Όταν ένας από τους πρωτεργάτες του Ευρώ, ο Ζακ Ντελόρ, ομολογεί (σε συνέντευξή του προς το τηλεοπτικό δίκτυο της Deutsche Welle), ότι δεν υπήρξε πρόβλεψη από τους ηγέτες της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τη σύνδεση της πραγματικής οικονομίας και των μακροοικονομικών μεγεθών με το νόμισμα, εμείς οι απλοί πολίτες τι να σκεφτούμε και τι να πούμε;  Δεν είναι επόμενο να σκεφτούμε ότι άλλη μία φορά  η Ευρωπαϊκή Ένωση λειτούργησε αν όχι ανεπαρκώς, τουλάχιστον με μειωμένα αντανακλαστικά;    Είπε λοιπόν ο Ζακ Ντελόρ για την εποχή που θεσμοθετήθηκε το Ευρώ: «Όταν δημιουργήσαμε την οικονομική και νομισματική ένωση είπαμε πως επειδή είμαστε στην Ένωση δεν σημαίνει ότι θα έχουμε και υποχρέωση ανάληψης χρέους. 

Με τις συμφωνίες για το ευρώ το 1997 έχουμε ένα νομισματικό σκέλος, αλλά δεν έχουμε ένα σκέλος οικονομικής πολιτικής».  Και συνεχίζει αναφερόμενος στη σημερινή κρίση και στην Ελλάδα:  «Σήμερα το πρόβλημα δεν είναι πρόβλημα της Ελλάδας, αλλά η ευθύνη των 16 χωρών, που συμμετέχουν στο Συμβούλιο Υπουργών και από το 2005, το 2006, δεν είδαν τίποτα ή δεν θέλησαν να δουν τίποτα.   Δεν ήθελαν να δουν που οδηγούμαστε.  Ακριβώς αυτό είναι το πρόβλημα.  Είναι μια συλλογική ευθύνη της ΕΕ – πέρα και ανεξάρτητα από όλα τα λάθη τα οποία έκανε η Ελλάδα ή άλλες χώρες».  Και ο πρώην Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής καταλήγει λέγοντας ότι όταν ιδρυόταν η Ένωση, είχε σκεφτεί ότι ενδεχομένως να φτάναμε κάποτε στη σημερινή κρίση, διότι δεν συνδέθηκε πολιτικά το νόμισμα με την οικονομία, απλά γιατί η Πολιτική Ένωση δεν ήταν εφικτή.  «Πρόκειται για μία κλασική απώλειας εθνικής κυριαρχίας σε επιλεγμένους τομείς για να διασφαλίσουμε την οικονομική πολυμορφία και τη νομισματική σταθερότητα. Το πρόβλημα είναι ότι ακριβώς αυτό δεν έγινε. Κατά συνέπεια το πρόβλημα είναι η αποτυχία των θεσμών που δημιουργήθηκαν. Και μάλιστα ακριβώς επειδή δεν τους δόθηκε η απαιτούμενη δύναμη και δεν είχαν την εντολή, για αυτό και βρισκόμαστε στη σημερινή κατάσταση. 

Τότε, το 1997 αμφιταλαντεύονταν ακόμα έντονα η Γερμανία, εάν θα πρέπει να αποδεχτεί τις χώρες της νότιας Ευρώπης: Ιταλία, Ισπανία, Πορτογαλία.  Ήδη τότε ήταν πρόβλημα.  Η Γερμανία ήταν προσηλωμένη στη διαφύλαξη μίας ορθόδοξης δημοσιονομικής πολιτικής που την τοποθετούμε στο κεφάλαιο της φιλελεύθερης πολιτικής. Για αυτό και ήταν ικανοποιημένοι οι Γερμανοί, έχοντας μόνο το Σύμφωνο Σταθερότητας. Ήμουν πεπεισμένος ότι αυτό δεν αρκεί, και ότι πρέπει να οδηγηθούμε σε μία ισορροπία ανάμεσα στο νόμισμα και την πολιτική.  Δεν ήμουν αντίθετος με το Σύμφωνο Σταθερότητας, αλλά απαιτείται ένας συντονισμός στις οικονομικές πολιτικές. Αυτό ακριβώς δεν έγινε. Και για αυτό βιώνουμε σήμερα αυτή τη μεγάλη κρίση, η οποία -σημειωτέον- δεν είναι μόνο δημοσιονομική κρίση, αλλά και μία πολιτική της οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης».

