν που είδε από κοντά ένα από τα θύματα του βομβαρδισμού. «Προχωρώντας, είδα σε μία γωνία έναν άνθρωπο που έμοιαζε με ζητιάνο. Άλλωστε η Πάτρα τότε ήταν γεμάτη με ζητιάνους. Ο άνθρωπος αυτός καθόταν ακουμπισμένος με την πλάτη στον τοίχο. Πλησιάζοντας προς το μέρος του, είδα πως ήταν ακρωτηριασμένος, μέσα σε μία λίμνη αίματος. Αυτός ήταν ένας από τους “τύπους” της Πάτρας, ο “Γιάννης ο Θεός”, όπως τον αποκαλούσαν, γιατί γύριζε μέσα στην πόλη, αγόρευε και έλεγε πως ήταν ο Θεός» προσθέτει.

Ο Παναγιώτης Γεωργόπουλος συνέχισε τη διαδρομή του μέσα στη βομβαρδισμένη πόλη και έπειτα από λίγη ώρα έφθασε στο σπίτι του. «Ο πατέρας μου, ο οποίος ήταν δάσκαλος, δεν βρισκόταν στο σπίτι διότι είχε συλληφθεί μία εβδομάδα πριν από την κήρυξη του πολέμου, διότι ήταν αριστερός. Η μητέρα μου, που ήταν και αυτή δασκάλα σε σχολείο στην περιοχή του Ζαβλανίου, όταν έφθασε στο σπίτι, δεν με βρήκε εκεί και πίστεψε πως είχα σκοτωθεί. Όταν, λοιπόν, με είδε να μπαίνω απαθέστατος στο σπίτι, γιατί δεν είχα συνειδητοποιήσει τον κίνδυνο, έπεσε πάνω μου και άρχισε να με φιλάει και να με αγκαλιάζει. Σε λίγη ώρα ήλθε στο σπίτι μας η γυναίκα ενός αξιωματικού της αστυνομίας που έμενε δίπλα μας και είπε στη μητέρα μας να ετοιμάσουμε τα πράγματά μας για να φύγουμε. Τι είχε γίνει. Ο αστυνομικός είχε επιτάξει ένα από τα ελάχιστα αστικά λεωφορεία για να μεταφέρει την οικογένειά του ίδιου, αλλά και τους γείτονες της οδού Παπαρρηγοπούλου, μακριά από το κέντρο της Πάτρας. Μπήκαμε, λοιπόν, στο λεωφορείο, το οποίο άρχισε να διασχίζει το κέντρο της πόλης, με προορισμό κάποια γειτονική κοινότητα. Όταν φθάσαμε στην οδό Γούναρη, λίγο πιο πάνω από το δικαστικό μέγαρο, είδαμε ένα άλλο λεωφορείο, γεμάτο επιβάτες, να καίγεται. Εκείνη τη στιγμή, ο οδηγός του λεωφορείου άρχιζε να φωνάζει και να μας ζητάει να μην ακουμπάμε ότι είναι μεταλλικό. Εκεί είχε πέσει μία ακόμη βόμβα, με αποτέλεσμα να πιάσει φωτιά το λεωφορείο και να πέσουν στο οδόστρωμα τα καλώδια του δικτύου ηλεκτρισμού. Αφού καταφέραμε να περάσουμε, χωρίς να πάθουμε κάτι, συνεχίσαμε προς την περιοχή της Οβρυάς. Κατά τη διάρκεια της διαδρομής βλέπαμε πάρα πολλούς ανθρώπους να κατευθύνονται πεζοί προς περιοχές εκτός Πατρών για να γλιτώσουν από τους βομβαρδισμούς. Όταν, λοιπόν, φθάσαμε στην Οβρυά, μείναμε στο σπίτι των κουμπάρων μας, όπου εκεί αισθανόμασταν πιο ασφαλείς» επισημαίνει.

