Από τη Φιλονόη.

Ἀπὸ τὴν  1η Ἰουλίου (14 Ἰουλίου) τοῦ 1821,  ὁ ὀθωμανικὸς στόλος ἔχει βγῇ στὸ Αἰγαῖον Πέλαγος καὶ κατευθύνεται πρὸς τὴν Σάμο, μὲ ναύαρχο τὸν Καρᾶ Ἀλῆ πασσ.

Στὶς Ἰουλίου (16 Ἰουλίου), φθάνοντας ἔξω ἀπὸ τὴν Σάμο, στέλνει μήνυμα στοὺς Σαμίους νὰ παραδοθοῦν.

Αὐτοὶ ἀρνοῦνται καὶ προετοιμάζονται γιὰ ἀντίστασι, ὑπὸ τὶς διαταγὲς καὶ τὴν μέριμνα τοῦ Λυκούργου Λογοθέτου.

Ἡ ἄμυνα ποὺ ἀντέταξαν οἱ Σάμιοι, τὴν πρώτη ἡμέρα τῆς ἐπιθέσεως τῶν ἀνδρῶν τοῦ Καρᾶ Ἀλῆ ἀρίστη, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ τοὺς ἀπωθήσουν. Ὅμως ὁ ναύαρχος δὲν μποροῦσε νὰ ἐπιστρέψῃ στὴν βάσι του, δίχως νὰ ἐξαντλήσῃ ὅλα τὰ ὅπλα του καὶ διχως νὰ δοκιμάσῃ μὲ κάθε τρόπο νὰ κάμψῃ τοὺς Σαμίους.

Ἀπὸ τὰ ξημερώματα τῆς 5ης Ἰουλίου (18 Ἰουλίου) ξεκίνησε σφοδρότατον κανονιοβολισμό. 1600 βόμβες ἐμέτρησαν οἱ  Σάμιοι. Ἀλλὰ ζημιὰ μεγάλη δὲν κατέφεραν τὰ κανόνια του.

Μὲ τὸ ποὺ ἔφεξε ὁ κανονιοβολισμὸς ηὐξήθη, ἰδίως πρὸς τὴν πλευρὰ τοῦ παλαιοῦ λιμένος.

Τὸ παλαιὸ λιμάνι Τηγάνι εἶχε σχεδὸν καταστραφῆ, ἀπὸ τὶς βόμβες.

Ἐξ αἴφνης πολλὲς λέμβοι ξεκινοῦν ἀπὸ τὰ δώδεκα πλοῖα τοῦ Καρᾶ Ἀλῆ, ποὺ ἦταν ἔξω ἀπὸ τὸν λιμένα Τηγάνι, μὲ κατεύθυνσι πρὸς τὴν ἀκτή. Οἱ ἐλάχιστοι ὑπερασπιστές του, μὲ ἀρχηγούς τους τὸν Γιάννη καὶ τὸν Χριστόδουλο Παρμασίδη,  ἀποφασίζουν νὰ ἀντισταθοῦν, γνωρίζοντας ὅμως πόσο εὐάλωτοι εἶναι.

Τριακόσιοι Τοῦρκοι ἀποβιβάζονται στὴν ἀκτὴ τῆς Ἁγίας Παρασκευῆς. Οἱ Σάμιοι τοὺς ὑποδέχονται μὲ σφοδροὺς πυροβολισμούς, ἀλλὰ ἡ δύναμις ἀντιστάσεως μικρή. Καταφέρνουν ὅμως νὰ εἰδοποιήσουν τὸν Σταμάτη Γεωργιάδη,  ὁ ὁποῖος ἐκείνην τὴν ὥρα εὑρίσκετο μὲ τὸν ΚρῆταΧατζηγιώργη ἀπὸ τὸ Μουρ τῶν Σφακίων καὶ εἰκοσιτέσσερις Κρῆτες.

Ἀποφασίζουν νὰ ἐπιτεθοῦν στοὺς Τούρκους κι αὐτοί.

Πράγματι, ἐντὸς ὁλίγου, μὲ ἀπερίγραπτο ὁρμή, ἐπιτίθενται κατὰ τῶν ὀθωμανῶν καὶ τοὺς φονεύουν, ἀναγκάζοντας ὅλους τοὺς ὑπολοίπους, ποὺ ἑτοιμάζονταν γιὰ ἀπόβασι, νὰ σταματήσουν.

Κι αὐτὴ ἡ ἀπόβασις ἐματαιώθῃ.

Κατόπιν κι αὐτῆς τῆς ἀποτυχίας του ὁ Καρὰ Ἀλῆ διατάσσει γενικὸν κανονιοβολισμόν, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ πέσουν 1600 βόμβες στὴν Σάμο, ἀλλὰ καὶ κάτι ἀπολύτως ἄνανδρον. Διέταξε νὰ ἀλειφθοῦν μὲ πίσσα τὰ παιδιὰ πλοιάρχου ΜαραθοκαμπίτουΣτέφανο καὶ Κωνσταντῖνο, τὰ ὁποῖα εἶχε συλλάβῃ ἅμα τῇ ἀφίξει του, νὰ κρεμασθοῦν ψηλά, γιὰ νὰ εἶναι ὀρατὰ ἀπὸ τὸ νησί, καὶ νὰ καοῦν.

Την ἐπομένη δὲν ἐξηκολούθησε τὶς ἐνέργειές του.

Ἀπεφέσισε νὰ λάβῃ βοήθεια ἀπὸ τὰ σταθμευμένα στὴν ἔναντι μικρασιατικὴ ἀκτὴ στρατεύματα Τουρκαλβανῶν. Ἡ Σάμος γιὰ αὐτὸν δὲν εἶχε κλείσῃ ἀκόμη ὥς κεφάλαιον.

Πληροφορίες ἀπὸ τὸν Διονύσιο ΚόκκινοἙλληνικὴ Ἐπανάστασις.