Μαζὺ μὲ τὸν στρατάρχη Μαυροκορδᾶτο ἐξεστράτευσε κι ὁ Κυριακούλης Μαυρομιχάλης, ὁ θριαμβεύσας στὸ Βαλτέτσι, ἕνας ἀπὸ τοὺς πλέον γενναίους καὶ ἱκανοὺς ὁπλαρχηγοὺς τοὺ ἀγῶνος. Ἀδελφὸς τοῦ Πετρόμπεη ὁ Κυριακούλης, οὐδέποτε ἐδίστασε νὰ ἀναλάβῃ μεγαλύτερο τμῆμα εὐθύνης, ἀπὸ ὅσο ἄντεχε κάποιες φορές, πρὸ κειμένου νὰ ὑπερασπισθῇ τὸν ἱερὸ ἀγῶνα γιὰ ἐλευθερία.

Κι ἐν ᾦ ἡ ἀρχικὴ ἀπόφασίς του ἦταν νὰ ἐκστρατεύσῃ μὲ χιλίους ἄνδρες, δὲν τὰ κατάφερε, διότι οἱ Μανιάτες ἤθελαν πρῶτα νὰ πληρωθοῦν καὶ μετὰ νὰ ἐκστρατεύσουν. Κατέληξε λοιπὸν νὰ σπεύσῃ πρὸς βοήθεια τῶν Σουλιωτῶν μὲ μόλις ἑκατὸν πενήντα ἄνδρες.

 Στὸ Μεσολόγγι ὅμως ποὺ ἔφθασε οἱ ἄνδρες του ζητοῦσαν ἀπὸ τὸν Μαυροκορδᾶτο νὰ τοὺς πληρώσῃ τοὺς μισθούς του. Ὁ Μαυροκορδᾶτος ὅμως χρήματα δὲν διέθετε καὶ τελικῶς κατέφερε ὁ Κυριακούλης νὰ πείσῃ μόνον ἑξήντα ἀπὸ τοὺς ἄνδρες του νὰ παραμείνουν μαζύ του.

Κατάφερε νὰ συγκεντρώσῃ τελικῶς στράτευμα ἑξακοσίων ἀνδρῶν, μὲ τοὺς ὁποίους ξεκίνησε στὶς ἀρχὲς Ἰουνίου τοῦ 1822, ἀπὸ τὸ Φανάρι, μὲ τὰ πλοῖα ποὺ εἶχαν συγκεντρωθῇ, γιὰ τὴν Σπλάντσα, περιοχὴ ἀπέχουσα ἑπτὰ ὧρες ἀπὸ τὸ Σοῦλι, ὅπου κι ἐστρατοπέδευσε.

Μαθαίνοντας οἱ Σουλιῶτες τὴν ἄφιξίν του, σπεύδουν νὰ τὸν συναντήσουν, πιστεύοντας πὼς μεταφέρει τρόφιμα καὶ πολεμοφόδια.

Στὸ μεταξὺ οἱ Τοῦρκοι πληροφορούμενοι τὴν ἄφιξιν τοῦ Κυριακούλη Μαυρομιχάλη, φοβούμενοι νὰ μὴν ἀποκτήσουν ἀκόμη ἕνα μέτωπο στὶς πλᾶτες τους, ἐκστρατεύουν ἐναντίον του, μὲ ἐπὶ κεφαλῆς τὸν Σιλιχτάρη τοῦ Χουρσῆτ πασσᾶ, μὲ τέσσερις χιλιάδες ἄνδρες.

Αὐτὸς πάλι ἐκινήθῃ νύκτα, μὲ σκοπὸ νὰ ἐπιπέσῃ αἰφνιδίως κατὰ τῶν Ἑλλήνων. Γιὰ καλή τους τύχη ὅμως οἱ Ἕλληνες εἰδοποιήθησαν ἀπὸ βοσκὸ καὶ ἐπροετοιμάσθησαν.
Τὴν νύκτα τῆς 3ης πρὸς 4η Ἰουλίου* τοῦ 1822, (16η πρὸς 17η Ἰουλίου) οἱ Τουρκαλβανοὶ ἐπιτίθενται στοὺς Ἕλληνες ἀλλὰ δὲν τοὺς αἰφνιδιάζουν.

Κατὰ τὴν διάρκεια τῆς πρώτης ἐπιθέσεως, κι ἔν ᾦ ὅμως ἡ μάχη δὲν εἶχε ξεκινήσῃ ἀκόμη γερά, προσβάλλουν οἱ Τοῦρκοι τὸν Ζώη Πάνου κι ὁ Κυριακούλης ὁρμᾶ γιὰ νὰ τὸν ὑπερασπισθῇ, μὲ μόλις τρεῖς Μανιάτες μαζύ του. Σφαίρα τὸν εὑρίσκει στὸ κεφάλι καὶ πέφτει νεκρός. (Κατὰ τὸν Σπυρίδωνα Τρικούπη ἡ σφαίρα τὸν ἐκτύπησε στὴν καρδιὰ καὶ ὁ διπλανός του Μανιάτης ἀπέκρυψε τὸν θάνατόν του, ἔως τὸ πέρας τῆς μάχης, σκεπάζοντάς τον μὲ τὴν κάπα του.)

Ὁ πόλεμος ἐκράτησε ὅλην τὴν ἡμέρα. Ὅταν πιὰ ἐνύκτωσε οἱ Ἕλληνες ἀπεχώρησαν ἀπὸ τὸ πεδίον τῆς μάχης.

Τὴν ἰδίαν ἡμέρα τραυματίζεται θανάσιμα ὁ Σιλιχτάρης, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ ἀποχωρήσουν σιγὰ σιγὰ  οἱ Τοῦρκοι καὶ νὰ μὴν προκαλέσουν μεγαλυτέρα ζημία  στοὺς Ἕλληνες. (Κατὰ τὸν Τρικούπη ὁ Σιλιχτάρης ἦταν ὁ Κεχαγιάμπεης ποὺ εἶχε ἐκστρατεύσῃ παλαιότερα στὸ Βαλτέτσι.)

Μὲ τὴν ἀποχώρησι ὅμως κι αὐτοῦ τοῦ στρατιωτικοῦ σώματος, κι ἐφ΄ ὅσον ἤδη στὸ χωριὸ Πέτα εἶχε ἐπέλθῃ ἡ μεγάλη καταστροφὴ τῶν ἑλληνικῶν δυνάμεων, οἱ Σουλιῶτες πλέον ἔμεναν μόνοι τους, δίχως ἐλπίδα βοηθείας.

Ὁ Κυριακούλης ἐτάφῃ στὸ Μεσολόγγι.

Φιλονόη