 

Όπως αναφέρει στη συνέχεια ο Παναγιώτης Γεωργόπουλος, «τα ιταλικά αεροπλάνα βομβάρδισαν πάλι την Πάτρα δύο ακόμη φορές, μέσα στις επόμενες ημέρες, αλλά η πόλη ήταν σχεδόν άδεια, αφού οι περισσότεροι είχαν φύγει». Όμως κάποιοι, σύμφωνα με τον ίδιο, «που αποφάσισαν να επιστρέψουν στα σπίτια τους, για να τα κλειδώσουν και να πάρουν κάποια ρούχα συνάντησαν μόνο γάτες, που περιπλανιόντουσαν στους δρόμους».

Ο Παναγιώτης Γεωργόπουλος θυμάται πως την πρώτη ημέρα του πολέμου έπεσαν πολλές βόμβες στην Πάτρα, αλλά εκείνο που του έκανε εντύπωση είναι ότι βομβαρδίστηκε και η ιταλική συνοικία της πόλης, που βρισκόταν κοντά στην Αγγλικανική Εκκλησία. Μάλιστα, «πάνω από 30 Ιταλοπατρινοί έχασαν εκείνη την ημέρα τη ζωή τους από τους βομβαρδισμούς των ιταλικών αεροπλάνων». Όπως θυμάται, «μία ακόμα βόμβα που έπεσε στην περιοχή της Τριών Ναυάρχων, κτύπησε ένα μηχανουργείο ιδιοκτησίας Ιταλοπατρινών».

«Ήταν τόσες πολλές οι βόμβες που έπεσαν εκεί που έμεναν οι Ιταλοπατρινοί, λες και τα ιταλικά αεροπλάνα είχαν βάλει στο στόχαστρό τους την συγκεκριμένη περιοχή» σημειώνει και συνεχίζει: «Τότε στην Πάτρα των 60.000 κατοίκων, οι 10.000 ήταν Ιταλοπατρινοί και μόλις ξέσπασε ο πόλεμος, η αστυνομία συνέλαβε όσους μπορούσε από αυτούς που μιλούσαν ιταλικά ή ήξεραν πως ήσαν Ιταλοί και τους έκλεισαν στο σημερινό σχολικό συγκρότημα “Τεμπονέρα”. Εκεί είχε δημιουργηθεί το πρώτο στρατόπεδο συγκέντρωσης των Ιταλοπατρινών. Ένας από τους στρατιώτες-φρουρούς τού στρατοπέδου ήταν αδελφός του πατέρα μου και μου περιέγραψε, μετέπειτα, πώς ήταν εκεί μέσα η κατάσταση. Πολλοί, λοιπόν, φώναζαν “γιατί μάς πιάσατε, εμείς δεν είμαστε Ιταλοί, είμαστε καθολικοί, αλλά είμαστε Ελληνες, έχουμε διαβατήριο και ταυτότητα ελληνική”». Σε αυτό το σημείο, ο Παναγιώτης Γεωργόπουλος επισημαίνει ότι το φασιστικό καθεστώς του Μουσολίνι είχε φτιάξει, προ του πολέμου, στην Πάτρα μία φασιστική ομάδα, το λεγόμενο «Φάτσιο». «Ορισμένοι νεολαίοι φασίστες κατάφεραν να κρυφτούν την πρώτη ημέρα του πολέμου και μάλιστα επιτέθηκαν στην έδρα του 12ου Συντάγματος στην περιοχή των συνόρων, όπου εκεί έγινε μία μικροσυμπλοκή και σκότωσαν με μία χειροβομβίδα έναν Έλληνα δεκανέα. Παράλληλα, τα περισσότερα μέλη του “Φάτσιο” είχαν συγκεντρωθεί σε μία βίλα στην περιοχή που σήμερα είναι το νοσοκομείο “Άγιος Ανδρέας”. Όμως εκεί πήγε η αστυνομία και τους συνέλαβε».

