Η συμφωνία της 19 Μαρτίου 1960 μεταξύ Ελλάδας και Γερμανίας για τις πολεμικές αποζημιώσεις
 

Στις 19 Μαρτίου 1960, υπογράφηκε στην (τότε πρωτεύουσα της Δυτικής Γερμανίας) Βόννη μεταξύ του Ελλάδας και της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, η συμφωνία για την καταβολή 115.000.000 γερμανικών μάρκων, σε τρείς δόσεις προς την Ελλάδα, ως αποζημίωση για τα θύματα των «μέτρων των εθνικοσοσιαλιστών» , κατά του πληθυσμού με τα οποία «ρυθμίστηκαν οριστικώς πάντα τα ζητήματα»!
 
Την συμφωνία υπέγραψε εκ μέρους του Ελληνικού Βασιλείου και της κυβερνήσεως Κ.Καραμανλή, ο πρεσβευτής Θωμάς Υψηλάντης.
 
Η συμφωνία αυτή ήρθε ως επιστέγασμα της συνεργασίας των δύο χωρών όπως είχε αναδυθεί από την ρευστή γεωπολιτική κατάσταση που προέκυψε με τη λήξη του Β Παγκόσμιου Πολέμου. Όπως γράφει ο Κώστας Αποστολόπουλος, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής είχε αναγνωρίσει τη σημαντική θέση της Δυτικής Γερμανίας στην καρδιά της μεταπολεμικής Ευρώπης. Αναγνώρισε πως η προσπάθεια ανοικοδόμησης της Γερμανίας αποτελούσε μια ευκαιρία για τη θέση της Ελλάδας, η οποία έκανε τα πρώτα της βήματα οικονομικής ανάκαμψης.
 
Ο Κων. Καραμανλής, με τον τότε δήμαρχο Δυτ. Βερολίνου και μετέπειτα καγκελάριο Βίλλυ Μπραντ.
 
Η συμφωνία του 1960 ήρθε ως επιστέγασμα της επίσκεψης Καραµανλή στη Βόννη τον Νοέµβριο του 1958. Η επίσκεψη αυτή αποτέλεσε τη µεγαλύτερη τοµή στις µεταπολεµικές ελληνογερµανικές σχέσεις και μια µεγάλη επιτυχία στο οικονοµικό επίπεδο, µε τη χορήγηση δανείου ύψους 200 εκ. µάρκων και την παροχή επενδύσεων (ύψους 100 εκ.) και επιπλέον τεχνικής βοήθειας.
 
Καραμανλής και Αντενάουερ υπογράφουν διμερές ελληνογερμανικό πρωτόκολλο ενώ ο Ευ. Αβέρωφ παρακολουθεί. Κατά τη διάρκεια των συνομιλιών ήταν εμφανής η επιθυμία της Αθήνας να ενισχύσει την ελληνογερμανική φιλία κυρίως για οικονομικούς, αλλά και για πολιτικούς λόγους.
 
Με αυτή τη βοήθεια προς την Ελλάδα η γερµανική κυβέρνηση θέλησε να ενισχύσει τη δεξιά κυβέρνηση Καραµανλή, η οποία βρισκόταν σε δύσκολη θέση και αποµόνωση λόγω του Κυπριακού. Γι’ αυτό και για πρώτη φορά και παρά την αντίδραση του υπουργού των οικονοµικών χορηγήθηκε πίστωση καλυπτόµενη από τον οµοσπονδιακό προϋπολογισµό. Έτσι, δηµιουργήθηκε για την Ελλάδα η προοπτική να µετριάσει κάπως την οικονοµική και ταυτόχρονα πολιτική εξάρτηση από τις Η.Π.Α.
 
Από την επίσημη επίσκεψη στη Βόνη
 
Ο Ελληνας πρωθυπουργός υπολόγιζε ιδιαίτερα στην υποστήριξη της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας σε άλλους τομείς (αναπτυξιακή και τεχνική βοήθεια, πιστώσεις, σύνδεση με την ΕΟΚ κ.λπ.) – υποστήριξη που έγινε ιδιαίτερα αισθητή μετά τις διαπραγματεύσεις του Νοεμβρίου του 1958.
 
Καραμανλής και Αντενάουερ
 
Έχει σημασία στο πλαίσιο αυτό να σημειώσουμε πως η Γερμανική πλευρά έχει υποστηρίξει, ως επιχείρημα για την μη πληρωμή του κατοχικού δανείου, ότι ο πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Καραμανλής κατά την επίσκεψή του στη Βόννη τον Νοέμβριο του 1958 με δήλωσή του, προφορική και μυστική, προς τον τότε καγκελάριο της Γερμανίας Konrad Adenauer, δήλωσε την παραίτηση της Ελλάδος από αυτό.
 
Οι Δυτικογερμανοί ηγέτες ενδιαφέρονταν για τη διείσδυση του γερμανικού κεφαλαίου στην Ελλάδα και για την εξάπλωση της οικονομικής επιρροής της Δυτικής Γερμανίας στη Μέση Ανατολή και την Αφρική. Φαίνεται όμως ότι ενδιαφέρονταν και για κάτι άλλο ακόμη: να σταματήσει η δίωξη των εγκληματιών πολέμου στην Ελλάδα, ώστε παράγοντες της οικονομικής και πολιτικής ζωής της Δυτικής Γερμανίας που βαρύνονταν με εγκλήματα ή είχαν εντάλματα για την κατοχική δράση τους στην Ελλάδα, να μπορούσαν ανενόχλητα να έρχονται και να φεύγουν. Πράγματι, στις 13 Νοεμβρίου του 1958, υπογράφτηκε γερμανοελληνική οικονομική συμφωνία σε μυστικό παράρτημα της οποίας «ο Καραμανλής υποσχέθηκε στον Γερμανό Καγκελάριο Αντενάουερ ότι η Ελλάδα θα ανέστελλε όλες τις διώξεις και θα παρέδιδε τον Μέρτεν στη Γερμανία».
 
Πηγές
 
 
 
Σούζαν-Σοφία Σπηλιώτη, «Μια υπόθεση πολιτικής και όχι δικαιοσύνης: Η δίκη Μέρτεν (1957-59) και οι ελληνογερμανικές σχέσεις»,στο: Mark Mazower (επίμ.), Μετά τον πόλεμο. Η ανασυγκρότηση της οικογένειας, του έθνους και του κράτους στην Ελλάδα, 1943-1960, εκδ. Αλεξάνδρεια, Αθήνα, σελ. 321