Αυτά λέει λοιπόν ο Ζακ Ντελόρ και υπονοεί αυτό που όλοι καταλαβαίνουμε και που δε χρειάζεται παρά στοιχειώδεις γνώσεις Πολιτικής Οικονομίας, την ανάγκη δηλαδή της εξωστρεφούς γερμανικής βιομηχανίας για φθηνότερο Ευρώ και τις αντιρρήσεις για είσοδο των νότιων «προβληματικών» χωρών σε αυτό.  Την έβλεπαν την κρίση να έρχεται, τα ήξεραν τα δημοσιονομικά προβλήματα του νότου.  Γιατί άραγε δεν πρόβλεψαν; Γιατί κανείς δεν μπορεί να με πείσει ότι έγινε από άγνοια ή αμέλεια.

Αρκούσε η αναγγελία της θέσπισης του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Στήριξης, το περασμένο Σαββατοκύριακο, η διάθεση για το σκοπό αυτό 750 δις €, και η δήλωση της ΕΚΤ για την επαναγορά στη δευτερογενή αγορά κρατικών ομολόγων των χωρών της Ευρωζώνης, για να εκτοξευθούν οι μετοχές στα Χρηματιστήρια και να μειωθούν τα spreads στον ευρωπαϊκό νότο (Ελλάδα, Πορτογαλία, Ισπανία, Ιταλία) σε τέτοιο βαθμό, ώστε κάποιοι να μιλούν ήδη για ζημιές των «κερδοσκόπων».  Ειδικότερα, ο ευρωπαϊκός μηχανισμός στήριξης θα διαθέτει 60 δισ. ευρώ μέσω δανείων από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και 440 δισ. ευρώ μέσω δανείων από τα κράτη μέλη του ευρώ. Παράλληλα, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο θα συμμετάσχει στο μηχανισμό με ποσό που θα μπορούσε να φτάσει τα 250 δις ευρώ.  Ιδιαίτερης σημασίας είναι το γεγονός ότι η ΕΕ αναλαμβάνει ρόλο βασικού διαπραγματευτή των όρων των δανείων με τα κράτη – μέλη, καθώς και ρόλο ελεγκτή των δημοσιονομικών εξελίξεων του δανειζόμενου κράτους.

Ο Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής από την άλλη Ζοζέ Μανουέλ Μπαρόζο δήλωσε ότι η απόφαση του Συμβουλίου ECOFIN για τη δημιουργία ευρωπαϊκού μηχανισμού στήριξης θα διασφαλίσει πως «οποιαδήποτε προσπάθεια αποδυνάμωσης του ευρώ θα αποτύχει … Ο συνδυασμός δημοσιονομικών προσπαθειών που καταβάλλονται από χώρες υπό πίεση και η χορήγηση βοήθειας από άλλες, συνιστά ουσιαστικά ένα «Σύμφωνο Σταθεροποίησης» για την ευρωζώνη».  Είπε επίσης ο κ. Μπαρόζο ότι θα πρέπει η Κομισιόν να έχει λόγο κατά την κατάρτιση των Προϋπολογισμών των χωρών της Ευρωζώνης!   Στερνή μου γνώση να σε είχα πρώτα δηλαδή!  Δεν θα έπρεπε αυτό να είχε γίνει εξ αρχής;  Μπορεί να παρεισφρήσει σε θέματα εθνικής κυριαρχίας, ναι, αλλά πως αλλιώς μπορεί να υπάρξει νομισματικός έλεγχος στα κράτη της Ευρωζώνης θα μου πει κάποιος;  Μήπως θα έπρεπε η ΕΕ να ελέγχει και τα φορολογικά μας;  Στο κάτω κάτω, αφού συνειδητοποιούμε ότι κοινό είναι το μέλλον στα έξοδα και όλοι οι Ευρωπαίοι πληρώνουν τα σπασμένα μάρμαρα, όπου και αν σπάσουν αυτά, δε θα έπρεπε να ήταν κοινός και ο έλεγχος στα έσοδα;  Όσο περίεργο και αν μας φαίνεται αυτό, θα ήταν μία λύση.