«Θέλω να σταθώ και σε ένα ακόμη γεγονός της πρώτης ημέρας του πολέμου», τονίζει: «Εκείνη, λοιπόν, την ημέρα τα δύο σχολεία που φοιτούσαν τα παιδιά των Ιταλοπατρινών ήταν κλειστά. Κάποιοι είχαν πει πως οι Ιταλοί τούς είχαν ειδοποιήσει για τον βομβαρδισμό. Όμως, πρέπει να σας πω, ότι η 28η Οκτωβρίου ήταν ημέρα αργίας για το φασιστικό καθεστώς του Μουσολίνι. Οι φασίστες εκείνη την ημέρα εόρταζαν την κάθοδο των φαλαγγών από βορρά προς νότο, οι οποίες στη συνέχεια κατέλαβαν τη Ρώμη. Έτσι, λοιπόν, εκείνη την ημέρα οι μαθητές των ιταλικών σχολείων είχαν πάει εκδρομή στο Χαλίλι, δηλαδή στη σημερινή Αρόη, ενώ στην συνοικία των Ιταλοπατρινών είχε γίνει μακελειό».

Ακόμη, ο Παναγιώτης Γεωργόπουλος περιγράφει πώς οι Ιταλοί εκτέλεσαν τον πατέρα του, Γιάννη Γεωργόπουλο, αφού γνώριζαν από τα έγγραφα της αστυνομίας πως ήταν αριστερός: «Κατά τη διάρκεια της κατοχής μέναμε σε ένα σπίτι στο Μιντιλόγλι, κοντά στην Πάτρα. Μία μέρα ήλθε ένας Ιταλός καραμπινιέρος και αναζητούσε τον πατέρα μου. Ο πατέρας μου έμαθε ότι τον αναζητούσαν και όταν τον είδε τον Ιταλό τού φώναξε και του είπε ότι αυτός είναι ο Γεωργόπουλος που έψαχνε. Στη συνέχεια του είπε να καθίσει και ζήτησε από τη μητέρα μου να του φτιάξει καφέ. Φεύγοντας ο Ιταλός είπε στον πατέρα μου να περάσει, όποτε μπορεί, από την ιταλική διοίκηση. Έπειτα από λίγες ημέρες ο πατέρας μου έμαθε ότι οι Ιταλοί είχαν συλλάβει έναν Γιάννη Γεωργόπουλο, επίσης δάσκαλο, και αμέσως κατάλαβε ότι είχαν συλλάβει λάθος άνθρωπο, γνωρίζοντας ότι ήθελαν να συλλάβουν τον ίδιο, λόγω των δημοκρατικών του πεποιθήσεων. 

Πήρε, λοιπόν, τα απαραίτητα και πήγαμε μαζί μέχρι την ιταλική διοίκηση, στην πλατεία Αγίου Γεωργίου, στην Πάτρα. Εκείνη τη στιγμή έβγαινε από τις σκάλες ένας κρατούμενος και ο πατέρας μου κατάλαβε πως ήταν ο συνονόματός του. Απευθυνόμενος προς τον διερμηνέα, του λέει πως “λάθος άνθρωπο συλλάβατε, διότι εγώ είμαι αυτός που θέλετε”. Στη συνέχεια συνέλαβαν τον πατέρα μου και τον οδήγησαν στις φυλακές Μαργαρίτη, που βρίσκονταν στην οδό Λόντου, κοντά στο Κάστρο. Έπειτα από περίπου έναν χρόνο μετέφεραν τον πατέρα, μαζί με άλλους κρατούμενους, στην Ακροναυπλία, όπου έμειναν για μακρό χρονικό διάστημα. Στην συνέχεια τούς μετέφεραν σε ένα στρατόπεδο πολιτικών κρατουμένων, έξω από τη Λάρισα. Το 1943 έγινε σαμποτάζ κοντά στο Κούρνοβο, όπου ανατινάχθηκε μία σήραγγα τη στιγμή που περνούσε ένα τρένο γεμάτο Ιταλούς. Σε αντίποινα οι Ιταλοί πήραν 106 κρατούμενους, ανάμεσα στους οποίους ήταν και ο πατέρας μου και τους εκτέλεσαν».

Κλείνοντας την αφήγησή του, ο Παναγιώτης Γεωργόπουλος δίνει τη δική του ερμηνεία για τον ενθουσιασμό που επικρατούσε τις πρώτες ώρες από την έναρξη του πολέμου: «Είχε προηγηθεί ο τετραετής διωγμός των δημοκρατικών πολιτών από το καθεστώς του Μεταξά και ως εκ τούτουη 28η Οκτωβρίου του 1940 ήταν η ημέρα που οι πολίτες απέκτησαν και πάλι ατομικές ελευθερίες. Αυτοί, λοιπόν, που μέχρι χθες τούς κυνηγούσαν, τους έβαζαν φυλακή και τους έδερναν, πήραν όπλο στα χέρια τους και πήγαιναν γεμάτοι ενθουσιασμό να πολεμήσουν τους φασίστες».

 
 
Η πρώτη μέρα του πολέμου του ’40 στα Μεσόγεια

 

Η αφήγηση αυτή του Σωτηρίου Αθανασίου Κόλλια έγινε στον γνωστό Μεσογείτη συγγραφέα Κωνσταντίνο Τσοπάνη ο οποίος την παραχώρησε ευγενικά για δημοσίευση στο notioanatolika.gr

«Τον Οκτώβριο του 1940 ήμουν μαθητής της Τρίτης τάξεως του Δημοτικού Σχολείου Καλυβίων και θυμάμαι ότι εκείνη τη Δευτέρα της 28ης Οκτωβρίου, καθώς παίζαμε με τα άλλα παιδιά στην αυλή του σχολείου στο διάλλειμα, ακούσαμε έναν πολύ δυνατό κρότοι από τη μεριά της Αθήνας που μας τρομοκράτησε όλους.

Οι δάσκαλοι έτρεξαν στην αυλή να μας μαζέψουν και να δουν τι είχε γίνει και τότε διακρίναμε ένα σμήνος αεροπλάνων που πετούσε επάνω από την Πεντέλη με πορεία προς τα Μεσόγεια.

Όταν έφτασαν στη Ρίζαγκιάκου είδαμε ότι ήταν δέκα αεροπλάνα που αφού πέρασαν πάνω από το Πανί έφυγαν προς Πελοπόννησο. Αργότερα μάθαμε ότι ήταν τα πρώτα εχθρικά ιταλικά αεροπλάνα που βομβάρδισαν μια στρατιωτική βάση στην Αθήνα.

Σε λίγο άρχισαν να χτυπούν οι καμπάνες της εκκλησίας κι ήρθε ένας από την πλατεία να μας ενημερώσει ότι είχαμε πόλεμο αφού οι Ιταλοί είχαν εισβάλλει στην Ήπειρο. Η ζωή μας όλη άλλαξε μέσα σε ένα λεπτό κι ο φόβος με τον πανικό πήραν τη θέση των παιχνιδιών.

Ο διευθυντής του σχολείου Διονύσιος Καμπάς έδωσε διαταγή να πάρουμε τα πράγματα μας και να πάμε αμέσως στα σπίτια μας. Καθ’ οδόν βλέπαμε τους δρόμους και την πλατεία να έχουν γεμίσει κόσμο αναστατωμένο που ρωτούσε να πληροφορηθεί τι γινόταν.

Η καμπάνα της εκκλησίας συνέχιζε να χτυπά και οι άνθρωποι εγκατέλειπαν τις δουλειές τους στα χωράφια και γύριζαν στο χωριό με τις σούστες, τα γαϊδούρια, με τα πόδια, να δουν τι γίνεται. Οι χωροφύλακες είχαν ξαμολυθεί στα σπίτια και μοίραζαν δελτία επιστρατεύσεως.