Κακά τα ψέματα!  Τούτη τη φορά, η Ευρώπη μιμήθηκε την Ελλάδα και όχι η Ελλάδα την Ευρώπη.  Μας μιμήθηκαν στον τρόπο αντιμετώπισης της κρίσης.  Πως;  Με ένα απλό τρόπο.  Στην Ελλάδα δεν υπάρχει Πλάνο Πρόληψης και Αντιμετώπισης Κρίσεων ποτέ και για τίποτα.  Και όταν ενσκήψει η κρίση, αναζητώνται λύσεις εκ του προχείρου και τότε ο καθένας ενεργεί σύμφωνα με τα συμφέροντα και τα κεκτημένα του.  Η απόφαση των Ευρωπαίων ηγετών να μεταφέρουν το πρόβλημα στην Ελλάδα και κατόπιν να θεσμοθετήσουν το μοντέλο στήριξης αποδεικνύει για άλλη μία φορά την προβληματική και πολλές φορές ανεπαρκή λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης.  Ιδιαίτερα προβληματική είναι και η απόφαση που προσδίδει θεσμικό ρόλο στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, έναν οργανισμό που δεν είναι θεσμός της Ένωσης και επιπροσθέτως ελέγχεται κατά μεγάλο ποσοστό από τις Ηνωμένες Πολιτείες.  Λειτούργησε άραγε η χώρα μας ως άλλη «Ιφιγένεια εν Αυλίδι» θυσιαζόμενη στο βωμό της αφύπνισης για τη θέση σε λειτουργία μηχανισμών ελέγχου και στήριξης του ευρωπαϊκού νομίσματος;

Σε αυτή τη φάση πάντως, διαπιστώσαμε τη σημαντικότητα του εγχειρήματος που λέγεται Ευρώ.  Διαπιστώσαμε επίσης ότι η μικρή Ελλάδα παρά το γεγονός ότι αντιπροσωπεύει μόλις το 2% του ΑΕΠ της Ευρωζώνης είναι ικανή να προκαλέσει αρνητικές επιπτώσεις και κλυδωνισμούς σε όλες τις χώρες της, αλλά κυρίως σε εκείνες που συμμετέχουν με μεγάλο ποσοστό του ΑΕΠ τους.  Είναι επίσης σαφές πόσο θετικός είναι για την Ελλάδα ο απολογισμός από τη συμμετοχή στην ΕΕ και στην Ευρωζώνη.

Εάν κανείς δει τους αριθμούς προσεκτικά θα καταλάβει ότι η οικονομική κατάσταση της Ευρώπης δεν είναι τραγική.  Η Ευρωζώνη είναι ελάχιστα χρεωμένη, έχει τις λιγότερο ελλειμματικές δημοσιονομικές πολιτικές παγκοσμίως και παράλληλα διαθέτει πραγματική εμπορική ισχύ.   Θα λέγαμε με άλλα λόγια ότι σε συλλογικό επίπεδο, εμφανίζεται σε καλύτερη θέση από ότι η Ιαπωνία ή ακόμη και οι Ηνωμένες Πολιτείες.   Σχεδόν πάντα όμως, ότι ισχύει σε συλλογικό επίπεδο δεν ισχύει σε ατομικό, όταν μιλάμε για την Ευρωπαϊκή Ένωση.

Σε τελική ανάλυση πιστεύω ότι η ΕΕ και κυρίως το Συμβούλιο και τα κράτη μέλη που το απαρτίζουν, φοβήθηκαν για άλλη μία φορά να αντιμετωπίσουν με ενιαία φωνή την κρίση για τους ίδιους λόγους που αυτό έχει συμβεί μέχρι σήμερα. Το έχουμε ξαναζήσει σε θέματα εξωτερικής πολιτικής κυρίως ή και αμυντικής πολιτικής, πολιτικής ασύλου κ.α.  Το ιδιότυπο των θεσμών της, ο τρόπος λήψης αποφάσεων που βασίζεται ακόμη σε νόρμες Διεθνών Οργανισμών (και άρα συμφέροντα), το δημοκρατικό έλλειμμα, ενδεχομένως η διεύρυνση πριν τη θεσμική εμβάθυνση της ΕΕ, για άλλη μία φορά αποδείχθηκαν τροχοπέδη στην κοινή ευρωπαϊκή πορεία.

Ο μηχανισμός στήριξης και οι θετικές αντιδράσεις που προκάλεσε, αποδεικνύει περίτρανα ότι εκείνο που χρειαζόμαστε είναι περισσότερη και όχι λιγότερη Ευρώπη.  Μία Ευρώπη όμως που θα έχει διδαχθεί από την κρίση που βιώνουμε και θα ενισχύσει τους θεσμούς και τα όργανά της, που θα  λειτουργούν προς όφελος των Ευρωπαίων πολιτών.