Το απόγευμα είχαν συγκεντρώσει στην πλατεία όλα τα άλογα και τα μουλάρια για να δούν ποια θα επιτάξουν για τον πόλεμο. Μια επιτροπή από αξιωματικούς του ιππικού διάλεγε κι έπαιρνε τα πιο γερά, αφήνοντας πίσω λιγοστά κι αδύνατα ζώα. Επίσης επίταξαν τα λιγοστά αυτοκίνητα που είχαν τότε οι Καλυβιώτες.

Εκείνο το βράδυ ζήσαμε τις πιο συγκινητικές σκηνές στην πλατεία του χωριού. Αγκαλιές, φιλιά, κλάματα και οδυνηροί αποχαιρετισμοί των μανάδων και των παιδιών που έφευγαν για το μέτωπο.

Θυμάμαι το πρώτο αυτοκίνητο που είχε σταθμεύσει μπροστά στο καφενείο του Τασ Πέτρου, βόρεια της εκκλησίας και τον Δημήτρη Στ. Μιχάλη (Σταμαγκλιάτη) που ανέβηκε πρώτος στην καρότσα χορεύοντας και τραγουδώντας το τραγούδι «Του Αητού ο γυιός!» για να δώσει θάρρος και στους άλλους. Απέναντι, στα σκαλοπάτια της εκκλησίας καθόταν ο Τάσος Μ. Κόλλιας, ο βιολιτζής και τραγουδούσε το τσάμικο «Εμένα να με κλάψετε».

Μόλις το αυτοκίνητο γέμισε, ξεκίνησε για την Αθήνα και μέχρι που χάθηκε από τα μάτια μας ακούγαμε τον θόρυβο της μηχανής και τους άντρες να τραγουδούν το εμβατήριο. Το ίδιο έγινε και τις επόμενες ημέρες έως ότου έφυγαν όλοι οι άνδρες για το μέτωπο και τις διάφορες υπηρεσίες του στρατού.

Οι δουλειές σταμάτησαν αφού δεν υπήρχαν άλογα για το όργωμα κι ήταν εποχή της σποράς, ενώ πίσω είχαν μείνει μόνο οι γέροντες και τα γυναικόπαιδα. Και τα ιταλικά αεροπλάνα που έκαναν συχνές επιδρομές βομβαρδίζοντας ελληνικές βάσεις σε Αθήνα, Πειραιά, Χασάνι (Ελληνικό), Τατόι κι όπου αλλού.

Μας βομβάρδιζαν ανηλεώς και θυμάμαι μια μέρα πριν προφτάσουμε να μπούμε στο καταφύγιο της Μαυρίκεζας, ένα ιταλικό αεροπλάνο που πετούσε χαμηλά μας εντόπισε κι άρχισε να μας πολυβολεί για να μας σκοτώσει κι ας ήμασταν άμαχος πληθυσμός.

Οι ξένοιαστες ημέρες με τις κυριακάτικες παρελάσεις της ΕΟΝ στην πλατεία που εντυπωσίαζαν τόσο εμάς τα παιδιά, είχαν φύγει ανεπιστρεπτί. Οι Ιταλοί εισβολείς μας έκλεψαν τα παιδικά μας χρόνια και μας έριξαν στην κόλαση του πολέμου για να δοξάσουν τον υπερφίαλο ηγέτη τους».

Ο γηραιότερος δημοσιογράφος στην Ελλάδα θυμάται

Την ημέρα του πολέμου

Ως έφεδρος ανθυπολοχαγός πεζικού στρατεύθηκα, τονίζει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, τον Αύγουστο 1940 και έλαβα μέρος στη Μάχη της Πίνδου. Τραυματίστηκα, προσθέτει, με διαμπερές τραύμα στα μαλακά του λάρυγγα στην Αλβανία και μετά από άδεια επανήλθα στο Κεντρικό Μέτωπο και έλαβα μέρος στην Απόκρουση της Εαρινής Επίθεσης του Μουσολίνι. Πιο αναλυτικά, ο ίδιος μας λέει, απαντώντας στο ερώτημα, πού βρισκόταν την πρώτη ημέρα του πολέμου με τους Ιταλούς το 1940, τα εξής:

«Βρισκόμουν από τις 26 Οκτωβρίου 1940 στο Αμύνταιο, ως ανθυπολοχαγός, διοικητής διμοιρίας του ΙΙ τάγματος του 52ου Συντάγματος Λαρίσης. Τα ξημερώματα της 28ης Οκτωβρίου ακούμε τα κανόνια. Ήρθαν και πήραν από το Αμύνταιο όλο το Τάγμα με προορισμό την Καστοριά. Στο χωριό Βασιλειάδα της Καστοριάς και υπό τους ήχους των κανονιών, γυναίκες χωρίς κανένα φόβο και με χαμόγελα, μας κερνούσαν τσίπουρο και γλυκό του κουταλιού ευχόμενες καλή νίκη. Στη συνέχεια, υπό δυνατή βροχή και αφού βαδίζαμε όλη τη νύχτα μέσα στη λάσπη, φτάσαμε στο Νεστόριο, προς τα ξημερώματα οι πρώτοι και την άλλη μέρα το μεσημέρι, οι δεύτεροι? Συνεχίσαμε την πορεία μας, μέσα σε ρέματα και πλαγιές και καταλήξαμε στο Επταχώρι, με τη διμοιρία μου όπου τοποθετήθηκα ως προστασία της Ι Μεραρχίας. Εκεί πήραμε και το βάπτισμα του πυρός καθώς η Ι Μεραρχία έκανε και την πρώτη επίθεση κατά των Ιταλών».

Οι γυναίκες της Πίνδου

Ιδιαίτερη αναφορά ο Λάζαρος Αρσενίου κάνει, μετά από σχετική ερώτηση, για τις γυναίκες της Πίνδου.

Στο Επταχώρι, όπως γράφω και στο βιβλίο μου, «Η νίκη της Ελλάδας το 1940-41 στον πόλεμο με την Ιταλία», τονίζει κατηγορηματικά, «γυναίκες περιποιούνται τραυματισμένους, άλλες ζυμώνουν μέρα νύχτα στον στρατιωτικό φούρνο που εγκαταστάθηκε κατόπιν στο χωριό, και τροφοδοτεί τον τομέα Πίνδου – Γράμμου, άλλες μαγειρεύουν ή εκτελούν ποικίλες εργασίες, απαραίτητες για τα τμήματα που μάχονται. Τις εργασίες αυτές έπρεπε να τις εκτελούν στρατιώτες. Αλλά με την εξέλιξη στο Κεντρικό Μέτωπο στάλθηκαν όλοι τους στην πρώτη γραμμή. Η παραμέληση της Πίνδου από την ηγεσία δημιούργησε και επ’ αυτού κενό, αλλά το κάλυψαν οι γυναίκες. Και μετέχουν έτσι και οι γυναίκες στη νίκη της Πίνδου». Εικοσιπέντε χρόνια περίπου αφού τελείωσε ο πόλεμος και είχα στη διάθεσή μου αυτοκίνητο επισκέφθηκα την περιοχή και τις πήρα συνέντευξη, συνομίλησα μαζί τους, προσθέτει με συγκίνηση. Οι γυναίκες είχαν να αφηγηθούν πολλά. Δυστυχώς δεν χωρούσαν όλα εδώ ενώ δεν έγινε προσπάθεια για να καταγραφούν και να μαθαίνουν όλοι την συμμετοχή των γυναικών της Πίνδου στον πόλεμο.

Παρακάτω παρουσιάζω κάποιες αφηγήσεις γυναικών, διαβάζοντάς τες από το παραπάνω βιβλίο μου:

«Η Κατερίνη Κωστάρα, 40 χρονών τότε, γυναίκα του προέδρου αφηγήθηκε:
– Εκεί που ήμασταν κρυμμένες στο δάσος με τα παιδιά, μας ειδοποιούν να γυρίσουμε στο χωριό. Ήρθε, μας είπαν, ο στρατός μας και χρειάζεται να τον βοηθήσουμε. Πήραμε όλες θάρρος και γυρίσαμε. Όταν, κατόπιν, μας είπαν ότι η βοήθεια είναι να μεταφέρουμε πυρομαχικά, πήγαμε πρόθυμα όλες οι γυναίκες.

Η Γλυκερία Ευαγγέλου προσθέτει:
– Στην μεταφορά πήγαν μόνο οι γερές γυναίκες, 20 μέχρι 40 χρονών. Αλλά αυτές είχαν μικρά παιδιά. Άλλη τρία, άλλη τέσσερα. Εγώ είχα πέντε και το μεγαλύτερο μόλις οχτώ χρονών. Τα παρατήσαμε, όμως, και πήγαμε στην μεταφορά. Μένοντας τα παιδιά μας μόνα τους έβαλαν τα κλάματα. Οι κρότοι από τις οβίδες και τα πολυβόλα, από την μάχη που γινόταν πάνω από το χωριό, τα φόβισε περισσότερο. Σφίξαμε, όμως, όλες την καρδιά μας. Παρατήσαμε τα παιδιά μας στον φόβο και στο κλάμα και πήγαμε να βοηθήσουμε τα άλλα τα παιδιά. Αυτά που πολεμούσαν. Δεν τα ξέραμε, αλλά ήταν κι αυτά παιδιά δικά μας.

Η Βαγγελή Ντινολάζου, 34 χρονών τότε, με 5 παιδιά, γυναίκα του αγροφύλακα, μας είπε:
-Τα κασάκια με τα πυρομαχικά τα δέναμε ζαλίκα στην πλάτη. Δέκα, δεπαπέντε φορτωμένες γυναίκες σχηματίζαμε ομάδα και ξεκινούσαμε η μία πίσω από την άλλη, όπως οι στρατιώτες».

Η Τιτανομαχία στο ύψωμα 731

Φυσικά ο Λάζαρος Αρσενίου, δεν παραλείπει να αναφερθεί στην τιτανομαχία στο Ύψωμα 731.

«Στις έξι το πρωί της Κυριακής 9 Μαρτίου 1941 άρχισε θορυβωδώς η Εαρινή Επίθεση του Μουσολίνι. Ο τομέας της Ι Μεραρχίας συγκλονίζεται από τον άγριο βομβαρδισμό των 150 ιταλικών πυροβόλων. Στις 6:50 ο βομβαρδισμός επεκτείνεται στους τομείς των Μεραρχιών XV και XI. Με τις πρώτες οβίδες οι Έλληνες έτρεξαν στα χαρακώματα. Ξημερώνοντας πετούν 150 αεροπλάνα. Τα 90 είναι διωκτικά έναντι ουδενός ελληνικού. Αδειάζουν από μεγάλο ύψος βόμβες, φεύγουν, γυρίζουν ρίχνουν και άλλες, ξανά και ξανά, αλλά οι βόμβες τους κάνουν απλώς θόρυβο. Δεν πέφτουν σε στόχους. Ένα σμήνος το διοικεί ο κόμης Τσιάνο, Υπουργός Εξωτερικών και γαμπρός του Μουσολίνι, γνωρίζοντας ότι «τον καμαρώνει ο πεθερός του» από τη Ρέχοβα». Και συνεχίζει, όπως άλλωστε τα έχει γράψει ο ίδιος όπως μας είπε στο βιβλιαράκι του «Η τιτανομαχία στο Ύψωμα 731»:

«Πρώτο κατά του 731 ρίχθηκε στις 9:30 της 9ης Μαρτίου τάγμα της Μεραρχίας «Πούλιε». Με την πεποίθηση ότι ο Μουσολίνι θα τσακίσει τώρα τους Έλληνες και βλέποντας οι Ιταλοί τις δικές τους, τις ιταλικές, οβίδες να πέφτουν σε ξένα κεφάλια, σε ελληνικά, προχωρούν με γέλια και τραγούδια. Απειροπόλεμα ξένοιαστα παλληκαρόπουλα της Ιταλίας προχωρούν με το θάρρος της άγνοιας των κινδύνων της μάχης που θα ακολουθήσει. Όταν έφτασαν σε απόσταση εφόδου από τις ελληνικές γραμμές το πυροβολικό τους διέκοψε τον βομβαρδισμό για λόγους ασφαλείας και έγινε σιγή, Οι επιτιθέμενοι συνεχίζουν να προχωρούν τραγουδώντας. Αλλά κάποια στιγμή νιώθουν το έδαφος να τρέμει κάτω από τα πόδια τους. Τα 160 ελληνικά κανόνια βάλλουν σχεδιασμένα την στενόμακρη έκταση μερικών στρεμμάτων μπροστά από το 731. Και βάλλουν σε όλο το έδαφος που πρέπει να προστατευθεί, με όση μεγαλύτερη ταχύτητα μπορούν και με ακρίβεια, δημιουργώντας μια κόλαση φωτιάς και εκρήξεων. Όσοι Ιταλοί δεν τραυματίστηκαν, όσοι δεν σκοτώθηκαν και όσοι δεν τρελάθηκαν βγήκαν τρέχοντας από εκείνον τον πρώτο κύκλο της κόλασης στην οποία τους είχαν ρίξει. Αλλά εκεί τους περίμενε δεύτερος κύκλος κόλασης. Δεκάδες πολυβόλα και οπλοπολυβόλα αερίζουν με διασταυρούμενα πυρά το πεδίο που πρέπει να περάσουν υποχρεωτικά οι επιτιθέμενοι. Οι σφαίρες δεν φαίνονται ούτε ακούγονται αλλά θερίζουν ανθρώπινες ζωές. Τα ιταλικά τάγματα είχαν μειωμένη δύναμη ήτοι 300 περίπου στρατιώτες το καθένα. Από τους 300 που επιτέθηκαν σώοι βγήκαν μόνο μερικές δεκάδες από εκείνον τον θερισμό θανάτου και τότε έπαθαν τη μεγαλύτερη τρομάρα της ζωής τους».

Τα βιβλία του Λάζαρου Αρσενίου αποτελούν πηγή για Έλληνες και ξένους συγγραφείς, ενώ «Η Θεσσαλία στην Αντίσταση» περιλαμβάνεται στο μάθημα για την Ευρωπαϊκή Αντίσταση, που διδάσκεται στο Πανεπιστήμιο της Σορβόννης στο Παρίσι.

Ο Λάζαρος Αρσενίου τιμήθηκε με το Μετάλλιο Αγωνιστή της Εθνικής Αντίστασης, με μετάλλια του Δήμου Τρικκαίων (αργυρό και χρυσό), και με άλλα διαφόρων πόλεων και Οργανώσεων, καθώς και με την απονομή από τον Πρόεδρο της Ελληνικής Δημοκρατίας Κάρολο Παπούλια, Μεταλλίου του Ιδρύματος Μπότση για την προσφορά του στην πρόοδο της Δημοσιογραφίας. Στις 16-1-2015 ο ίδιος ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας του απένειμε τον Χρυσό Σταυρό τού Τάγματος Τιμής για τη σημαντική προσφορά του. Έχει επίσης τιμηθεί με το «Βραβείο Φιλίας Τρικάλων» από τον Φ.Ι.ΛΟ.Σ.